Πυρκαγιά στο Μάτι, πλημμύρες στη Μάνδρα, υπερκύτταρο (η μεγαλύτερη διαβάθμιση καταιγίδας) στη Χαλκιδική, «Ωκεανίδα» (το όνομα του κύματος κακοκαιρίας του Φεβρουαρίου) στην Κρήτη. Ο κοινός παρονομαστής των ακραίων καιρικών φαινομένων που έπληξαν τη χώρα με ανυπολόγιστο κόστος σε ανθρώπινες απώλειες και υλικές ζημιές δεν είναι άλλος από την κλιματική αλλαγής. Σύμφωνα με μία παλαιότερη μελέτη (2011) της Τράπεζας της Ελλάδος, με ορίζοντα το 2100, το κόστος της αδράνειας απέναντι στην κλιματική αλλαγή αποτιμήθηκε σε περισσότερα από €700 δις για τη χώρα.
Με βάση τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή, τέτοια ακραία φαινόμενα θα αποτελούν τη νόρμα στο άμεσο μέλλον. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που και η νέα Πρόεδρος της Κομισιόν, Ursula von der Leyen, εκλέχθηκε έχοντας ως προτεραιότητα να γίνει η Ευρώπη η πρώτη κλιματικά ουδέτερη (μηδενικών εκπομπών) ήπειρος του κόσμου, μέχρι το 2050.
Δεδομένης της υψηλής επικινδυνότητας της χώρας μας σχετικά με τις περιβαλλοντικές και κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, το ερώτημα που προκύπτει αφορά στα μέτρα που έχουμε λάβει και σχεδιάζουμε να λάβουμε τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Η προσπάθεια πρέπει, σε μεγάλο βαθμό, να περιστρέφεται γύρω από τον μετασχηματισμό του ενεργειακού συστήματος της χώρας σε ένα σύστημαμηδενικών εκπομπών μέχρι το 2050.
Πόσο εφικτή είναι όμως μία τέτοια ενεργειακή μετάβαση στην Ελλάδα;
Η συζήτηση αυτή πραγματοποιείται εδώ και χρόνια, χωρίς ουσιαστική πρόοδο. Ως αποτέλεσμα, η χώρα μας κινδυνεύει να χάσει το τρένο του μέλλοντος, συνεχίζοντας να επενδύει στις κοστοβόρες και περιβαλλοντικά επιβλαβείς ορυκτές πηγές ενέργειας, τη στιγμή που οι ανανεώσιμες πηγές γίνονται συνεχώς φθηνότερες. Η σημαντική υστέρηση των σχετικών επενδύσεων στις τελευταίες, έχει επιδεινώσει την κατάσταση στο ενεργειακό σύστημα της χώρας (βλέπε ΔΕΗ), καθιστώντας το ακριβό, με αδυναμία προσφοράς οικονομικά ανταγωνιστικής ενέργειας για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Και αυτό συμβαίνει ενώ η Ελλάδα έχει τεράστιο αιολικό και ηλιακό δυναμικό. Άλλωστε, οι εθνικοί στόχοι για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), όπως αυτές αποτυπώνονται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), κάνουν λόγο για διπλασιασμό της εγκατεστημένης τους ισχύος στην επόμενη δεκαετία.
Το κόστος αυτών των δράσεων, που είναι της τάξης των 14 δις € σε βάθος δεκαετίας (και αφορά τόσο στο κόστος των επενδύσεων, όσο και των δικτύων και υποδομών που απαιτούνται) είναι ρεαλιστικό, αν σκεφτεί κανείς ότι η Ελλάδα δίνει κάθε χρόνο κοντά στα 700 εκ. Ευρώ ως επιπλέον κόστος για παραγωγή ενέργειας από γεννήτριες ντίζελ, στα νησιά μας. Εκτιμάται επιπλέον ότι αυτές οι επενδύσεις στις ανανεώσιμες, σε βάθος εικοσαετίας θα επιφέρουν όφελος της τάξης των €12 δις, με ταυτόχρονη δημιουργία και συντήρηση 15.000 θέσεων εργασίας.
Αντίθετα, οι υπάρχουσες ρυπογόνες υποδομές (λιγνιτικές και πετρελαϊκές μονάδες), μόνο ζημίες έχουν να αποφέρουν στο μέλλον, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και την ασφάλεια του εφοδιασμού της χώρας.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, σε πρόσφατη επιστημονική δημοσίευση (με τίτλο “Barriers to and consequences of a solar-based energy transition in Greece”) τεκμηριώνεται ότι μία στρατηγική προώθησης της ηλιακής ενέργειας και απολιγνιτοποίησης του ελληνικού ενεργειακού συστήματος θα έχει θετική επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας που θα προσεγγίσει έως και το 2% σε όρους ΑΕΠ σε βάθος εικοσαετίας. Στην ίδια δημοσίευση καταδεικνύεται ότι, παρά τα υψηλά τεχνολογικά κόστη αποδέσμευσης από τον λιγνίτη και ριζικής στροφής στις ΑΠΕ, το κοινωνικοοικονομικό αποτύπωμα μίας τέτοιας μετάβασης θα είναι πολύ μικρότερο αν προχωρήσουμε με αποφασιστικότητα στις απαιτούμενες αλλαγές, συγκριτικά με ένα πιο συντηρητικό μονοπάτι σταδιακής απαγκίστρωσης από τον λιγνίτη. Οι πρόσκαιρες αρνητικές συνέπειες μπορούν – με σωστό σχεδιασμό και κατάλληλη δράση – να περιοριστούν γρήγορα και να δώσουν τη θέση τους στη σημαντική θετική συμβολή που θα επέλθει από την υψηλή διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών στο ενεργειακό σύστημα. Αυτό αποδεικνύουν όλα τα σενάρια προσομοίωσης που έχουν εκπονηθεί.
Για την δίκαιη ενεργειακή μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή, είναι επίσης προφανής η ανάγκη άμεσης κατάρτισης ειδικού αναπτυξιακού προγράμματος για τους ενεργειακούς Δήμους που για δεκαετίες βασίστηκαν στον λιγνίτη, ώστε να υποστηριχτεί το νέο αναπτυξιακό τους μοντέλο και να ενισχυθεί η κοινωνική τους συνοχή. Άλλωστε, ο αποκεντρωμένος χαρακτήρας των ανανεώσιμων οδηγεί σε άμεσες επενδύσεις στις περιοχές αυτές, παράγοντας τοπικά προστιθέμενη αξία.
Η κατεύθυνση λοιπόν πρέπει να είναι προς ένα νέο, οικονομικό και κοινωνικό συμβόλαιο για ενεργειακή αλλαγή.
Και οι ανανεώσιμες πηγές αποτελούν το κλειδί για την επιτυχία αυτής της αλλαγής.
*Ο κ. Χάρης Δούκας είναι αναπληρωτής καθηγητής ΕΜΠ.
(tovima.gr)