Στο δρόμο για 100% ΑΠΕ χρειαζόμαστε όλες τις τεχνολογίες, κάθε μία με τις δυνάμεις και τις δυνατότητές της
Κανένας σώφρων άνθρωπος δεν αμφισβητεί πλέον ότι μια ενεργειακή μετάβαση είναι απαραίτητη για να αποτρέψουμε την κλιματική απειλή. Δύο είναι τα σημεία διαφοροποίησης μεταξύ των οπτικών που μπορεί να έχει κανείς. Πρώτον, πόσο σύντομα μπορεί (ή πρέπει) να γίνει αυτή η μετάβαση, και δεύτερον, με ποιο τρόπο θα γίνει, ποιες τεχνολογίες θα ηγηθούν και ποιες θα μείνουν απ’ έξω.
Μετά από αρκετές πολιτικές διαμάχες και συμβιβασμούς σε διεθνές επίπεδο, έχει καθοριστεί το 2050 ως έτος ορόσημο για να επιτευχθεί μια οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα. Μόνο που η αρχική αυτή συναίνεση δεν είναι θέσφατο που δεν επιδέχεται αλλαγών. Ήδη πολλοί δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς συζητούν να φέρουν το ορόσημο αυτό 5-10 χρόνια νωρίτερα. Σε ότι αφορά μάλιστα την ηλεκτροπαραγωγή (όπου η μετάβαση είναι πιο ώριμη και πιο εύκολη), το σχετικό ορόσημο τοποθετείται την περίοδο 2030-2035 για πολλές χώρες. Τι 30, τι 40, τι 50 θα πει κάποιος. Κι όμως, η επίτευξη του στόχου χωρίς να λάβουμε υπόψη την πιο κρίσιμη παράμετρο, που είναι ο χρόνος, είναι δώρο άδωρο. Η οπισθοβαρής επίτευξη του στόχου για τις ΑΠΕ μας απομακρύνει από τον κλιματικό στόχο της Συμφωνίας των Παρισίων να περιοριστεί η παγκόσμια αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα. Μόνο μια εμπροσθοβαρής επίτευξη του στόχου μπορεί να εγγυηθεί ότι η ανθρωπότητα δεν θα διολισθήσει σε μη αντιστρεπτές (για τα ανθρώπινα μέτρα) κλιματικές αλλαγές τις επόμενες δεκαετίες.
Κανένας σώφρων άνθρωπος δεν αμφισβητεί πλέον ότι μια ενεργειακή μετάβαση είναι απαραίτητη για να αποτρέψουμε την κλιματική απειλή. Δύο είναι τα σημεία διαφοροποίησης μεταξύ των οπτικών που μπορεί να έχει κανείς. Πρώτον, πόσο σύντομα μπορεί (ή πρέπει) να γίνει αυτή η μετάβαση, και δεύτερον, με ποιο τρόπο θα γίνει, ποιες τεχνολογίες θα ηγηθούν και ποιες θα μείνουν απ’ έξω.
Μετά από αρκετές πολιτικές διαμάχες και συμβιβασμούς σε διεθνές επίπεδο, έχει καθοριστεί το 2050 ως έτος ορόσημο για να επιτευχθεί μια οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα. Μόνο που η αρχική αυτή συναίνεση δεν είναι θέσφατο που δεν επιδέχεται αλλαγών. Ήδη πολλοί δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς συζητούν να φέρουν το ορόσημο αυτό 5-10 χρόνια νωρίτερα. Σε ότι αφορά μάλιστα την ηλεκτροπαραγωγή (όπου η μετάβαση είναι πιο ώριμη και πιο εύκολη), το σχετικό ορόσημο τοποθετείται την περίοδο 2030-2035 για πολλές χώρες. Τι 30, τι 40, τι 50 θα πει κάποιος. Κι όμως, η επίτευξη του στόχου χωρίς να λάβουμε υπόψη την πιο κρίσιμη παράμετρο, που είναι ο χρόνος, είναι δώρο άδωρο. Η οπισθοβαρής επίτευξη του στόχου για τις ΑΠΕ μας απομακρύνει από τον κλιματικό στόχο της Συμφωνίας των Παρισίων να περιοριστεί η παγκόσμια αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα. Μόνο μια εμπροσθοβαρής επίτευξη του στόχου μπορεί να εγγυηθεί ότι η ανθρωπότητα δεν θα διολισθήσει σε μη αντιστρεπτές (για τα ανθρώπινα μέτρα) κλιματικές αλλαγές τις επόμενες δεκαετίες.
Το ελληνικό Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο τελεί υπό αναθεώρηση, προβλέπει 80% μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή ως το 2030. Πρόκειται αναμφισβήτητα για σημαντική βελτίωση σε σχέση με το 61% που προβλέπει το ισχύον σήμερα ΕΣΕΚ που ψηφίστηκε το 2019. Είναι όμως τόσο φιλόδοξο και ριζοσπαστικό όσο αρχικά ακούγεται; Μια σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες βάζει τα πράγματα στη θέση τους[1]. Ο νέος ελληνικός στόχος (που δεν έχει κλειδώσει ακόμη) τοποθετεί τη χώρα μας στην 15η θέση μεταξύ 20 χωρών, κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό στόχο για το 2030. Στην πρώτη πεντάδα φιγουράρουν χώρες που στοχεύουν σε 100% ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή ως το 2030.
Κανένας σώφρων άνθρωπος δεν αμφισβητεί πλέον ότι μια ενεργειακή μετάβαση είναι απαραίτητη για να αποτρέψουμε την κλιματική απειλή. Δύο είναι τα σημεία διαφοροποίησης μεταξύ των οπτικών που μπορεί να έχει κανείς. Πρώτον, πόσο σύντομα μπορεί (ή πρέπει) να γίνει αυτή η μετάβαση, και δεύτερον, με ποιο τρόπο θα γίνει, ποιες τεχνολογίες θα ηγηθούν και ποιες θα μείνουν απ’ έξω.
Μετά από αρκετές πολιτικές διαμάχες και συμβιβασμούς σε διεθνές επίπεδο, έχει καθοριστεί το 2050 ως έτος ορόσημο για να επιτευχθεί μια οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα. Μόνο που η αρχική αυτή συναίνεση δεν είναι θέσφατο που δεν επιδέχεται αλλαγών. Ήδη πολλοί δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς συζητούν να φέρουν το ορόσημο αυτό 5-10 χρόνια νωρίτερα. Σε ότι αφορά μάλιστα την ηλεκτροπαραγωγή (όπου η μετάβαση είναι πιο ώριμη και πιο εύκολη), το σχετικό ορόσημο τοποθετείται την περίοδο 2030-2035 για πολλές χώρες. Τι 30, τι 40, τι 50 θα πει κάποιος. Κι όμως, η επίτευξη του στόχου χωρίς να λάβουμε υπόψη την πιο κρίσιμη παράμετρο, που είναι ο χρόνος, είναι δώρο άδωρο. Η οπισθοβαρής επίτευξη του στόχου για τις ΑΠΕ μας απομακρύνει από τον κλιματικό στόχο της Συμφωνίας των Παρισίων να περιοριστεί η παγκόσμια αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα. Μόνο μια εμπροσθοβαρής επίτευξη του στόχου μπορεί να εγγυηθεί ότι η ανθρωπότητα δεν θα διολισθήσει σε μη αντιστρεπτές (για τα ανθρώπινα μέτρα) κλιματικές αλλαγές τις επόμενες δεκαετίες.
Το ελληνικό Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο τελεί υπό αναθεώρηση, προβλέπει 80% μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή ως το 2030. Πρόκειται αναμφισβήτητα για σημαντική βελτίωση σε σχέση με το 61% που προβλέπει το ισχύον σήμερα ΕΣΕΚ που ψηφίστηκε το 2019. Είναι όμως τόσο φιλόδοξο και ριζοσπαστικό όσο αρχικά ακούγεται; Μια σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες βάζει τα πράγματα στη θέση τους[1]. Ο νέος ελληνικός στόχος (που δεν έχει κλειδώσει ακόμη) τοποθετεί τη χώρα μας στην 15η θέση μεταξύ 20 χωρών, κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό στόχο για το 2030. Στην πρώτη πεντάδα φιγουράρουν χώρες που στοχεύουν σε 100% ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή ως το 2030.
Τι σημαίνει να πετύχουμε 100% συμμετοχή ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή ως το 2030; Δύο βασικά πράγματα. Πρώτον, να απεμπλακούμε από το ορυκτό αέριο για το οποίο σήμερα προβλέπεται στο νέο ΕΣΕΚ (στην πρώιμη τουλάχιστον μορφή του που παρουσιάστηκε τον Ιανουάριο του 2023) να καλύπτει το 17% των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια στο τέλος της δεκαετίας. Την ίδια ώρα βέβαια, πρόσφατες προβλέψεις του ΔΕΣΦΑ (Μάρτιος 2023) για τη συμβολή του ορυκτού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή το 2030, κάνουν λόγο για ηλεκτροπαραγωγή με καύση ορυκτού αερίου ίση με 24,1 TWh, διπλάσια δηλαδή απ’ ότι προβλέπει το νέο ΕΣΕΚ! Με τέτοιες βλέψεις, φυσικά δεν επιτυγχάνεται ο στόχος του ΕΣΕΚ να καλύπτουμε το 80% των αναγκών μας σε ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ ως το 2030, πόσο μάλλον να πετύχουμε κάτι καλύτερο όπως άλλες χώρες.
Δεύτερη προϋπόθεση για να πετύχουμε πλήρη κάλυψη των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια με ΑΠΕ ως το 2030 είναι η ταχεία και ουσιαστική ανάπτυξη της αποθήκευσης ενέργειας. Στο σημείο αυτό, το νέο ΕΣΕΚ είναι πιο φιλόδοξο (και γι’ αυτό πιο ρεαλιστικό!) από εκτιμήσεις που είδαν το φως το τελευταίο διάστημα, που θέλουν την αποθήκευση να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα (με το “επιχείρημα” της προστασίας των ίδιων των επενδυτών και της βιωσιμότητας των επενδύσεών τους).
Πίσω από αυτή τη συζήτηση κρύβεται και ένας άλλος, παράλληλος προβληματισμός. Ποιο είναι το βέλτιστο μείγμα τεχνολογιών για να πετύχουμε τους στόχους; Και με ποια κριτήρια θα καθοριστεί αυτό το μείγμα; Κάποιοι, για παράδειγμα, θεωρούν ως υπέρτατο κριτήριο, να μειωθούν στο ελάχιστο οι περικοπές για τις επενδύσεις και γι’ αυτό προκρίνουν ένα μείγμα όπου κυριαρχούν τα αιολικά σε συνδυασμό κυρίως με αντλησιοταμιευτήρες. Μόνο που από την προσέγγιση αυτή απουσιάζουν και άλλες παράμετροι όπως, για παράδειγμα, το επενδυτικό κόστος κάθε τεχνολογίας, η ευκολία ανάπτυξης, αδειοδότησης και κατασκευής των σχετικών έργων, και η συμβολή της κάθε τεχνολογίας στην ενεργειακή δημοκρατία στην οποία θεωρητικά ομνύουμε όλοι. Με βάση τα τελευταία κριτήρια, τα φωτοβολταϊκά έχουν το προβάδισμα και, σε ότι αφορά πλέον την αποθήκευση, οι μπαταρίες αποκτούν πιο βαρύνουσα σημασία σε σχέση με την αντλησιοταμίευση.
Ας δούμε λοιπόν πώς περιγράφουν διάφορα σενάρια (σε πλανητική κλίμακα) τη μετάβαση σε ένα ενεργειακό μέλλον βασισμένο 100% σε ΑΠΕ. Το παρακάτω διάγραμμα προέκυψε από διάφορες μελέτες και δείχνει τη συμβολή αιολικών και φωτοβολταϊκών (σε TWh/έτος) το 2050[2].
Για σύγκριση, στο νέο ελληνικό ΕΣΕΚ η παραγωγή από φωτοβολταϊκά το 2050 προβλέπεται να παραμείνει στο 60% της αντίστοιχης των αιολικών (χερσαίων και υπεράκτιων).
Από την πληθώρα των μελετών που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, παραθέτουμε ενδεικτικά τρεις. Η μία έγινε από το Πανεπιστήμιο LUT και το Energy Watch Group (σε παγκόσμιο επίπεδο)[3], η δεύτερη από τον οίκο Energy Brainpool (σε ευρωπαϊκό επίπεδο)[4], και η τρίτη από τη SolarPower Europe σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο LUT (σε ευρωπαϊκό επίπεδο)[5].
Κανένας σώφρων άνθρωπος δεν αμφισβητεί πλέον ότι μια ενεργειακή μετάβαση είναι απαραίτητη για να αποτρέψουμε την κλιματική απειλή. Δύο είναι τα σημεία διαφοροποίησης μεταξύ των οπτικών που μπορεί να έχει κανείς. Πρώτον, πόσο σύντομα μπορεί (ή πρέπει) να γίνει αυτή η μετάβαση, και δεύτερον, με ποιο τρόπο θα γίνει, ποιες τεχνολογίες θα ηγηθούν και ποιες θα μείνουν απ’ έξω.
Μετά από αρκετές πολιτικές διαμάχες και συμβιβασμούς σε διεθνές επίπεδο, έχει καθοριστεί το 2050 ως έτος ορόσημο για να επιτευχθεί μια οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα. Μόνο που η αρχική αυτή συναίνεση δεν είναι θέσφατο που δεν επιδέχεται αλλαγών. Ήδη πολλοί δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς συζητούν να φέρουν το ορόσημο αυτό 5-10 χρόνια νωρίτερα. Σε ότι αφορά μάλιστα την ηλεκτροπαραγωγή (όπου η μετάβαση είναι πιο ώριμη και πιο εύκολη), το σχετικό ορόσημο τοποθετείται την περίοδο 2030-2035 για πολλές χώρες. Τι 30, τι 40, τι 50 θα πει κάποιος. Κι όμως, η επίτευξη του στόχου χωρίς να λάβουμε υπόψη την πιο κρίσιμη παράμετρο, που είναι ο χρόνος, είναι δώρο άδωρο. Η οπισθοβαρής επίτευξη του στόχου για τις ΑΠΕ μας απομακρύνει από τον κλιματικό στόχο της Συμφωνίας των Παρισίων να περιοριστεί η παγκόσμια αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα. Μόνο μια εμπροσθοβαρής επίτευξη του στόχου μπορεί να εγγυηθεί ότι η ανθρωπότητα δεν θα διολισθήσει σε μη αντιστρεπτές (για τα ανθρώπινα μέτρα) κλιματικές αλλαγές τις επόμενες δεκαετίες.
Το ελληνικό Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο τελεί υπό αναθεώρηση, προβλέπει 80% μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή ως το 2030. Πρόκειται αναμφισβήτητα για σημαντική βελτίωση σε σχέση με το 61% που προβλέπει το ισχύον σήμερα ΕΣΕΚ που ψηφίστηκε το 2019. Είναι όμως τόσο φιλόδοξο και ριζοσπαστικό όσο αρχικά ακούγεται; Μια σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες βάζει τα πράγματα στη θέση τους[1]. Ο νέος ελληνικός στόχος (που δεν έχει κλειδώσει ακόμη) τοποθετεί τη χώρα μας στην 15η θέση μεταξύ 20 χωρών, κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό στόχο για το 2030. Στην πρώτη πεντάδα φιγουράρουν χώρες που στοχεύουν σε 100% ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή ως το 2030.
Τι σημαίνει να πετύχουμε 100% συμμετοχή ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή ως το 2030; Δύο βασικά πράγματα. Πρώτον, να απεμπλακούμε από το ορυκτό αέριο για το οποίο σήμερα προβλέπεται στο νέο ΕΣΕΚ (στην πρώιμη τουλάχιστον μορφή του που παρουσιάστηκε τον Ιανουάριο του 2023) να καλύπτει το 17% των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια στο τέλος της δεκαετίας. Την ίδια ώρα βέβαια, πρόσφατες προβλέψεις του ΔΕΣΦΑ (Μάρτιος 2023) για τη συμβολή του ορυκτού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή το 2030, κάνουν λόγο για ηλεκτροπαραγωγή με καύση ορυκτού αερίου ίση με 24,1 TWh, διπλάσια δηλαδή απ’ ότι προβλέπει το νέο ΕΣΕΚ! Με τέτοιες βλέψεις, φυσικά δεν επιτυγχάνεται ο στόχος του ΕΣΕΚ να καλύπτουμε το 80% των αναγκών μας σε ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ ως το 2030, πόσο μάλλον να πετύχουμε κάτι καλύτερο όπως άλλες χώρες.
Δεύτερη προϋπόθεση για να πετύχουμε πλήρη κάλυψη των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια με ΑΠΕ ως το 2030 είναι η ταχεία και ουσιαστική ανάπτυξη της αποθήκευσης ενέργειας. Στο σημείο αυτό, το νέο ΕΣΕΚ είναι πιο φιλόδοξο (και γι’ αυτό πιο ρεαλιστικό!) από εκτιμήσεις που είδαν το φως το τελευταίο διάστημα, που θέλουν την αποθήκευση να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα (με το “επιχείρημα” της προστασίας των ίδιων των επενδυτών και της βιωσιμότητας των επενδύσεών τους).
Πίσω από αυτή τη συζήτηση κρύβεται και ένας άλλος, παράλληλος προβληματισμός. Ποιο είναι το βέλτιστο μείγμα τεχνολογιών για να πετύχουμε τους στόχους; Και με ποια κριτήρια θα καθοριστεί αυτό το μείγμα; Κάποιοι, για παράδειγμα, θεωρούν ως υπέρτατο κριτήριο, να μειωθούν στο ελάχιστο οι περικοπές για τις επενδύσεις και γι’ αυτό προκρίνουν ένα μείγμα όπου κυριαρχούν τα αιολικά σε συνδυασμό κυρίως με αντλησιοταμιευτήρες. Μόνο που από την προσέγγιση αυτή απουσιάζουν και άλλες παράμετροι όπως, για παράδειγμα, το επενδυτικό κόστος κάθε τεχνολογίας, η ευκολία ανάπτυξης, αδειοδότησης και κατασκευής των σχετικών έργων, και η συμβολή της κάθε τεχνολογίας στην ενεργειακή δημοκρατία στην οποία θεωρητικά ομνύουμε όλοι. Με βάση τα τελευταία κριτήρια, τα φωτοβολταϊκά έχουν το προβάδισμα και, σε ότι αφορά πλέον την αποθήκευση, οι μπαταρίες αποκτούν πιο βαρύνουσα σημασία σε σχέση με την αντλησιοταμίευση.
Ας δούμε λοιπόν πώς περιγράφουν διάφορα σενάρια (σε πλανητική κλίμακα) τη μετάβαση σε ένα ενεργειακό μέλλον βασισμένο 100% σε ΑΠΕ. Το παρακάτω διάγραμμα προέκυψε από διάφορες μελέτες και δείχνει τη συμβολή αιολικών και φωτοβολταϊκών (σε TWh/έτος) το 2050[2].
Για σύγκριση, στο νέο ελληνικό ΕΣΕΚ η παραγωγή από φωτοβολταϊκά το 2050 προβλέπεται να παραμείνει στο 60% της αντίστοιχης των αιολικών (χερσαίων και υπεράκτιων).
Από την πληθώρα των μελετών που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, παραθέτουμε ενδεικτικά τρεις. Η μία έγινε από το Πανεπιστήμιο LUT και το Energy Watch Group (σε παγκόσμιο επίπεδο)[3], η δεύτερη από τον οίκο Energy Brainpool (σε ευρωπαϊκό επίπεδο)[4], και η τρίτη από τη SolarPower Europe σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο LUT (σε ευρωπαϊκό επίπεδο)[5].
Η ενεργειακή μετάβαση που μελέτησε το Πανεπιστήμιο LUT και το Energy Watch Group
Energy Brainpool, 2023; EU Reference Scenario, 2021; entso-e, 2022
Τρία σενάρια ηλεκτροπαραγωγής για το 2050: SolarPower Europe σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο LUT
Αντί επιλόγου, ας ξαναπούμε το αυτονόητο. Το μέλλον χρειάζεται όλες τις ΑΠΕ. Τον καθένα με τις δυνάμεις και τις δυνατότητές του.
Παραπομπές
- https://ember-climate.org/data/data-tools/european-renewables-target-tr…
- https://ieeexplore.ieee.org/stamp/stamp.jsp?tp=&arnumber=9837910
- https://www.energywatchgroup.org/wp-content/uploads/EWG_LUT_100RE_All_S…
- https://blog.energybrainpool.com/en/eu-energy-outlook-2060-how-will-the…
- https://www.solarpowereurope.org/insights/market-outlooks/100-renewable…
* Ο κ. Στέλιος Ψωμάς είναι Σύμβουλος σε θέματα Ενέργειας και Περιβάλλοντος.
Το άρθρο περιλαμβάνεται στον τόμο GREEK ENERGY 2023 που εξέδωσε για δωδέκατη συνεχή χρονιά το energypress.
cover photo:Στο δρόμο για 100% ΑΠΕ χρειαζόμαστε όλες τις τεχνολογίες, κάθε μία με τις δυνάμεις και τις δυνατότητές της