Σε σημείο καμπής η δυνατότητα ανάπτυξης φωτοβολταϊκών από μη-καθετοποιημένους συμμετέχοντες   

Ήδη από το 2022 με την αύξηση του κόστους κατασκευής ενός τυπικού φωτοβολταϊκού πάρκου κατά τουλάχιστον 20% αλλά και την εκτόξευση των επιτοκίων δανεισμού μέσα σε λίγους μήνες πάνω από δύο ποσοστιαίες μονάδες ένεκα της αλματώδους αύξησης του Euribor, έχουν διαφανεί τα πρώτα προβλήματα με τα οποία θα κάνει «ποδαρικό» η νέα χρονιά για τον κλάδο.  Το ζήτημα μάλιστα του υψηλού πληθωρισμού, που φαίνεται πως θα διαρκέσει στην ευρωζώνη και που δεν υπεισέρχεται δυστυχώς πουθενά ως παράμετρος αναπροσαρμογής των Τιμών Αναφοράς (ΤΑ) των έργων ΑΠΕ ούτε κατά κάποιο έστω μέρος, προσθέτει και μια διάσταση βάθους χρόνου στο πρόβλημα, αφού πέραν της αύξησης του κόστους εξυπηρέτησης δανεισμού διαβρώνει ταυτόχρονα μέσω του αυξανόμενου WACC και τα όποια καθαρά έσοδα απομένουν για τους επενδυτές σε όρους Καθαρής Παρούσας Αξίας.  Την ίδια στιγμή σε ολόκληρη την υπόλοιπη οικονομία, πέραν δηλαδή των ΑΠΕ, οι αυξήσεις που συντελούνται σε αγαθά και υπηρεσίες έχουν κυριολεκτικά πάρει φωτιά, χωρίς βεβαίως να απουσιάζει από τον χορό των αυξήσεων και το Κράτος, με τις ασφαλιστικές εισφορές για παράδειγμα προς τα ταμεία να αναμένεται να αναπροσαρμοστούν στο ύψος του πληθωρισμού για το νέο έτος.

Αν και για τα ανωτέρω ζητήματα επιχειρήθηκε από τον ΣΠΕΦ μέσω αναλυτικών και ποσοτικοποιημένων εισηγήσεων προς το Υπουργείο η υιοθέτηση των απαραίτητων αναπροσαρμογών, φαίνεται πως η κεκτημένη ταχύτητα του επενδυτικού ενδιαφέροντος -μέχρι σήμερα τουλάχιστον- καθησύχασε την Πολιτεία στην μη ανάληψη δράσης.  Όπως είναι προφανές τις μεγαλύτερες απώλειες από τη διαμορφούμενη αυτή κατάσταση θα υποστούν οι ανεξάρτητοι μη-καθετοποιημένοι παραγωγοί ΑΠΕ, αφού δεν διαθέτουν, από μόνοι τους τουλάχιστον, κάποιο τρόπο για να αποταθούν στην λιανική για πρόσθετα έσοδα και στην οποία παρεμπιπτόντως οι τιμές ρεύματος καλπάζουν οδηγούμενες από τη κούρσα των τιμών του φυσικού αερίου, οπότε και προσφέρονται περιθώρια.  

 

Μια κάποια διέξοδο στα νέα έργα των μη-καθετοποιημένων επενδυτών θα μπορούσε να προσφέρει η αγορά των διμερών συμβολαίων (PPAs) με Προμηθευτές.  Για να γίνει κάτι τέτοιο, ωστόσο, θα χρειαστεί προηγουμένως η αγορά να ανοίξει και εκτός ενδο-ομιλικής περιμέτρου και δεν φαίνεται να υπάρχει επί του παρόντος τουλάχιστον προσφορότερος τρόπος από την θέσπιση κατωφλίου στην ποσόστωση για τους μεγαλύτερους εκ των off-takers.  Προς την κατεύθυνση αυτή ο ΣΠΕΦ κατέθεσε πρόταση όπως κάθε Προμηθευτής με μερίδιο στην λιανική άνω του 1%, υποχρεούται σε όρους τροφοδοτούμενης ενέργειας από PPAs που διακρατά, το ήμισυ μεσοσταθμικά σε ετήσια βάση της ενέργειας τους να προέρχεται από συμβάσεις του με ανεξάρτητους παραγωγούς και που δεν θα σχετίζονται μετοχικά μαζί του.  Για το άνοιγα μάλιστα της εν λόγω αγοράς, η ηλεκτρονική πλατφόρμα της ΡΑΕ δεν νοείται να είναι τύπου «μικρών αγγελιών», αλλά θα χρειαστεί ενισχυμένη παραμετροποίηση και τυποποίηση των ζητούμενων και προσφερόμενων PPAs που θα προωθούνται εκεί, ούτως ώστε να αποφευχθούν κατά το δυνατόν φαινόμενα εικονικής πραγματικότητας προσφορών και εν τέλει χειραγώγησης της αγοράς με συμβόλαια που κατά τα άλλα δεν στέκουν οικονομικά, παρά μόνο εξυπηρετούν στρατηγικές επικράτησης στην αγορά.

Μεγάλες προκλήσεις, όχι όμως μόνο για το 2023 αλλά και παραπέρα χρονικά, αποτελούν η ανάπτυξη των δικτύων, ο αδιάβλητος διαμοιρασμός του ηλεκτρικού χώρου μέσα από ηλεκτρονικές εφαρμογές χωρίς δυσλειτουργίες και «σκιές» όπως συνέβη με τον ΔΕΔΔΗΕ για τα Φ/Β της Πελοποννήσου και βεβαίως η δρομολόγηση της αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας.  Ως προς την τελευταία, αποθήκευση εμπρός ή πίσω από τον μετρητή συνιστούν εντελώς διαφορετικά μοντέλα, που καθένα όχι μόνο επηρεάζει αλλά οδηγεί την αγορά των ΑΠΕ σε διαφορετική ανάπτυξη.  

Ξεκινώντας από την stand-alone αποθήκευση μπροστά από τον μετρητή με μπαταρίες, αποτελεί τρόπον τινά τη συνέχεια, αλλά πάντως σε μικρότερα μεγέθη ισχύος και χωρητικότητας, του μοντέλου της μεγάλης κεντρικοποιημένης των έργων αντλησιοταμίευσης.  Αν κρίνουμε από το οικονομικό μοντέλο, που επανειλημμένα στις δημόσιες διαβουλεύσεις για την αποθήκευση είχαμε υποστηρίξει και που τελικώς υιοθετήθηκε για το έργο αντλησιοταμίευσης της Αμφιλοχίας, η μονάδα αυτή θα κληθεί να λειτουργήσει προς όφελος συνολικά του συστήματος και του δικτύου, ενώ θα συλλέγει τις αμοιβές της με συνδυασμό εσόδων αγοράς αλλά και κρατικής ενίσχυσης στον απαραίτητο βαθμό και υπό σχήμα claw back ώστε να καθίσταται βιώσιμη. Με το μοντέλο αυτό, που μπορεί να επεκταθεί και στις stand-alone μονάδες με συσσωρευτές, μέσω της άμβλυνσης του ετεροχρονισμού παραγωγής-ζήτησης τοπικά στο σύστημα και το δίκτυο, θα μπορεί να δημιουργείται κάθε φορά ηλεκτρικός χώρος για πρόσθετα έργα ΑΠΕ οιουδήποτε μεγέθους, τεχνολογίας αλλά και φορέα.  

Στον αντίποδα, το μοντέλο της αποθήκευσης πίσω από τον μετρητή αφορά συνδυασμό μπαταρίας με έργο ΑΠΕ, οπότε προορίζεται να λειτουργήσει επ’ ωφελεία μεμονωμένων έργων, η κλίμακα και τα δεδομένα των οποίων βεβαίως θα πρέπει να μπορούν να δικαιολογήσουν το πρόσθετο κόστος της.  Σήμερα πάντως δεν υπάρχει ακόμη μοντέλο ρυθμιζόμενης αποζημίωσης του κόστους της αποθήκευσης πίσω από τον μετρητή, ενώ δεν αποκλείεται -αν τέτοιο δεν υπάρξει- να περιοριστεί η ανάπτυξη της μαζί και των ΑΠΕ από εδώ και στο εξής, μόνο σε πολύ μεγάλα σχήματα καθετοποιημένων συμμετεχόντων που δύνανται να αντλούν αυξημένα έσοδα από την ιδιαιτέρως, παρεμπιπτόντως, ακριβή λιανική που προσφέρει περιθώρια.  Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, το ποιο μοντέλο θα προωθηθεί από την Πολιτεία στην αποθήκευση, θα καθορίσει και τον χάρτη των συμμετεχόντων όχι μόνο σε αυτήν αλλά και στις νέες ΑΠΕ.      

Τέλος και για να μην «πλήττουμε», τη νέα χρονιά θα επανακάμψουν όπως φαίνεται κάποια  ελλείμματα στον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ) σε συνέχεια της αφαίμαξης του για την επιδότηση των λογαριασμών ρεύματος μέσω του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης (ΤΕΜ).  Εν προκειμένω ο ΕΛΑΠΕ έχει εκταμιεύσει απευθείας ποσό 1.1 δισεκ. ευρώ προς το ΤΕΜ το πρώτο 9μηνο του 2022, ενώ επιπλέον από τον Ιούλιο του 2022 που τέθηκε σε εφαρμογή ο αποκαλούμενος Ελληνικός Μηχανισμός, μέσω του πλαφόν των 85 ευρώ/MWh που επιβλήθηκε στα έσοδα του από την χονδρεμπορική αγορά, σταθερά συνεχίζει να το επιδοτεί για όλες τις εγχεόμενες ανανεώσιμες MWh με την διαφορά του πλαφόν από την χονδρική τιμή των ~300 ή 400 και πλέον ευρώ/MWh.  Πρόκειται χονδρικά για ποσά της τάξης των 300-500 εκατ. ευρώ μεσοσταθμικά μηνιαίως. Μάλιστα, ενώ για τις υπόλοιπες τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής (φυσικό αέριο, λιγνίτης, μεγάλα υδροηλεκτρικά) το πλαφόν επαναϋπολογίζεται ανά μήνα αναλόγως των οικονομικών δεδομένων, για τον ΕΛΑΠΕ περιέργως δεν συμβαίνει το ίδιο. Παραδόξως και επιπλέον, ο ΕΛΑΠΕ από τον Ιούνιο του 2022 διαχωρίστηκε εσωτερικά σε υπολογαριασμούς παλαιών και νέων (με σύνδεση μετά τη 1/1/21) έργων, με τα πλεονάσματα του δεύτερου που τα έργα του είναι φθηνότερα του πλαφόν να μην επιτρέπεται να μεταγγιστούν στον υπολογαριασμό των παλαιών.  Υπό το φως τέτοιων «ρυθμίσεων» που δεν επιτρέπουν μέσω των νέων έργων οι ΑΠΕ να φθηνύνουν συνολικά κι’ άλλο στον καταναλωτή, δεν είναι πράγματι εύκολο να αντικρούσει κάποιος τους συνωμοσιολόγους του χώρου…

Επειδή ωστόσο ο νυν Υπουργός Ενέργειας είναι όχι μόνο ειλικρινά προσανατολισμένος στην πράσινη μετάβαση αλλά και στην ανόρθωση της επενδυτικής αξιοπιστίας του χώρου, εκτιμούμε πως δεν θα βιώσουμε εκ νέου την επώδυνη περίοδο του 2019-2020.  Τον Αύγουστο του 2019 αφαιρέθηκαν πόροι 200 εκατ. ευρώ ετησίως και μάλιστα αναδρομικά από τον ΕΛΑΠΕ για την αντιστάθμιση των αυξήσεων των τιμολογίων της ΔΕΗ, που όχι μόνο δεν επεστράφησαν ποτέ, αλλά οι ανανεώσιμες υπέστησαν το 2020 έκτακτη εισφορά 6% επί του τζίρου τους προς αναπλήρωση τους.  Για την ιστορία ας αναφέρουμε πως την ίδια στιγμή που επιβαλλόταν τον Νοέμβριο του 2020 η έκτακτη εισφορά ώστε να συγκεντρωθούν 110 εκατ. ευρώ από τις εν λειτουργία ΑΠΕ, μέσω της νεόκοπης αγοράς εξισορρόπησης του Target Model αναλώνονταν πόροι 140 εκατ. ευρώ σε μόλις 1.5 μήνα υπέρ 4-5 ηλεκτροπαραγωγών από φυσικό αέριο που ήταν πάροχοι τέτοιων «υπηρεσιών», δηλαδή για να εγχύσουν 3 GWh λιγότερη ενέργεια από αυτήν που είχαν ήδη προπληρωθεί στην Προημερήσια αγορά!. 

 

Κλείνοντας και επειδή το 2023 είναι διπλά εκλογικό έτος οπότε οι αλλαγές προσώπων αποτελούν το βασικό σενάριο, ο Υπουργός πριν τη λήξη της θητείας του οφείλει να θωρακίσει εγγενώς τον ΕΛΑΠΕ μέσω καταρχήν της μηνιαίας αναπροσαρμογής του πλαφόν στο απαραίτητο επίπεδο, όπως δηλαδή συμβαίνει και στις υπόλοιπες τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής μηνιαίως και κατόπιν και εφόσον απαιτείται να εισρέουν έξτρα πόροι από το πράσινο τέλος στο diesel κίνησης ή τα δικαιώματα ρύπων.  Άλλωστε οι ΑΠΕ το δικαιούνται όχι μόνο γιατί θα παραμείνουν και πάλι φθηνότερες των συμβατικών πηγών, αλλά και επειδή παρά την όποια αναπροσαρμογή του πλαφόν θα συνεχίσει αυτό να είναι πολύ χαμηλότερο της χονδρεμπορικής τιμής, άρα οι ανανεώσιμες να επιδοτούν και πάλι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους καταναλωτές.  

* Ο Δρ. Στέλιος Λουμάκης είναι πρόεδρος του ΣΠΕΦ

Το άρθρο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα του energypress για τις προκλήσεις, τους φόβους και τις προσδοκίες στον ενεργειακό τομέα το 2023

1