Σδούκου – Φάμελλος – Δούκας: Το debate για την ενέργεια και την πράσινη μετάβαση
Με την ενεργειακή κρίση να έχει σημαδέψει την οικονομική πορεία της χώρας αλλά και να χει βάλει φωτιές στους προϋπολογισμούς νοικοκυριών κι επιχειρήσεων η χώρα οδηγείται σε 12 ημέρες στις εθνικές εκλογές.
Ο ΟΤ κάλεσε σε debate για τα θέματα της ενέργειας και την πράσινη μετάβαση τη γενική γραμματέα Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Αλεξάνδρα Σδούκου, του τομεάρχη Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτή Β’ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κ. Σωκράτη Φάμελλο και τον γραμματέα του τομέα Ενέργειας του ΠΑΣΟΚ, αναπληρωτή καθηγητή ΕΜΠ κ. Χάρη Δούκα.
Οι εκπρόσωποι των τριών στελεχών των κομμάτων κλήθηκαν να απαντήσουν σε έξι ερωτήσεις του ΟΤ και με τον τρόπο αυτό να ανοίξουν τα χαρτιά τους απέναντι στο φλέγον θέμα των τιμών της ενέργειας, του ρόλου της ΔΕΗ, των πολιτικών για τις έρευνες των κοιτασμάτων φυσικού αερίου, της πράσινης μετάβασης, των προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας αλλά και της απολιγνιτοποίησης.
Ακολουθεί ολόκληρο το debate Σδούκου – Φάμελλου – Δούκα
ΔΕΗ και Helleniq Energy
ΕΡ.: Η ανάκτηση του δημοσίου ελέγχου του 51% της ΔΕΗ και της Helleniq Energy μπορούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και των τιμών;
ΣΔΟΥΚΟΥ: Ξεκινώ με μια γενική παρατήρηση: Δυστυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μαθαίνει από τα λάθη του. Και, με τόσα λάθη, θα είχε πάρα πολλά να μάθει.
Τον Ιούλιο του 2019 παραλάβαμε μια ΔΕΗ που διοικούσε πρώην συνδικαλιστής και που οι ορκωτοί ελεγκτές της διέβλεπαν άμεσο κίνδυνο διακοπής της λειτουργίας της. Με τις επιλογές του τότε ΥΠΕΝ Κωστή Χατζηδάκη και τη διοίκηση του Γιώργου Στάσση, η ΔΕΗ σήμερα έχει τετραπλασιάσει την αξία της (άρα αξίζει σήμερα περίπου τρεις φορές περισσότερο το μερίδιο 34% που κατέχει σήμερα το Δημόσιο απ’ότι άξιζε το 51% που κατείχε το 2019). Παράλληλα, η ΔΕΗ, καλύπτει το χαμένο έδαφος ετών στην ανάπτυξη των ΑΠΕ, πρωταγωνιστεί στα Βαλκάνια και, το κυριότερο, είχε την οικονομική δύναμη να στηρίξει στήριξε τους καταναλωτές στη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης με εκπτώσεις. Αυτά είναι απτά, μετρήσιμα αποτελέσματα τετραετίας για τη μεγαλύτερη Επιχείρηση της χώρας και έναν βασικό στυλοβάτη της κοινωνίας, της οικονομίας και της ανάπτυξης. Θα πρότεινα λοιπόν, εφόσον δεν μπορεί να διδαχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ από την καταστροφική πολιτική που ακολούθησε για τη ΔΕΗ στο παρελθόν, τουλάχιστον να απέχει από ανακοινώσεις που δυναμιτίζουν την πορεία της και υποθηκεύουν το μέλλον της. Να σεβαστεί τηνιστορία της, τους εργαζόμενούς της, τους πελάτες της αλλά και, κυρίως, τον μεγαλύτερο μέτοχό της, τον Ελληνικό Λαό.
Χρειάζεται δε και μια διευκρίνιση – δημόσιος έλεγχος υπάρχει και τώρα τόσο στη ΔΕΗ όσο και στην Helleniq Energy, μέσα από τα ισχυρά ποσοστά του Δημοσίου και στις δύο εταιρείες αλλά και τη διοικητική δομή τους. Δεν μιλάμε λοιπόν για «έλεγχο» αλλά για «ιδιοκτησία», επί της ουσίας λοιπόν για «κρατικοποίηση». Ως προς την σκοπιμότητα, το εάν δηλαδή θα συνέβαλε η «κρατικοποίηση» της ΔΕΗ στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, τα πράγματα είναι απλά. Όπως δεν υπάρχουν «λεφτόδεντρα», κάτι που μάθαμε όλοι μας το 2015, δεν υπάρχουν και «ρευματόδεντρα». Ο ηλεκτροπαραγωγικός τομέας της ΔΕΗ, είτε είναι κρατική ή ιδιωτική ή οτιδήποτε ενδιάμεσο οραματίζονται, έχει συγκεκριμένα κόστη παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, τα κυριότερα εκ των οποίων εξαρτώνται από διεθνή ενεργειακά «προϊόντα»: το φυσικό αέριο και την τιμή των Δικαιωμάτων Εκπομπών Αερίων Θερμοκηπίου που προσδιορίζονται από τις διεθνείς Αγορές. Παράλληλα, ο τομέας προμήθειας της ΔΕΗ αγοράζει στην ίδια χονδρεμπορική αγορά που αγοράζουν και όλοι οι άλλοι Προμηθευτές, σε τιμές που προσδιορίζονται κυρίως από τη διακύμανση αυτού του κόστους παραγωγής. Αυτό είναι το μοντέλο-στόχος που εφαρμόζεται σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση για τις αγορές ηλεκτρισμού, το μοντέλο που ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε με την ίδρυση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας. Με αυτούς τους κανόνες δραστηριοποιούνται όλες οι εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας, παραγωγοί, προμηθευτές και καθετοποιημένοι, σε όλη την Ευρώπη, χωρίς να διαφοροποιούνται ανάλογα με το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Συνεπώς, καμία ωφέλεια δεν θα είχαμε αφού και πάλι τα βασικά κόστη του ηλεκτρισμού θα είναι άμεσα συνδεδεμένα με τις τιμές φυσικού αερίου και Δικαιωμάτων Εκπομπών Αερίων Θερμοκηπίου.
Αντίστοιχα για την Helleniq Energy, μέχρι πρότινος ΕΛΠΕ, παρατηρήσαμε αύξηση των διεθνών τιμών πετρελαίου, αύξηση σε όλο το μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας (θαλάσσια μεταφορά κλπ). Τα κρατικοποιημένα ΕΛΠΕ θα αγόραζαν αργό φθηνότερα ή θα ναύλωναν τάνκερ φθηνότερα, ώστε να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της κρίσης ρίχνοντας της τιμές;
Η κρατικοποίηση δεν είναι λύση. Αλλά ακόμη κι εάν υποθέσουμε ότι υλοποιείται για τη ΔΕΗ η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ, η οποία στερείται κάθε λογικής. Με ποια κεφάλαια θα γίνει αυτό; Διαβάζουμε στον τύπο ότι θα επιχειρηθεί μέσω της εταιρείας συμμετοχών του ΑΔΜΗΕ. Νομίζω όλοι αντιλαμβανόμαστε τις επιπτώσεις που θα είχε η συγκεκριμένη κίνηση στο Διαχειριστή του Συστήματος Ηλεκτρικής Ενέργειας που είτε θα έκανε δραστικές περικοπές στις επενδύσεις και το πρόγραμμα ανάπτυξής του είτε θα βούλιαζε στα δάνεια διακινδυνεύοντας την πράσινη μετάβαση της χώρας. Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ότι η κρατικοποίηση δεν συνιστά λύση Κάτι που αποδεικνύεται και από την ευρωπαϊκή πρακτική κατά τη διάρκεια της κρίσης – που συχνά αλλά ψευδεπίγραφα μας υπενθυμίζουν τον τελευταίο καιρό. Ναι, η Γαλλία κρατικοποίησε το εναπομείναν 14% της EDF που ήταν υπό ιδιωτικό έλεγχο. Ναι, η Γερμανία πήρε στον έλεγχό της την UNIPER. Και στις δύο όμως αυτές περιπτώσεις κρατικοποιήθηκαν οι ζημιές των εταιρειών αυτών – πλήρωσε δηλαδή ο φορολογούμενος τις άστοχες επιχειρηματικές επιλογές δύο ενεργειακών κολοσσών που «γονάτισαν» με αφορμή την κρίση. Στην Ελλάδα όμως έχουμε το ακριβώς αντίθετο παράδειγμα: τα ΕΛΠΕ και η ΔΕΗ, με αποφασιστική παρότι μειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου, είναι εταιρείες υγιείς και επιστρέφουν αξία στον φορολογούμενο – τόσο μέσω της αξίας της συμμετοχής του Δημοσίου όσο και μέσω των μέτρων φορολόγησης των αυξημένων εσόδων που η Νέα Δημοκρατία υιοθέτησε και, στη συνέχεια, διαμοίρασε δίκαια για να απορροφήσει τις συνέπειες της διεθνούς ακρίβειας σε ηλεκτρικό ρεύμα και καταναλωτικά αγαθά.
Ενώ λοιπόν δεν εξυπηρετεί καμία σκοπιμότητα από την «κρατικοποίηση», το κόστος αυτής για δύο ισχυρές και υγιείς επιχειρήσεις θα ήταν τεράστιο (υπολογίζεται κοντά στο 1 δις) και χωρίς, όπως προεκτέθηκε, κάποιο απτό αποτέλεσμα – θα ήταν κυριολεκτικά πολλά, πεταμένα λεφτά. Παράλληλα όμως θα έστελνε και ένα ηχηρό μήνυμα σε επενδυτές, μεγάλους και μικρούς, Έλληνες και ξένους, ότι αφήνουμε πίσω την επενδυτική κανονικότητα στην οποία βάλαμε την Ελλάδα από το 2019 και ξαναγυρνάμε στην αναξιοπιστία και παλινωδία της περιόδου 2015 – 2018. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει ανεκτό.
ΦΑΜΕΛΛΟΣ: Η πολιτεία μπορεί και πρέπει να επαναφέρει το κριτήριο του κοινωνικού και αναπτυξιακού συμφέροντος και στη λειτουργία της ΔΕΗ και της Helleniq Energy και όχι της κερδοσκοπίας που έχει κυριαρχήσει με τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η επαναφορά του Δ, δηλαδή του δημοσίου ελέγχου και χαρακτήρα στη ΔΕΗ, σημαίνει και επαναφορά του διαχρονικού κοινωνικού και αναπτυξιακού ρόλου της επιχείρησης. Θυμίζουμε ότι η δημόσια ΔΕΗ ήταν αυτή που ανέλαβε την επέκταση του δικτύου ηλεκτρισμού πριν από εβδομήντα (70) χρόνια, επειδή δεν ήταν ελκυστικό έργο για τους ιδιώτες, αλλά ήταν και αυτή που μέσα σε συνθήκες χρεωκοπίας και μνημονίου και μέχρι την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τη ΝΔ το 2019 είχε διατηρήσει σε χαμηλά επίπεδα τις τιμές ρεύματος.
Η αλλαγή της στρατηγικής με τη μετατροπή της ΔΕΗ σε μία αμιγώς κερδοσκοπική επιχείρηση αποτελεί πολιτική απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ξεκίνησε με την αύξηση τιμολογίων της ΔΕΗ το Σεπτέμβριο του 2019, συνεχίστηκε με την εφαρμογή της ληστρικής ρήτρας αναπροσαρμογής 8 μήνες πριν την ενεργειακή κρίση εξαιτίας της Ουκρανίας και «ολοκληρώθηκε» με την απώλεια της πλειοψηφίας του δημοσίου στη ΔΕΗ. Πολιτική απόφαση της ΝΔ επίσης ήταν να μετατρέψει τη ΔΕΗ σε φυτώριο γαλάζιων παιδιών, με χρυσές αμοιβές και μπόνους στην πλάτη των καταναλωτών. Και όλα αυτά μέσα σε κρίση ακρίβειας και ενέργειας και ενώ έχει τη δυνατότητα, λόγω της δεσπόζουσας θέσης της στην αγορά, να κρατάει χαμηλά τις τιμές, αντί να συμμετέχει σε φαινόμενα χειραγώγησης τιμών στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Αντίστοιχα, η παραχώρηση του δικαιώματος του δημοσίου να ορίζει την πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου της Helleniq Energy ήταν ένα «δώρο» της κυβέρνησης Μητσοτάκη στον ιδιώτη μέτοχο. Αποτελούσε μία αξίωση που προέβαλε ο ιδιώτης μέτοχος και επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, την περίοδο 2015-2019, το οποίο φυσικά ποτέ δεν έγινε δεκτό. Τα αποτελέσματα του κυβερνητικού «δώρου» τα είδαμε πρόσφατα με τα προκλητικά δισεκατομμύρια ευρώ υπερκέρδη για το έτος 2022. Η απώλεια του δημόσιου ελέγχου οδήγησε μόνο για το 2022 σε κέρδη προ φόρων 14 φορές πάνω από το μέσο όρο της περιόδου 2018-2021 και σε περιθώριο διύλισης κατά 242% υψηλότερο από το μέσο όρο 2018-2021. Στρατηγική Μητσοτάκη ήταν άδεια ρεζερβουάρ για τους καταναλωτές και γεμάτα ταμεία για την Helleniq Energy. Για αυτό και προέχει να επανέλθει ο δημόσιος έλεγχος ώστε η ΗΕ να λειτουργεί προς όφελος της ανάπτυξης και των καταναλωτών της χώρας μας.
ΔΟΥΚΑΣ: Όχι. Η επαναφορά των πολιτικών δημοσίου συμφέροντος από την ΔΕΗ δεν απαιτεί επανεθνικοποίησή της. Απαιτεί αλλαγή της στρατηγικής της, που είναι απολύτως εφικτή με την παρούσα μετοχική σύνθεση. Το Δημόσιο κατέχει στην ΔΕΗ αυτή τη στιγμή το 34% των μετοχών της. Δεν είναι όμως απλώς μία καταστατική μειοψηφία, με δικαίωμα βέτο σε κρίσιμες αποφάσεις. Το Δημόσιο, με δεδομένο ότι το υπόλοιπο ποσοστό ανήκει σε πολλούς και διαφορετικούς μετόχους, που αθροίζουν ο καθένας πολύ μικρότερα ποσοστά, μπορεί να ασκεί διοίκηση και να έχει τη συνολική ευθύνη των αποφάσεων. Διορίζει τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο, την πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου και διαμορφώνει τη συνολική στρατηγική του Ομίλου. Συνεπώς, η επαναφορά των πολιτικών δημοσίου συμφέροντος από την ΔΕΗ (αντί για το ακριβότερο ρεύμα και τα περισσότερα υπερκέρδη σύμφωνα με την ΡΑΕ) δεν απαιτεί αύξηση των μετοχών του Δημοσίου σε ποσοστό 51% έναντι του 34% που είναι σήμερα. Απαιτεί αλλαγή στρατηγικής από την διορισμένη από την Κυβέρνηση ηγεσία της.
Όσον αφορά στην Helleniq Energy, υπήρχαν από την άνοιξη του 2021, και την αείμνηστη Γεννηματά, παρεμβάσεις να μην παραδοθεί η επιχείρηση στον πλήρη έλεγχο του ιδιώτη μετόχου και μάλιστα χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Λέγαμε τότε πως η Κυβέρνηση της ΝΔ χρησιμοποίησε το ΤΑΙΠΕΔ ως δούρειο ίππο, για την παράδοση της δημόσιας περιουσίας στα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα. Σήμερα, με τις νέες συνθήκες, αυτό που πρέπει να γίνει είναι να αντιστραφεί η μεγάλη παραίτηση του Δημοσίου. Το ΤΑΙΠΕΔ κατέχει το 35,5% των μετοχών των ΕΛΠΕ, χωρίς να ασκεί πολιτική. Να προχωρήσει άμεσα η επαναμεταβίβαση του 35,5% από το ΤΑΙΠΕΔ στο Ελληνικό Δημόσιο. Και το Δημόσιο να ασκήσει, όπως οφείλει, τον ρόλο που του αναλογεί, του 2ου δηλαδή πιο ισχυρού μετόχου, για την διασφάλιση εφαρμογής πολιτικών δημοσίου συμφέροντος.
Υδρογονάνθρακες
ΕΡ.: Οι έρευνες για την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στις υφιστάμενες παραχωρήσεις της χώρας μας θα πρέπει να συνεχιστούν και τελικά το φυσικό αέριο παίζει ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση;
ΣΔΟΥΚΟΥ: Ρωτάτε τον εντελώς λάθος άνθρωπο γι’αυτό! Όπως ίσως γνωρίζουν κάποιοι αναγνώστες σας, ο Νόμος των Υδρογονανθράκων ήταν προσωπικό μου πρότζεκτ όταν ήμουν Διευθύντρια του Γραφείου του τότε Υπουργού Ενέργειας, Γιάννη Μανιάτη. Από τότε πίστευα ότι η Ελλάδα πρέπει να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια εκμετάλλευσης των εγχώριων υδρογονανθράκων και, υπό την καθοδήγηση του Υπουργού, δουλέψαμε για να δημιουργήσουμε το θεσμικό πλαίσιο που θα το επιτρέψει.
Η συνέχεια βέβαια είναι γνωστή. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος, άλλαξε το διεθνές τοπίο αλλά και δόθηκαν εντελώς συγκεχυμένα και αλλοπρόσαλλα μηνύματα από την προηγούμενη Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προς τη διεθνή πετρελαϊκή αγορά. Για παράδειγμα, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ως Κυβέρνηση υπέγραψε τον Ιούνιο 2019 τις Συμβάσεις Έρευνας & Εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων με τις διεθνείς πετρελαϊκές – και μάλιστα σε μια «φιέστα» με διεθνείς παρουσίες, όταν ήρθαν οι ίδιες ακριβώς συμβάσεις τον Οκτώβριο 2019 -με Κυβέρνηση ΝΔ- στη Βουλή για ψήφιση, οι Βουλευτές του δεν ψήφισαν τις Συμβάσεις που οι ίδιοι ως Κυβέρνηση είχαν υπογράψει!
Σε κάθε περίπτωση όμως, και πέρα από λάθη και παλινωδίες του παρελθόντος, το ζήτημα των υδρογονανθράκων μας αναδεικνύεται και πάλι σε ζήτημα πρώτης γραμμής μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Ευρώπη αποφάσισε να απεξαρτηθεί από τους υδρογονάνθρακες της Ρωσίας, αντιλαμβανόμενη επιτέλους ότι η «μονοκαλλιέργεια» στην προμήθεια ορυκτών καυσίμων είναι συνταγή για αποτυχία. Ο ρόλος όμως του φυσικού αερίου ως «καυσίμου – γέφυρας» ως το net-zero το 2050 παραμένει αναλλοίωτος καθώς, πολύ απλά, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση τροφοδοσίας της Ευρώπης αυτά τα χρόνια – οτιδήποτε άλλο είναι ευχολόγιο και όχι ουσιαστική ενεργειακή πολιτική που διασφαλίζει ταυτόχρονα και την μετάβαση αλλά και την ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια. Και ας μην ξεχνάμε ότι το ευρωπαϊκό net zero είναι η πιο φιλόδοξη τροχιά που έχει χαραχτεί – άλλες χώρες και ήπειροι έχουν τοποθετήσει τα δικά τους σχέδια για εκμηδενισμό των εκπομπών ακόμα πιο πίσω χρονικά. Οπότε το χρονικό «παράθυρο ευκαιρίας» για εκμετάλλευση των εγχωρίων κοιτασμάτων αερίου στενεύει μεν, είναι όμως υπαρκτό σήμερα και, λόγω της διακοπής της τροφοδοσίας από τη Ρωσία, πιο επιτακτικό από ποτέ.
Πέραν αυτού όμως, το ζήτημα της εκμετάλλευσης των εγχώριων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων υπηρετεί και τη συνολική ενεργειακή πολιτική της Κυβέρνησης την τελευταία τετραετία για να καταστεί η Ελλάδα διεθνές ενεργειακό «hub». Την πολιτική αυτή εφαρμόζουμε με μια σειρά από στρατηγικές: διεθνείς διασυνδέσεις αερίου και ηλεκτρισμού, ενεργειακή διπλωματία αλλά και συμβολή στην ασφάλεια εφοδιασμού της ΝΑ Ευρώπης και της ΕΕ γενικότερα – και εδώ εντάσσονται τόσο οι υδρογονάνθρακες όσο και η εισαγωγή πράσινης ενέργειας από φωτοβολταϊκά από την Αφρική και η προώθησή της στην Κεντρική Ευρώπη.
Επομένως, από εμένα ένα κατηγορηματικό «ναι» στην προοπτική εκμετάλλευσης των εγχώριων κοιτασμάτων που όχι μόνο δεν υποβαθμίζουν την πράσινη μετάβαση αλλά, αντίθετα, την διευκολύνουν και την υπηρετούν. Και αυτό το λέω ως Γενική Γραμματέας της Κυβέρνησης που έκανε όσα καμία άλλη για την πράσινη μετάβαση, που κατάφερε να συνδέσει μέσα σε έναν μόνο χρόνο, το 2022, 60% περισσότερα ΑΠΕ από όσα είχε καταφέρει να συνδέσει η προηγούμενη Κυβέρνηση Σύριζα ολόκληρη την τετραετία 2015 – 2018 (1.6GW φέτος έναντι 965GW το 2015 – 2018)!
ΦΑΜΕΛΛΟΣ: Η κρίση εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία έθεσε σε αμφισβήτηση το ρόλο του φυσικού αερίου ως καύσιμο-γέφυρα στη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα. Το Repower EU εκφράζει επίσης τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα κράτη-μέλη να μειώσουν την ενεργειακή τους εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και να στραφούν με ακόμη πιο ταχείς ρυθμούς στις ΑΠΕ.
Άρα, είναι σαφές ότι το φυσικό αέριο και τα ορυκτά καύσιμα δεν μπορεί να αποτελούν μέρος της λύσης για το μέλλον. Στο ίδιο συμπέρασμα συντείνουν και τα ευρήματα της επιστημονικής κοινότητας για την κλιματική κρίση. Η πρόσφατη, 6η Έκθεση Αξιολόγησης της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC) επισημαίνει ότι μπορεί να υπάρξει ελπίδα για την κλιματική κρίση μόνο εάν οι κυβερνήσεις δράσουν εδώ και τώρα.
Για το ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ η συζήτηση για τους υδρογονάνθρακες και για το φυσικό αέριο αφορά το παρελθόν και όχι το μέλλον. Η ανάγκη επιτάχυνσης της στρατηγικής κλιματικής ουδετερότητας αποτελεί θέμα επιβίωσης της κοινωνίας και της οικονομίας.
Για το λόγο αυτό, στο πρόγραμμά μας, ξεκαθαρίζουμε ότι δεν θα προχωρήσουμε σε νέες άδειες έρευνας υδρογονανθράκων, ούτε σε ανανέωση αδειών έρευνας πέραν του χρονοδιαγράμματός τους. Χρειάζεται τέλος πολύ αυστηρός έλεγχος ότι τηρούνται τα πρωτόκολλα και οι προδιαγραφές για την προστασία του περιβάλλοντος στις περιοχές που είναι σε εξέλιξη έρευνα ή και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων.
ΔΟΥΚΑΣ: Όσες πλατφόρμες αερίου και πετρελαίου υπάρχουν στην Ευρώπη θα συνεχίσουν να λειτουργούν για ένα διάστημα. Επίσης, οι έρευνες που έχουν ξεκινήσει και στην Ελλάδα θα ολοκληρωθούν οδηγώντας ή όχι σε κάποιες νέες εξορύξεις.
Όχι όμως σε νέες, εκτεταμένες έρευνες για υδρογονάνθρακες. Δε μπορεί η Ελλάδα να δαπανήσει σήμερα πολιτικό κεφάλαιο και σημαντικούς πόρους για ενδεχομένους νέους γύρους παραχωρήσεων για υδρογονάνθρακες, όταν στις μεγάλες, ανεπτυγμένες οικονομίες ανταγωνιστικές σε παγκόσμιο επίπεδο, η έμφαση είναι αλλού.
Η έμφαση εντοπίζεται στην πολλαπλή στήριξη των εγχώριων εταιριών για να γίνουν πρωτοπόρες στις τεχνολογίες, στα υλικά και στις υπηρεσίες που απαιτεί ο πράσινος μετασχηματισμός της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτός είναι ο στόχος της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Το ίδιο κάνει η Κίνα, παρόμοιο πρόγραμμα έχει ανακοινώσει η Κορέα και πρόσφατα η Ευρώπη με ένα νέο «made in Europe».
Η Ελλάδα πρέπει τώρα να ξεκινήσει μια οργανωμένη συζήτηση για το ποια θα είναι η πράσινη απάντησή της. Ώστε να μπορέσει να σχεδιάσει το δικό της “made in Greece” πρόγραμμα,
αξιοποιώντας τους ανθρώπινους, πολιτικούς και οικονομικούς πόρους, για να βοηθήσει στην ανάπτυξη εγχώριας βιομηχανίας που θα βρεθεί στην πρωτοπορία της πράσινης μετάβασης, αντί να επιδοτεί την επιβίωσή της.
Τιμές ενέργειας
ΕΡ.: Ο ορισμός πλαφόν στα περιθώρια κέρδους των ενεργειακών εταιρειών ρίχνει τις τιμές ή οδηγεί σε κλείσιμο και συγκέντρωση των αγορών;
ΣΔΟΥΚΟΥ: Το πλαφόν στο περιθώριο κέρδους εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην ελεύθερη αγορά αποτελεί, τον 21ο αιώνα, επικίνδυνη και παρωχημένη ιδεοληψία. Ο λόγος είναι απλός: ο εκσυγχρονισμός και μετασχηματισμός του ενεργειακού κλάδου που συντελείται σήμερα απαιτεί τεράστιες, κολοσσιαίες επενδύσεις. Ο μόνος τρόπος να τις προσελκύσεις είναι να επιτρέψεις στην ιδιωτική πρωτοβουλία να κατευθύνει κονδύλια προς τις επενδύσεις αυτές με την προσδοκία του κέρδους – ποιος επενδύει για να χάσει; Με το να «ενοχοποιείς» το κέρδος δεν έχεις τις επενδύσεις που χρειάζεσαι, δηλαδή δεν έχεις νέες δουλειές, δεν έχεις ΑΠΕ να αντικαθιστούν τις μονάδες που καίνε ορυκτά καύσιμα, δεν έχεις νέες τεχνολογίες, δεν έχεις έξυπνα και αποτελεσματικά δίκτυα.
Αυτό που χρειάζεται είναι έλεγχος, παρακολούθηση και αντίδραση όταν η αγορά παράγει μη αποδεκτά αποτελέσματα. Όπως ακριβώς δηλαδή έπραξε η Κυβέρνηση Μητσοτάκη όταν αντιλήφθηκε ότι, λόγω των διεθνών διακυμάνσεων στις τιμές των ενεργειακών προϊόντων και την επίδρασή τους στην, κατά γενική ομολογία μειωμένης ρευστότητας, ελληνική ενεργειακή αγορά, υπήρξαν υπερβολικά έσοδα σε ενεργειακές εταιρείες ηλεκτρισμού και πετρελαιοειδών. Μάλιστα δε, ο μηχανισμός επιστροφής των ουρανοκατέβατων κερδών από τους ηλεκτροπαραγωγούς, που θεσπίστηκε στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας το καλοκαίρι 2022, λειτούργησε ως ένα έμμεσο πλαφόν στα κέρδη τους χωρίς να επηρεάζει την επενδυτική θέση τους, αφαιρώντας στην «πηγή» τα υπερέσοδα που δημιουργήθηκαν λόγω της εισαγόμενης ενεργειακής κρίσης. Εκτός αυτών, σημειώνω ότι η Κυβέρνηση επέβαλε και έκτακτη φορολόγηση στα υπερβολικά αυτά έσοδα, επέστρεψε αυτή την υπεραξία απευθείας στους πληττόμενους από την ενεργειακή κρίση και την κρίση ακρίβειας, εφαρμόζοντας έτσι την ουσία της κοινωνικής πολιτικής στην πράξη.
ΦΑΜΕΛΛΟΣ: H ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι ρηχή και περιλαμβάνει μικρό αριθμό ηλεκτροπαραγωγών, με αποτέλεσμα την εμφάνιση φαινομένων καρτέλ όταν δεν υπάρχει επαρκής έλεγχος, εποπτεία και όταν η ΔΕΗ, ο μεγαλύτερος «παίκτης» επιλέγει να συμμετέχει σε αυτό. Αυτό εξάλλου έχουν καταγγείλει φορείς της αγοράς, όπως η ΕΒΙΚΕΝ, και έχουν περαιτέρω επισημάνει φαινόμενα χειραγώγησης των αγορών του target model, ήδη από το 2021, πολύ πριν από την απαρχή της ενεργειακής κρίσης.
Αυτό το διάστημα, οι εταιρείες ρεύματος έχουν σωρεύσει υπερκέρδη: της τάξης των 2,2 δισ. ευρώ στην ηλεκτροπαραγωγή, από τον Ιούλιο του 2021 έως τον Ιούνιο του 2022, και πάνω από 1 δισ. ευρώ στην προμήθεια ρεύματος από τον Αύγουστο του 2022. Από αυτά έχουν επιστρέψει στο δημόσιο ως έκτακτος φόρος μόλις 340 εκατ. ευρώ.
Το κυκλικό μοντέλο επιδοτήσεων που επέλεξε η κυβέρνηση συντηρεί σε υψηλά επίπεδα τις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά και επιδοτεί την ακρίβεια με λεφτά των καταναλωτών και των φορολογούμενων. Την επιβάρυνση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας αποδεικνύουν και τα πρόσφατα στοιχεία της Εurostat για τις οικιακές και μη οικιακές καταναλώσεις, όπου η Ελλάδα για το β’ εξάμηνο του 2022 έχει το υψηλότερο κόστος ρεύματος στην Ευρώπη.
Είναι σαφές ότι για να σπάσουμε αυτό το φαύλο κύκλο επιδοτήσεων που συντηρεί την ακρίβεια και τελικά τις υψηλότατες τιμές σε όλη την αγορά χρειαζόμαστε πλαφόν στο κέρδος των ενεργειακών εταιρειών. Είναι τουλάχιστον οξύμωρο λίγες εταιρείες να έχουν απανωτά ρεκόρ κερδοφορίας και να διατηρούν υπερκέρδη στα ταμεία τους όταν, η επιβίωση της η ελληνική κοινωνία και παραγωγής αμφισβητείται από τις υψηλές τιμές ρεύματος. Αυτή η κατάσταση πρέπει να τελειώσει.
ΔΟΥΚΑΣ: Όχι, δε ρίχνει τις τιμές. Βιώσιμος τρόπος για να έχουμε χαμηλές τιμές ενέργειας είναι να εποπτεύουμε αυστηρά την αγορά και να επιβάλλουμε σοβαρές κυρώσεις όταν απαιτείται, να ανοίξουμε τις ελληνικές αγορές ενέργειας στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό μέσω ισχυρών διασυνδέσεων και να μην επιτρέπουμε τη δημιουργία καρτέλ.
Άλλωστε, το περιθώριο κέρδους είναι λογιστικό μέγεθος που μπορεί να επηρεαστεί από πολλούς παράγοντες και να είναι χαμηλό ακόμα και σε χρονιές εξαιρετικής απόδοσης για μια εταιρεία.
Κοιτάξτε για παράδειγμα τα αποτελέσματα των δύο εμβληματικών ενεργειακών εταιρειών της Ελλάδας για το 2022. Αυτών που προτείνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ η επανεθνικοποίηση τους.
Να θεωρήσουμε ότι ένα λογικό περιθώριο κέρδους είναι στο 6%.
Λοιπόν, τα ΕΛΠΕ (HELLENIQ ENERGY πλέον) είχαν το 2022 πωλήσεις 14,5 δισ. Ευρώ και καθαρά κέρδη 0,89 δισ. Ευρώ. Ποσοστό 6,13%. Δηλαδή και στη χρονιά των τρομερών αποτελεσμάτων τους, ο συντελεστής καθαρής κερδοφορίας είναι κοντά στο 6%. Η ΔΕΗ από την άλλη, είχε 11,25 δις ευρώ τζίρο και 26 εκ. ευρώ καθαρές ζημίες το 2022. Ακόμα και το EBITDA της ΔΕΗ ήταν στο 5,8%.
Δηλαδή, εάν ακολουθήσαμε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ τίποτα δεν θα άλλαζε στο κόστος ενέργειας για τον καταναλωτή. Ας αφήσουμε λοιπόν τα μεγάλα λόγια και ας ενισχύσουμε την ανεξαρτησία και την λειτουργική επάρκεια της ρυθμιστικής αρχής και της επιτροπής ανταγωνισμού, για να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Ας αξιοποιήσουμε ήδη υπάρχοντα συστήματα, όπως είναι το GPS στα βυτιοφόρα και ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Ο έλεγχος των τιμών είναι θέμα πολιτικής βούλησης.
ΑΠΕ και πράσινη μετάβαση
ΕΡ: Ποιες είναι οι προτάσεις σας για την ταχύτερη διείσδυση των ΑΠΕ;
ΣΔΟΥΚΟΥ: Μπορώ με παρρησία να σας δηλώσω ότι οι προτάσεις μας δεν έμειναν προτάσεις – εφαρμόστηκαν, έγιναν πράξη και ήδη βιώνουμε μια πρωτόγνωρη «έκρηξη» του κλάδου των ΑΠΕ στην Ελλάδα.
Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους. Το 2022, η Ελλάδα «έσπασε» το φράγμα των 10GW εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ, συνδέοντας 1,6 GW σε έναν μόνο χρόνο! Για πρώτη χρονιά, η ενέργεια που παρήχθη από συμβατικά ΑΠΕ και υδροηλεκτρικά ξεπέρασε την ενέργεια από ορυκτά καύσιμα ενώ αιολικά και φωτοβολταϊκά κάλυψαν συνολικά περίπου το 40% της ζήτησης! Παράλληλα, ήμασταν η δεύτερη χώρα στην Ευρώπη σε παραγωγή ηλεκτρισμού από φωτοβολταϊκά, με 12,6%. Ακόμα πιο σημαντικό για μένα όμως, γιατί αποτελεί «πρόγευση» του κοντινού μέλλοντος, είναι ότι τον Οκτώβριο του 2022 το σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας στηρίχθηκε αποκλειστικά σε ανανεώσιμες πηγές για πέντε ώρες – ένα επίτευγμα που αποδεικνύει στην πράξη ότι οι ΑΠΕ μπορούν να κρατήσουν το σύστημα «όρθιο»!
Τα αλλεπάλληλα αυτά «ρεκόρ» δεν έτυχαν απλώς! Επιτεύχθηκαν με σκληρή δουλειά και πρόσηλωση σε καινοτόμες, διευκολυντικές πολιτικές που ευνοούν τον κλάδο των ΑΠΕ. Η απλοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας, η ανανέωση του σχήματος στήριξης μέσω διαγωνισμών, η ψηφιοποίηση των διαδικασιών, οι επενδύσεις στα δίκτυα Μεταφοράς και
Διανομής, ο εξορθολογισμός στην κατανομή του ηλεκτρικού χώρου, αυτά και άλλα πολλά συνετέλεσαν στο να είναι η Ελλάδα ξανά πρωτοπόρος στον τομέα των Ανανεώσιμων.
Αρκεί όμως αυτό; Σε καμία περίπτωση. Γι’αυτό και είμαστε έτοιμοι, με ακόμα πιο στοχευμένες πολιτικές και μέτρα. Προς το σκοπό αυτό, παρακολουθούμε στενά τα τεκταινόμενα στις Βρυξέλλες: ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν, για παράδειγμα, ο χαρακτηρισμός των ΑΠΕ ως έργων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος αλλά και ο προσδιορισμός περιοχών ως «go to areas» για ταχύτερη διαδικασία ωρίμανσης έργων ανανεώσιμων. Αναγνωρίζουμε την ανάγκη για σημαντικές επενδύσεις στα δίκτυα και υπάγουμε για χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ έργα για διασυνδέσεις, υποσταθμούς, υπογειοποιήσεις, ώστε να «ανοίξει» το δυνατόν περισσότερος ηλεκτρικός χώρος. Παράλληλα, αναδεικνύουμε την οικονομικότητα των ανανεώσιμων διευκολύνοντας τη μετάβασή τους σε καθεστώς αγοράς μέσω της διευκόλυνσης σύναψης διμερών συμβάσεων αγοραπωλησίας μεταξύ παραγωγών ΑΠΕ και καταναλωτών.
Με το track record αυτής της τετραετίας «ρεκόρ» ως παρακαταθήκη, είμαστε έτοιμοι να επιτύχουμε στον κλάδο των ΑΠΕ ακόμα περισσότερα, ακόμα μεγαλύτερα, ακόμα γρηγορότερα!
ΦΑΜΕΛΛΟΣ: H κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-2019 έβαλε τις βάσεις για την ανάπτυξη των ΑΠΕ: με την εξυγίανση του Ειδικού Λογαριασμού των ΑΠΕ μετά τη χρεωκοπία του το 2013-2014, με τις διαγωνιστικές διαδικασίες για τα έργα ΑΠΕ ώστε να εξασφαλίζονται με διαφάνεια χαμηλότερες τιμές ενέργειας, με το Ν. 4513/2018 για τις ενεργειακές κοινότητες, αλλά και με την εκκίνηση αναθεώρησης του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ και των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών για τις περιοχές Νatura 2000, ώστε να υπάρχει ορθολογικός σχεδιασμός και να διασφαλίζεται η προστασία της βιοποικιλότητας.
Σήμερα, ύστερα από τέσσερα (4) χρόνια διακυβέρνησης από τη ΝΔ, στον τομέα των ΑΠΕ έχουμε υπερθέρμανση, με άδειες οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας, έλλειψη ηλεκτρικού χώρου, ο οποίος μοιράζεται φωτογραφικά στα μεγάλα έργα, καθυστέρηση και μπάχαλο στο χωροταξικό σχεδιασμό, διαρκείς αντιμεταρρυθμίσεις για τις ενεργειακές κοινότητες και καθυστέρηση στην αποθήκευση ενέργειας που είναι απαραίτητη εφόσον θέλουμε πραγματική διείσδυση των ΑΠΕ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στο πρόγραμμά του δίνει έμφαση στην ολοκλήρωση του σχεδιασμού και στην επιτάχυνση της αποθήκευσης, με δημόσιο έλεγχο στη διαχείριση της ενέργειας και πλουραλισμό παραγωγών, ώστε να αποφευχθεί ολιγοπωλιακή συγκέντρωση.
Βασικό στοιχείο του προγράμματός μας είναι τουλάχιστον το 50% των νέων αδειών να αφορά έργα ενεργειακών κοινοτήτων και έργα αυτοπαραγωγής/αυτοκατανάλωσης. Στόχος μας είναι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις της χώρας να συμμετέχουν και να έχουν όφελος από την πράσινη μετάβαση, η οποία σήμερα κινδυνεύει (και αυτή) να μετατραπεί σε υπόθεση λίγων.
ΔΟΥΚΑΣ: Η 1η πρόταση αφορά στο ξεκάθαρο θεσμικό πλαίσιο. Χρειαζόμαστε νέο Ειδικό Χωροταξικό Σχέδιο για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΕΧΣ-ΑΠΕ). Το υφιστάμενο ΕΧΣ-ΑΠΕ εγκρίθηκε το 2008 και είχε λάβει υπόψη δεδομένα της δεκαετίας του 2000, τα οποία πλέον είναι παρωχημένα. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας πριν κάποιους μήνες ενέκρινε νέα παράταση της εκπόνησης της επικαιροποιημένης μελέτης του ΕΧΣ-ΑΠΕ, τοποθετώντας την παράδοση για τον Απρίλιο του 2023. Είμαστε ήδη στον Μάιο. Η 2η είναι η ολοκλήρωση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ. Οι προστατευόμενες περιοχές, το 30% της χερσαίας και θαλάσσιας έκτασης της χώρας μας δηλαδή, που περιλαμβάνει περιοχές απαράμιλλης ομορφιάς, μοναδικές στον κόσμο, με πλούσια οικοσυστήματα και σπουδαία πολιτιστική αξία, δεν έχει ακόμα ξεκάθαρο πλαίσιο προστασίας και διαχείρισης.
Η 3η πρόταση αφορά στην ενίσχυση των δικτύων και στη διασυνδεσιμότητα της χώρας. Τα ηλεκτρικά δίκτυα είναι η «βραδυφλεγής βόμβα» της ενεργειακής μετάβασης της χώρας. Το
πρόβλημα είναι τεράστιο, αφού το δίκτυο σε όλη την Ελλάδα είναι κορεσμένο και ο διαθέσιμος ηλεκτρικός χώρος για σύνδεση νέων έργων ΑΠΕ είναι ελάχιστος. Η κατάσταση αυτή εξυπηρετεί τους λίγους και ισχυρούς, που έχουν προνομιακή πρόσβαση στον ηλεκτρικό χώρο, και «χτυπάει» τους απλούς πολίτες, που είναι τελικά αποκλεισμένοι από την αγορά ενέργειας. Πλήττει δηλαδή την ενεργειακή δημοκρατία. Πρέπει συνεπώς να ανασχεδιαστεί το ταμείο Ανάκαμψης για να υπερδιπλασιάσει (σήμερα είναι περίπου 400 εκατ. €) τα χρήματα στα δίκτυα.
Εξοικονόμηση ενέργειας
ΕΡ: Τα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων και εξοικονόμησης ενέργειας τι ρόλο έχουν στην ενεργειακή πολιτική που θα χαράξετε αν κερδίσει το κόμμα σας τις εκλογές;
ΣΔΟΥΚΟΥ: Ειδικά στο θέμα εξοικονόμησης ενέργειας έχουμε δώσει, πιστεύω, το πιο εμφατικό «δείγμα γραφής» από όλες τις ενεργειακές πολιτικές μας, ακόμα και από τα ΑΠΕ. Το 50% του Πράσινου Πυλώνα του Ταμείου Ανάκαμψης διατέθηκε σε δράσεις εξοικονόμησης. Προγράμματα κτιριακής αναβάθμισης και εξοικονόμησης ενέργειας για κατοικίες («ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΩ ΚΑΤ’ΟΙΚΟΝ») και δημόσια κτίρια («ΗΛΕΚΤΡΑ»), δέσμη μέτρων εξοικονόμηση ενέργειας για επιχειρήσεις του τουρισμού, του τριτογενούς τομέα και της βιομηχανίας («ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΩ – ΕΠΙΧΕΙΡΩ»), προγράμματα αντικατάστασης ενεργοβόρων συσκευών και αγοράς ηλιακών θερμοσιφώνων («ΑΛΛΑΖΩ ΣΥΣΚΕΥΗ»), πρόγραμμα οικιακών φωτοβολταϊκών («ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΪΚΑ ΣΤΗ ΣΤΕΓΗ») διαμορφώνουν ένα πλήρες πλαίσιο για την πιο ορθολογική, αποδοτική και έξυπνη χρήση ενέργειας από ιδιώτες, επιχειρήσεις και τον δημόσιο τομέα.
Παρόλα αυτά, πρώτοι εμείς αναγνωρίζουμε ότι στην ενεργειακή αποδοτικότητα και εξοικονόμηση μπορούμε, και πρέπει, σαν χώρα να κάνουμε περισσότερα. Την νέα τετραετία, πέρα από τη συνέχιση των εξαιρετικά επιτυχημένων προαναφερθεισών πολιτικών, μπορούμε θεωρώ να εστιάσουμε περισσότερο σε πιο έξυπνες και ψηφιακές λύσεις διαχείρισης ενέργειας, ώστε να φέρουμε τα οφέλη της τεχνολογίας και τις βέλτιστες πρακτικές άλλων χωρών στις ενεργειακές μας συνήθειες. Με όπλο τα έξυπνα δίκτυα και με βασική στρατηγική την μεγαλύτερη πληροφόρηση και ουσιαστικότερη συμμετοχή του καταναλωτή στην παραγωγή και χρήση ενέργειας, θα ενθαρρύνουμε αλλαγές από την πλευρά της κατανάλωσης ώστε να εκμεταλλευόμαστε όλοι τα πολλά οφέλη από την ανανεώσιμη παραγωγή.
ΦΑΜΕΛΛΟΣ: Η ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων και η εξοικονόμηση ενέργειας ήταν από τους μεγάλους χαμένους της κυβέρνησης Μητσοτάκη, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για έναν από τους βασικούς πυλώνες της πράσινης μετάβασης. Είναι επίσης ένας τομέας με πολλές προκλήσεις για τη χώρα μας, λόγω της τεχνογνωσίας και του γηρασμένου κτηριακού αποθέματος και των φιλόδοξων ευρωπαϊκών στόχων, αλλά και ένας τομέας με σημαντική προστιθέμενη αξία για την ελληνική οικονομία.
Εδώ και τέσσερα χρόνια, τα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης καρκινοβατούν. Το πρόγραμμα ΗΛΕΚΤΡΑ για τα δημόσια κτίρια παρέμεινε στα αζήτητα για τουλάχιστον μία τριετία, ξεκίνησε, αναθεωρήθηκε και δίνονται διαρκώς παρατάσεις. Τα Εξοικονομώ στην κατοικία αντιμετωπίζουν σοβαρότατα ζητήματα: το Εξοικονομώ-Αυτονομώ του 2020 έχει σοβαρά προβλήματα πληρωμών ενώ το Εξοικονομώ 2021 πρακτικά ‘βγήκε στον αέρα’ το 2022 και το 2023 ξεκίνησαν οι πλατφόρμες, ενώ δημοσιεύματα αναφέρουν Βατερλό και εγκατάλειψη αιτήσεων σε ποσοστό της τάξης του 30%. Εκτός αυτού, προγράμματα όπως το «Αλλάζω Συσκευή» ή το πρόγραμμα για τους ηλιακούς θερμοσίφωνες, πέρα από αποσπασματικά, έχουν
καθυστερήσει σημαντικά. Το ίδιο αφορά και το Εξοικονομώ στην επιχειρηματικότητα. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι υπάρχουν διαθέσιμα κονδύλια μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης.
Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη ότι η ενεργειακή αναβάθμιση και η εξοικονόμηση δεν ήταν προτεραιότητα στο πρόχειρα κείμενα που παρουσίασε ως αναθεώρηση του ΕΣΕΚ η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεσμεύεται για φιλόδοξους στόχους για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και για έγκαιρη και έγκυρη ενεργοποίηση προγραμμάτων σε όλους τους τομείς, με προϋπολογισμό που θα ανέρχεται τουλάχιστον στο 1,5 δισ. ευρώ ετησίως.
ΔΟΥΚΑΣ: Τον πιο σημαντικό. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θεσμοθετήσει σαν ακρογωνιαίο λίθο των Εθνικών Σχεδίων για την Ενέργεια και το Κλίμα την αρχή της «Ενεργειακής Απόδοσης Πρώτα». Η αρχή αυτή σημαίνει πως θα πρέπει να επιλέγουμε πρώτα την ενεργειακά αποδοτικότερη λύση πριν προβούμε σε οποιαδήποτε άλλη ενεργειακή επένδυση. Σε αυτή την κατεύθυνση, στο πρόγραμμά μας, οι επενδύσεις που οδηγούν σε ενεργειακή εξοικονόμηση (πχ οι αναβαθμίσεις κτιρίων) και οι απαραίτητες υποδομές (πχ έξυπνοι ηλεκτρικοί μετρητές) έχουν προτεραιότητα έναντι των κλασικών επενδύσεων ενεργειακής προσφοράς (π.χ. νέα δίκτυα αερίου, νέα θερμικοί σταθμοί).
Ακριβώς δηλαδή στην αντίθετη κατεύθυνση από την κυβερνητική πολιτική. Στην Ελλάδα σήμερα, το «μοναδικό εργαλείο επιδότησης για την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών», το «Εξοικονομώ», οδηγείται σε αδιέξοδο. Βρισκόμαστε στον Μάιο του 2023 και ακόμα δε μπορεί να ολοκληρωθεί το «Εξοικονομώ 2021». Για το οποίο, το ποσοστό εγκατάλειψης υποψηφίων δικαιούχων είναι άνω του 30%, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (από τους 25.300 υποψήφιους δικαιούχους εγκρίνονται μόλις οι 17.252 αιτήσεις). Στη συνολική πορεία του προγράμματος, η εκτίμηση για εγκατάλειψη πριν καν ξεκινήσουν οι εργασίες υπερβαίνει το 50% των δικαιούχων.
Η στρατηγική μας για την ενεργειακή αναβάθμιση θα ακολουθήσει την ευρωπαϊκή προτροπή για ένα «Κύμα Ανακαινίσεων» που θα έχει ως στόχο τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, υπερδιπλασιάζοντας τα ποσοστά ανακαινίσεων την επόμενη δεκαετία και διασφαλίζοντας πως οι ανακαινίσεις θα οδηγήσουν σε υψηλότερη ενεργειακή απόδοση και αποδοτικότερη χρήση των πόρων. Ο ελληνικός στόχος για 60.000 αναβαθμίσεις ενεργειακών κατοικιών τον χρόνο θα επιτευχθεί αναγεννώντας τα προγράμματα «Εξοικονομώ», που θα είναι μονίμως “ανοιχτά” για δικαιούχους, και διευρύνοντάς τα για Δήμους, επιχειρήσεις, νέους και αγρότες.
Απολιγνιτοποίηση
ΕΡ: Η απολιγνιτοποίηση θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το 2028;
ΣΔΟΥΚΟΥ: Ξεκινώ ξεκαθαρίζοντας κάτι: η απολιγνιτοποίηση δεν είναι μια εμμονή, μια «παραξενιά» του Πρωθυπουργού και όσων από εμάς τη στηρίζουμε. Είναι μια εξέλιξη επιβεβλημένη για λόγους περιβαλλοντικούς, οικονομικούς, νομικούς και ηθικούς. Ο λιγνίτης πρέπει να φύγει γιατί στο δρόμο προς το net zero τα ορυκτά καύσιμα στην ηλεκτροπαραγωγή δεν έχουν ρόλο. Πρέπει να φύγει γιατί είναι ακριβός και θα γίνεται ολοένα ακριβότερος, όσο τα κοιτάσματα εξαντλούνται και όσο το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών αυστηροποιείται. Ήδη μάλιστα το κόστος των λιγνιτικών μονάδων ξεπερνά αρκετά πλέον το αντίστοιχο κόστος μονάδων ΦΑ, εικόνα που είχε αντιστραφεί για ένα μεγάλο διάστημα εντός της ενεργειακής κρίσης. Πρέπει να φύγει γιατί η Ελλάδα, ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλει να συμβάλει στους ενωσιακούς στόχους κατά τις δυνάμεις της αλλά και να ασπαστεί την φιλοδοξία της Ένωσης να καταστεί η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος του πλανήτη. Και πρέπει να φύγει γιατί είναι κοινωνικά άδικο να σηκώνουν στις «πλάτες» τους δύο μόνο περιοχές τηνεξυπηρέτηση των ενεργειακών αναγκών όλης της χώρας, υφιστάμενες ταυτόχρονα περιβαλλοντική υποβάθμιση και καταδικαζόμενες σε αναπτυξιακό αδιέξοδο. Και το σχέδιο για την ομαλή μετάβαση σε ένα μείγμα χωρίς λιγνίτη, αλλά και σε ένα αναπτυξιακό μοντέλο για τις λιγνιτικές περιοχές που θα αποσυνδεθεί ομαλά από την παραγωγική «μονοκαλλιέργεια» ορυχείων και ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων, πρέπει να χαραχθεί και να υλοποιηθεί όχι σήμερα, χθες! Αυτό το μοντέλο μάλιστα πήρε σάρκα και οστά με το Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΣΔΑΜ), που αποτελεί τον οδικό χάρτη για την αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου των περιοχών που επί δεκαετίες σήκωσαν το βάρος του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας.
Επομένως ναι, στο τέλος του 2028 δεν βασιζόμαστε στην ηλεκτρική ενέργεια από στερεά ορυκτά καύσιμα, όπως και νομοθετικά δεσμευτήκαμε με τον Κλιματικό Νόμο. Με την τροχιά που χαράξαμε την τετραετία 2019 – 2023 ουσιαστικά εγγυώμαστε ότι το 2028 το ενεργειακό μας σύστημα, με σημαντικότατη διείσδυση ΑΠΕ, με στιβαρά δίκτυα και σημαντική ικανότητα αποθήκευσης της «καθαρής» ενέργειας και με εξασφαλισμένη την ενεργειακή ασφάλεια μέσω των δικτύων και των νέων πυλών εισόδου φυσικού αερίου, θα επιτρέπει τη μετάβαση σε ένα ενεργειακό μείγμα χωρίς την παρουσία του λιγνίτη.
Αλλά και μια τελευταία κουβέντα, που επ’ ουδενί θέλω να ερμηνευθεί ότι τυχόν ανατρέπει στο ελάχιστο όσα προείπα. Αν έχουμε αποδείξει κάτι ως Κυβέρνηση είναι ότι δεν είμαστε δογματικοί, αλλά αντίθετα αντιδρούμε ακαριαία σε κάθε τι απρόβλεπτο – και δεν μας έτυχαν και λίγα τέσσερα χρόνια τώρα! Σε καμία περίπτωση δεν θεωρούμε τις αλλεπάλληλες κρίσεις ότι λειτουργούν ως άλλοθι αδράνειας γιατί η δουλειά μας είναι να δίνουμε λύσεις σε δύσκολες καταστάσεις, όχι μόνο σε συνθήκες κανονικότητας. Το αποδείξαμε στην πανδημία, με τα μέτρα στήριξης και το πρόγραμμα εμβολιασμού. Το αποδείξαμε στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με τη στήριξη στον αμυνόμενο. Το αποδείξαμε στην παγκόσμια ενεργειακή κρίση, με πολιτικές που στήριξαν τους καταναλωτές, απορρόφησαν το σημαντικότερο μέρος της αύξησης κόστους και διασφάλισαν την ενεργειακή μας ασφάλεια. Το αποδείξαμε στην πληθωριστική κρίση, με καινοτόμα μέτρα και πολιτικές για την ανακούφιση των πολιτών, ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων. Σήμερα, με τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας, η απολιγνιτοποίηση το 2028 είναι μονόδρομος. Αν τα δεδομένα αυτά αλλάξουν δραστικά, τα αντανακλαστικά που αποδεδειγμένα διαθέτουμε στην αντιμετώπιση πρωτόγνωρων καταστάσεων, θα επιδείξουμε και στο θέμα αυτό εκ νέου.
ΦΑΜΕΛΛΟΣ: Πρώτα από όλα πρέπει να ολοκληρωθεί ο ενεργειακός σχεδιασμός γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη φεύγει αφήνοντας την Ελλάδα χωρίς Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ)!
Η απολιγνιτοποίηση μετατράπηκε με ξεκάθαρη ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο πιο σύντομο ανέκδοτο. Ένα πολύ κακό αστείο που κοστίζει χιλιάδες χαμένες θέσεις εργασίας στις τοπικές κοινωνίες της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης, αυτές που σήκωσαν και στις πλάτες τους όλες αυτές τις δεκαετίες το βαρύ φορτίο της ηλεκτροπαραγωγής. Τελικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη μέσω της πρόχειρης, βίαιης και προσχηματικής απολιγνιτοποίησης αύξησε το ποσοστό του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή. Και στη συνέχεια, αφού είχε απαξιώσει τα λιγνιτορυχεία και είχε χάσει το εξειδικευμένο προσωπικό, προσπάθησε να αυξήσει το ποσοστό της λιγνιτικής παραγωγής στα λόγια. Όλα αυτά όμως είχαν και σοβαρές αρνητικές συνέπειες στην ενεργειακή ασφάλεια της Ελλάδας αλλά και σε κόστος ρεύματος για όλους τους καταναλωτές.
Σημειώνεται ότι, ακόμη και το αρχικό πλάνο του τότε «πράσινου» κου Μητσοτάκη για απολιγνιτοποίηση ταλαντευόταν από το 2028 στο 2025 και στο 2023. Αφορούσε επίσης αντικατάσταση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ με μονάδες φυσικού αερίου ιδιωτών και όχι απανθρακοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα..
Η Ελλάδα χρειάζεται σοβαρή ενεργειακή πολιτική με σχέδιο και όχι κινήσεις δημιουργίας εντυπώσεων και κυρίως χωρίς παιχνίδια μεγάλων συμφερόντων. Πρέπει να αναθεωρηθεί γρήγορα το ΕΣΕΚ για να ενσωματωθούν οι φιλόδοξοι ευρωπαϊκοί στόχοι και για να σχεδιάσουμε έναν οδικό χάρτη που θα μάς οδηγήσει στην κλιματική ουδετερότητα μέσω της ανάπτυξης των ΑΠΕ με αποθήκευση. Μόνη στρατηγική είναι η ταυτόχρονη απεξάρτηση του ενεργειακού μας συστήματος από όλα τα ορυκτά καύσιμα, λιγνίτη και φυσικό αέριο, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την παράμετρο της ενεργειακής ασφάλειας, όσο και την ανάπτυξη και ευημερία των λιγνιτικών περιοχών. Όλα αυτά υπήρχαν στο ενεργειακό πλάνο της χώρας από το 2018 αλλά χάθηκαν δυστυχώς στο βωμό της καταστροφικής πολιτικής Μητσοτάκη που πλήρωσαν πανάκριβα όλοι οι καταναλωτές, νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
ΔΟΥΚΑΣ: Ναι, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν προχωρήσει οι απαραίτητες επενδύσεις σε δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και αποθήκευση. Ώστε να είναι εφικτή η υποκατάσταση λιγνίτη από ανανεώσιμες και όχι από εισαγόμενο φυσικό αέριο, όπως συμβαίνει μέχρι τώρα. Ως στρατηγική εφεδρεία, για περιπτώσεις αυξημένης ενεργειακής πίεσης και έκτακτων αναγκών (όπως η σημερινή ενεργειακή κρίση), θα μπορούσε να διατηρηθεί για λίγο ακόμα χρόνο η πλέον σύγχρονη μονάδα Πτολεμαΐδα 5, αν το επιπλέον κόστος είναι ανεκτό και όχι δυσανάλογο.
(αναδημοσίευση από Οικονομικό Ταχυδρόμο)