Πετρόπουλος (ΙΕΑ): Η ζήτηση μπαταριών έχει δεκαπλασιαστεί – Στα 500 δις η αξία της αγοράς το 2030
Εκθετική αύξηση αναμένεται να παρουσιάσει η ζήτηση και η παραγωγή μπαταριών τα επόμενα χρόνια, όπως επεσήμανε ο κ. Απόστολος Πετρόπουλος, Energy Modeller στον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ) μιλώντας το μεσημέρι της Παρασκευής στο 6ο Renewable & Storage Forum που διοργανώνει το energypress.
Κάνοντας μια ανάλυση της αγοράς, ανέφερε ότι το 2016 το 50% της παγκόσμιας ζήτησης μπαταριών λιθίου προερχόταν από φορητές συσκευές και είναι ενδεικτικό ότι δύο από τους μεγαλύτερους παραγωγούς μπαταριών για την ηλεκτροκίνηση ξεκίνησαν από το να παράγουν μπαταρίες για κινητά τηλέφωνα. Σήμερα, η εικόνα έχει αλλάξει δραστικά καθώς η αγορά είναι 10 φορές μεγαλύτερη και το 90% της ζήτησης μπαταριών προέρχεται από την ηλεκτροκίνηση και την ηλεκτροπαραγωγή. Σε αυτό έχουν συμβάλει η μείωση του κόστους και η βελτίωση των χαρακτηριστικών και πλέον οι μπαταρίες έχουν καταστεί κομβικό κομμάτι της οικονομίας και του ενεργειακού τομέα. Σε σχέση με το 2010, το κόστος έχει μειωθεί κατά 90%, μια πτώση που σε καμία άλλη τεχνολογία – πλην των φωτοβολταϊκών – δεν έχει παρατηρηθεί. Αυτό, σε συνδυασμό με τις πολιτικές στήριξης διείσδυσης των μπαταριών στον ενεργειακό τομέα οδηγούν σε εκθετική αύξηση της διείσδυσης των μπαταριών στην ηλεκτροπαραγωγή και την ηλεκτροκίνηση, όπως ανέφερε. Πιο συγκεκριμένα, στην ηλεκτροπαραγωγή, το 2023, η διείσδυση κατέγραψε αύξηση 100% και ξεπέρασε τα 40 γιγαβάτ και φέτος αναμένεται ότι θα καταγραφεί άλλη μια χρονιά ρεκόρ με αύξηση επίσης 100%. Όσον αφορά στην ηλεκτροκίνηση, η αύξηση της διείσδυσης των μπαταριών ήταν στο 40% την προηγούμενη χρονιά και το 2024 θα κυμανθεί μεταξύ 20% και 25% και όπως επισημάνθηκε, οι ποσότητες στην ηλεκτροκίνηση είναι πολύ μεγαλύτερες και θα καλύψουν στο μέλλον ένα ποσοστό 90% της ζήτησης για ολόκληρο τον ενεργειακό τομέα.
Πως θα καλυφθεί η μεγάλη ζήτηση
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα δεδομένα για την χωρητικότητα παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο (2 τεραβατώρες), η ζήτηση είναι κάτω από 1 Τεραβατώρα το 2023 και θα αγγίξει την 1 Τεραβατώρα το 2024. Ο συντελεστής χρησιμοποίησης είναι στο 40%, κάτι το οποίο επηρεάζεται από την επιπλέον χωρητικότητα που υπάρχει στην Κίνα, όπως εξήγησε ο κ. Πετρόπουλος.
Μέχρι το 2030, η παραγωγή μπαταριών αναμένεται να τετραπλασιαστεί με τους παραγωγούς να προετοιμάζονται για ένα μέλλον που βασίζεται στο σενάριο για αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας στους 1,5 βαθμούς Κελσίου.
Σήμερα, το 80% της παραγωγής υλοποιείται στην Κίνα αλλά μέχρι το 2030, αυτό το ποσοστό θα μειωθεί στο 60% λόγω της αύξησης της παραγωγής σε ΗΠΑ και Ευρώπη, οι οποίες θα είναι ικανές να καλύψουν την εγχώρια ζήτηση.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η χρηματική αξία της αγοράς μπαταριών είναι σήμερα 120 δις δολάρια και μέχρι το τέλος της δεκαετίας θα φθάσει τα 500 δις (στο σενάριο για αύξηση 1,5 Κελσίου της παγκόσμιας θερμοκρασίας). Αυτό ισούται με τις επενδύσεις που κάναμε για παράγωγη πετρελαίου και φυσικού αερίου την προηγούμενη χρονιά, όπως επεσήμανε ο κ. Πετρόπουλος. Ωστόσο, η αγορά των μπαταριών είναι μεγαλύτερη και επηρεάζει κομβικά την αγορά αυτοκινήτων και τις επενδύσεις σε ΑΠΕ (μέχρι το 2030 θα φθάσουν τα 6 τρις οι επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες παγκοσμίως).
Αναφερόμενος στο ρόλο των μπαταριών στην ενεργειακή μετάβαση, ο κ. Πετρόπουλος σημείωσε ότι φέρνουν κοντά τομείς οι οποίοι παραδοσιακά δεν είχαν σύνδεση, τις μεταφορές και την ηλεκτροπαραγωγή. Οι πρώτες χρησιμοποιούσαν κυρίως πετρέλαιο αλλά τώρα ο ηλεκτρισμός γίνεται κομβικό κομμάτι. Η μείωση των εκπομπών μέχρι το 2035 συνδέεται άμεσα με τις μπαταρίες είτε αυτό σχετίζεται με την ηλεκτροκίνηση είτε με τα φωτοβολταϊκά είτε με έμμεσο τρόπο με τους καταναλωτές.
Η επόμενη μέρα
Κάνοντας μια εκτίμηση για το πως θα διαμορφωθεί το κόστος και η δυναμικότητα των μπαταριών τα επόμενα χρόνια, ο κ. Πετρόπουλος ανέφερε ότι το μεσοσταθμικό κόστος αναμένεται να μειωθεί κατά 40% από σήμερα μέχρι το 2030 και αυτό θα τις καταστήσει ανταγωνιστικές σε όλες τις αγορές παγκοσμίως. Μάλιστα, στο σενάριο αύξησης κατά 2,5 βαθμών Κελσίου της παγκόσμιας θερμοκρασίας, η επιπλέον χωρητικότητα που θα προστεθεί είναι μεγαλύτερη από τη συνολική δυναμικότητα που χρειάζεται από ορυκτά (πρόκειται για στροφή πάνω από 700 γιγαβάτ εγκατεστημένης ισχύος μέχρι το 2030).