Περιοχές Natura2000: πως διαχειρίζονται και διοικούνται στην Ευρώπη.

Την ώρα που στη Βουλή συζητείται το περιβαλλοντικό πολυνομοσχέδιο, μέρος του οποίου αφορά το σύστημα διοίκησης των προστατευόμενων περιοχών, απουσιάζει από το διάλογο μια σχετικά πρόσφατη και αναλυτική μελέτη της ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ ακριβώς για αυτό το θέμα.

Η μελέτη εκείνη, του 2017, είναι χρήσιμη και σήμερα, διότι παρέχει με εύληπτο τρόπο πολλά από όσα θα έπρεπε να συζητούνται στη Βουλή και στην κοινωνία ενόψει του νομοσχεδίου.

Αλλά δυστυχώς, τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και οι ασχολούμενες με το θέμα ΜΚΟ, δείχνουν έναν περίεργο αυτισμό, προβάλλοντας ο καθένας μόνον όσα τον απασχολούν αυτή τη στιγμή, χωρίς να θέτει τα ευρύτερα ζητήματα (όπως αναδείξαμε και σε ειδικό θέμα για τις περιβαλλοντικές ΜΚΟ) και μόνο από την πλευρά του μέγιστου οφέλους του καθενός με βάση το κοινό του. Πρακτική που είναι αναμενόμενη για τα πολιτικά κόμματα αλλά που ελπίζαμε ότι δεν θα χαρακτηρίσει τον κοινοβουλευτικό διάλογο και σίγουρα όχι τους φορείς που ασχολούνται με την προστασία του περιβάλλοντος. Δυστυχώς διαψευστήκαμε.

Προκειμένου λοιπόν να μην αποκρύβονται από τη δημόσια συζήτηση αυτά τα θέματα, το economix.gr εντρύφησε στη μελέτη και φέρνει στη δημοσιότητα και πάλι ορισμένα από τα στοιχεία που περιλαμβάνει που δεν έχουν τύχει ευρείας δημοσιότητας. Αλλά μπορούν να βοηθήσουν πολύ τους πολίτες και τους αναγνώστες μας να καταλάβουν τί κρύβεται πίσω από τις τοποθετήσεις όσων μιλούν για το ζήτημα των περιοχών natura 2000 και το πως γίνεται η διαχείριση και διακυβέρνησή τους. Διότι, εν τέλει, τίποτε δεν είναι ουδέτερο…

Καθώς στόχος της έρευνας της ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ ήταν να προταθεί ένα μοντέλο που να λύνει τα πολύχρονα προβλήματα διοίκησης και βιωσιμότητας στις εκτάσεις των περιοχών natura, οι ερευνητές προσπάθησαν να καταγράψουν την εμπειρία από άλλες χώρες και να τη συγκρίνουν με τη κατάσταση στη χώρα μας. Τα στοιχεία που παρουσιάζονται έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της συζήτησης που γίνεται στη Βουλή για ένα νομοσχέδιο που αλλάζει ακριβώς τη διαχείριση, διοίκηση και διακυβέρνηση των περιοχών αυτών, καθώς δίνουν το πλαίσιο των πολιτικών που ακολουθούνται από κάποιες χώρες στην Ευρώπη.

Το μοντέλο διακυβέρνησης και διοίκησης προστατευόμενων περιοχών

Καταρχήν η μελέτη (την οποία μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη εδώ), ερευνώντας τη σχετική διεθνή βιβλιογραφία και δημοσιευμένες επιστημονικές μελέτες (τις οποίες μπορείτε να βρείτε ανατρέχοντας στη βιβλιογραφία της μελέτης), αναλύει ότι παγκοσμίως αναγνωρίζονται τέσσερις βασικοί τύποι διακυβέρνησης των προστατευόμενων περιοχών. Στους δύο πρώτους τύπους, Α και Β, τις προστατευόμενες περιοχές τις οριοθετούν και τις διαχειρίζονται υπηρεσίες του κράτους, συνήθως σε συνεργασία με άλλους φορείς. Οι δύο επόμενοι τύποι, Γ και Δ, συνήθως αναφέρονται ως «εθελοντικές προστατευόμενες περιοχές» (voluntary protected areas) και εν δυνάμει μπορούν να λειτουργούν ανεξάρτητα από την κυβερνητική αναγνώριση και υποστήριξη.

Πίνακας 6. Οι βασικοί τύποι διακυβέρνησης προστατευόμενων περιοχών

Τύπος Διακυβέρνησης Χαρακτηριστικά τύπου διακυβέρνησης
Τύπος ΑΔιακυβέρνηση από κρατικές υπηρεσίες και φορείς
  • Υπουργεία ή κυβερνητικές υπηρεσίες
  • Περιφερειακές κρατικές υπηρεσίες
  • Κατ’ εξουσιοδότηση της κυβέρνησης διαχείριση (π.χ. σε δήμο ή ΜΚΟ)
Τύπος ΒΚοινή Διακυβέρνηση
  • Διακρατική συνεργασία (συμφωνίες μεταξύ κρατών)
  • Συνεργατική διακυβέρνηση (κρατικές υπηρεσίες, ερευνητικά ινστιτούτα, ΜΚΟ, εκπρόσωποι τοπικών κοινωνιών κ.α.)
Τύπος ΓΙδιωτική Διακυβέρνηση Οι προστατευόμενες περιοχές καθορίζονται και διοικούνται από:

 

  • Ιδιοκτήτες γης
  • Μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς (π.χ. εκπαιδευτικά ιδρύματα, ΜΚΟ)
  • Κερδοσκοπικούς οργανισμούς (π.χ. συνεταιρισμούς)
Τύπος ΔΔιακυβέρνηση από ιθαγενείς πληθυσμούς και τοπικές κοινωνίες
  • Προσδιορισμός και διαχείριση προστατευόμενων περιοχών από ιθαγενείς πληθυσμούς
  • Προσδιορισμός και διαχείριση προστατευόμενων περιοχών από τις τοπικές κοινωνίες.

 

Σε παγκόσμιο επίπεδο και κυρίως στην Ευρώπη κυριαρχούν οι δύο πρώτοι τύποι διακυβέρνησης των προστατευόμενων περιοχών. Οι δύο τελευταίοι εφαρμόζονται κατά κανόνα σε μικρές κλίμακες χώρου. Ιδιαίτερα το μοντέλο της Κοινής Διακυβέρνησης είναι ευρέως εφαρμοσμένο από πολλές χώρες. Όλο και περισσότερες χώρες, «πειραματίζονται» με το συγκεκριμένο μοντέλο υιοθετώντας ειδικούς νόμους, πολιτικές και διαχειριστικά μέτρα για την αύξηση της αποτελεσματικότητας του. Στο πλαίσιο της κοινής διακυβέρνησης, θεσμικοί φορείς του κράτους μοιράζονται την αυθεντία και τις ευθύνες με άλλους, μη κρατικούς, παράγοντες. Η κοινή διακυβέρνηση δεν είναι μοναδική στην περίπτωση των προστατευόμενων περιοχών αλλά εμφανίζεται και σε άλλους τομείς. Για μεγάλο διάστημα η διακυβέρνηση (governance) και η διαχείριση (management) δεν αντιμετωπιζόταν ως διακριτές έννοιες, γι’ αυτό και συχνά η κοινή διακυβέρνηση αναφέρεται ως συνδιαχείριση, συνεργατική διαχείριση, κοινή διαχείριση, κ.ά. Η συνεργατική διακυβέρνηση είναι μια μορφή κοινής διακυβέρνησης, στην οποία η αυθεντία και η ευθύνη της λήψη των αποφάσεων ανήκουν σε ένα (κρατικό) φορέα, αλλά απαιτείται, είτε μέσω νόμων είτε μέσω πολιτικών, να ενημερώνει και να συμβουλεύεται τις ενδιαφερόμενες-εμπλεκόμενες ομάδες (stakeholders), κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού ή και εφαρμογής των δράσεων. Για παράδειγμα, η συμμετοχή μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω της απόδοσης σε αντιπροσωπευτικές ομάδες εργασίας της ευθύνης ανάπτυξης τεχνικών προτάσεων για τη ρύθμιση των προστατευόμενων περιοχών, που υποβάλλεται στον αρμόδιο φορέα για αξιολόγηση και έγκριση. Σε αυτή την περίπτωση, το συμβουλευτικό σώμα που αναπτύσσει την τεχνική πρόταση, έχει σημαντική επίδραση στις αποφάσεις που λαμβάνονται.

Στην πλήρη διάσταση της κοινής διακυβέρνησης, οι εκπρόσωποι διαφορετικών φορέων, ομάδων συμφερόντων και ομάδων πολιτών, συμμετέχουν σε σώμα διακυβέρνησης, το οποίο κατέχει την αυθεντία και τη δυνατότητα να παίρνει αποφάσεις. Σε αυτή την περίπτωση τα μέλη που συμμετέχουν είναι κρίσιμο να χαρακτηρίζονται από αξιοπιστία, επικοινωνώντας συχνά και αποτελεσματικά με τους φορείς και τις ομάδες που εκπροσωπούν.

Έτσι λοιπόν προκύπτει ότι η κοινή διακυβέρνηση συνήθως συμπεριλαμβάνει ένα ή περισσότερα σώματα αποφάσεων και σημαντικό αριθμό συμμετεχόντων. Τα σώματα αυτά μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις, να λειτουργούν συμβουλευτικά ή να έχουν εκτελεστικό χαρακτήρα. Οι κανόνες λειτουργίας και ο ρόλος κάθε μέλους θα πρέπει να είναι ξεκάθαρα ορισμένοι, παρ’ όλο που στην πορεία του χρόνου δύναται να μεταβάλλονται. Με δεδομένο ότι οι περισσότερες καθορισμένες προστατευόμενες περιοχές έχουν προσδιοριστεί από κυβερνήσεις, η διακυβέρνηση των περιοχών αυτών αναπόφευκτα εμπεριέχει εκπροσώπους της κυβέρνησης.

Εν κατακλείδι, αναφέρει η μελέτη της διαΝΕΟσις, η πραγματική κοινή διακυβέρνηση έχει τρία βασικά συστατικά στοιχεία, α) μια διαδικασία διαβούλευσης, β) μια συμφωνία συνδιαχείρισης (π.χ. μια συμφωνία που περιγράφει τον ρόλο, τις αρμοδιότητες και την συνεισφορά κάθε μέρους και γ) ένα πολυσυμμετοχικό όργανο διακυβέρνησης.

Μετά τη θεωρητική τεκμηρίωση για τον τρόπο διακυβέρνησης (governance) και διαχείρισης (management) των προστευόμενων περιοχών παγκοσμίων, η ερευνητική ομάδα της διαΝΕΟσις προχωρά σε πιο συγκεκριμένη ανάλυση με παραδείγματα από τον ευρωπαϊκό χώρο.

Τα παραδείγματα από την Ευρώπη 

Μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. υπάρχει μεγάλη ποικιλία αναφορικά με τις διοικητικές δομές που χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών. Ωστόσο  η Ελλάδα αποτελεί μια από τις εξαιρέσεις εξαιτίας της ανυπαρξίας ενός ολοκληρωμένου και κοινού Σχεδίου Διαχείρισης για όλες τις προστατευόμενες περιοχές και τους ΦοΔΠΠ.  

Πιο συγκεκριμένα, κάποια κράτη-μέλη βασίζονται σε δομές αντίστοιχες με της Ελλάδας (π.χ. Ιταλία, Ισπανία, Κροατία). Άλλα προχωρούν στη νομική θεσμοθέτηση των μέτρων, που τα καθιστά νομικά δεσμευτικά και υποχρεωτικά για όλους όσοι εμπλέκονται στην εφαρμογή των διαφόρων δράσεων και δραστηριοτήτων στην περιοχή. Κάποια άλλα περιορίζονται σε τεχνικές πληροφορίες και δεδομένα τα οποία πρέπει ή μπορεί να λαμβάνονται υπόψη στο σχεδιασμό άλλων δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται στην περιοχή.

Στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων πάντως, το οργανωτικό σχήμα που αναλαμβάνει την εφαρμογή του διαχειριστικού σχεδίου περιλαμβάνει, με κυρίαρχο ρόλο, τις κεντρικές κρατικές δομές (υπουργεία) σε συνεργασία με αποκεντρωμένες κρατικές υπηρεσίες και δομές της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Στη Φιλανδία, το 80% των προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 ανήκουν στην ιδιοκτησία του κράτους και η διαχείρισή τους γίνεται από τον οργανισμό National Heritage Service of Metsähallitus, ο οποίος εποπτεύεται από το υπουργείο Γεωργίας και Δασών και έχει ένα διττό ρόλο αφού ένα αυτοτελές τμήμα του λειτουργεί αμιγώς επιχειρηματικά (με ετήσια κέρδη άνω των 100 εκατ. € ετησίως) και ένα άλλο τμήμα του λειτουργεί παρέχοντας υπηρεσίες δημόσιας διοίκησης (οι οποίες καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό). Η δημιουργία διαχειριστικού σχεδίου (από το National Heritage Service of Metsähallitus)  είναι υποχρεωτική μόνο για τις περιοχές που χαρακτηρίζονται ως εθνικά πάρκα και ζώνες άγριας φύσης. Για τις υπόλοιπες περιοχές τα διαχειριστικά σχέδια ενσωματώνονται στα υφιστάμενα διαχειριστικά σχέδια της κάθε περιοχής.

Στη Δανία, εκπονείται ένα σχέδιο διαχείρισης ανά περιοχή. Τα σχέδια εκπονούνται σε κεντρικό επίπεδο από την Υπηρεσία Φύσης του Υπουργείου Περιβάλλοντος και τίθενται στη διάθεση του κοινού. Κατόπιν, οι εμπλεκόμενες τοπικές αυτοδιοικήσεις εκπονούν με βάση το σχέδιο διαχείρισης ανά περιοχή, τοπικά σχέδια διαχείρισης. Ακολουθεί δημόσια διαβούλευση και επίσημη υιοθέτηση του σχεδίου διαχείρισης από το υπουργείο. Σύμφωνα με το σχέδιο διαχείρισης προβλέπεται συγκεκριμένη κατανομή αρμοδιοτήτων, υποχρεώσεων και ευθυνών για κάθε φορέα (υπουργεία, τοπική αυτοδιοίκηση, ιδιοκτήτες γης, κ.λπ.). Η ευθύνη της εποπτείας της εφαρμογής των σχεδίων και της διασφάλισης ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη συμμορφώνονται με τις επιταγές των σχεδίων, ανατίθεται στο υπουργείο και στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Παρόμοιο σύστημα ακολουθείται και στο ομοσπονδιακό κρατίδιο της Φλάνδρας του Βελγίου. Στην περίπτωση αυτή τα σχέδια διαχείρισης που τελικώς υιοθετούνται, εγκρίνονται από την κυβέρνηση και είναι δεσμευτικά για όλες τις αρχές, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών αρχών και των ιδιοκτητών.

Αντίστοιχα στην Ολλανδία, τα 166 συνολικά διαχειριστικά σχέδια εκπονήθηκαν σε συνεργασία μεταξύ των 12 περιφερειών και τριών συναρμόδιων υπουργείων, τον επιτελικό δε ρόλο για την εφαρμογή κάθε σχεδίου αναλαμβάνει μια κεντρική ή περιφερειακή κυβερνητική υπηρεσία. Παράλληλα, ένα ανεξάρτητο συντονιστικό γραφείο, αναλαμβάνει θέματα συντονισμού μεταξύ των συναρμόδιων αρχών και φορέων.

Στην Πορτογαλία, ο τρόπος διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών ενσωματώνεται σε εργαλεία χωροταξικού σχεδιασμού συμπεριλαμβανομένων εργαλείων σχεδιασμού της διαχείρισης των δασών, της γεωργίας και των ακτών. Στις περιοχές όπου η διατήρηση και προστασία εξαρτάται από τη διαχείριση των δασών και της γεωργίας, τα μέτρα διαχείρισης συμπεριλαμβάνονται στα Ολοκληρωμένα Προγράμματα Εδαφικής Παρέμβασης που εφαρμόζονται στο πλαίσιο του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης. Τα μέτρα εφαρμόζονται με τη συνεργασία του δασικού και του αγροτικού τομέα, ιδιαίτερα με τους ιδιοκτήτες γης, με σκοπό την επίτευξη του καθεστώτος διατήρησης για τα συγκεκριμένα προστατευόμενα είδη ή οικοτόπους. Αναφορικά με την παράκτια ζώνη, τα εργαλεία χωροταξικού σχεδιασμού περιλαμβάνουν τους στόχους διατήρησης και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στη ζώνη θαλάσσιας προστασίας.

Στη Λιθουανία, οι διατάξεις για τα διαχειριστικά σχέδια συνήθως ενσωματώνονται στα δασικά διαχειριστικά σχέδια, στα σχέδια αναδάσωσης και στα άλλα χωροταξικά σχέδια, εφόσον αυτά ετοιμάζονται μετά την έγκριση των διαχειριστικών σχεδίων για τις προστατευόμενες περιοχές του Δικτύου Natura 2000. Στην περίπτωση όμως που τα σχέδια χρήσεων γης έχουν ήδη εγκριθεί (πριν από τη σύνταξη των διαχειριστικών σχεδίων για τις προστατευόμενες περιοχές του Δικτύου Natura 2000), τότε υπάρχουν πρακτικές δυσκολίες στην ευθυγράμμισή τους με τις ανάγκες προστασίας.

Στην Ιρλανδία, τα διαχειριστικά σχέδια ή/και οι στόχοι διατήρησης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν καταρτίζονται γεωργο-περιβαλλοντικά προγράμματα σε γεωργικές εκτάσεις που βρίσκονται σε ΕΖΔ ή ΖΕΠ. Οι στόχοι διατήρησης για μια συγκεκριμένη περιοχή του δικτύου Natura 2000, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη σε όλες τις «κατάλληλες αξιολογήσεις» (άρθρο 6.3 της σχετικής ευρωπαϊκής οδηγίας) των έργων και σχεδίων, συμπεριλαμβανομένων των αναπτυξιακών σχεδίων που καταρτίζουν οι τοπικές αρχές.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα τομεακά σχέδια, τα οποία καταρτίζονται από διάφορες αρμόδιες αρχές, οφείλουν να σέβονται τις απαιτήσεις για την προστασία των περιοχών Natura 2000 που βρίσκονται στο γεωγραφικό πεδίο αναφοράς τους. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό επιτυγχάνεται μέσω της αξιολόγησης των διαχειριστικών σχεδίων στη διαδικασία σύνταξης σχεδίων χρήσεων γης ή τομεακών σχεδίων. Περαιτέρω, στην πράξη γίνεται όλο και μεγαλύτερη προσπάθεια οι απαιτήσεις προστασίας των περιοχών Natura 2000 να λαμβάνονται υπόψη όσο το δυνατόν νωρίτερα στο σχεδιασμό των έργων και σχεδίων, έτσι ώστε να αποφεύγονται μελλοντικά προβλήματα σε επόμενα στάδια. Οι Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων στα σχεδιαζόμενα έργα και των Στρατηγικών Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων στα σχεδιαζόμενα σχέδια και προγράμματα δίνει επίσης την ευκαιρία να αντιμετωπίζονται τα ζητήματα προστασίας που σχετίζονται με τους στόχους διατήρησης των περιοχών Natura 2000 στα αρχικά στάδια σχεδιασμού.

Στην Ουγγαρία, μόλις καταρτιστούν τα διαχειριστικά σχέδια, οι Διευθύνσεις των Εθνικών Πάρκων και οι περιβαλλοντικές αρχές προσπαθούν να εξασφαλίσουν την ενσωμάτωση των μέτρων που προβλέπονται από τα διαχειριστικά σχέδια στα αναπτυξιακά χωροταξικά σχέδια, τα σχέδια διαχείρισης των δασών, στα σχέδια διαχείρισης υδάτων κ.λπ. Τα μέτρα που προτείνονται στα διαχειριστικά σχέδια, αν και δεν είναι υποχρεωτικά, λαμβάνονται επίσης υπόψη στην «κατάλληλη αξιολόγηση» άλλων έργων και σχεδίων και στα συμβόλαια χρήσεων κρατικής γης που τελούν υπό τη διαχείριση των Διευθύνσεων των Εθνικών Πάρκων. Μερικές από τις προτάσεις/κατευθύνσεις των σχεδίων διαχείρισης περιοχών Natura 2000 είναι υποχρεωτικές, εάν αυτές οι προτάσεις/κατευθύνσεις ρυθμίζονται από άλλη νομοθεσία που σχετίζεται με τις χρήσεις γης (π.χ. για λιβάδια και διαχείριση των δασών).

Στη Σλοβενία, ο σχεδιασμός της διαχείρισης των περιοχών Natura 2000 γίνεται μέσω των διαδικασιών κατάρτισης των τομεακών διαχειριστικών σχεδίων (δασικών, υδάτων, αλιείας, κυνήγι κ.λπ.). Για τον λόγο αυτό, το 2007 υιοθετήθηκε το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Natura 2000 στο οποίο αναφέρεται ρητά ότι η αλιεία, η δασοκομία, η γεωργία, η διαχείριση των υδάτων και το κυνήγι πρέπει να συμμορφώνονται με τους στόχους διατήρησης, τις κατευθύνσεις και τα μέτρα προστασίας του Επιχειρησιακού Προγράμματος για τις εν λόγω προστατευόμενες περιοχές. Προβλέπεται επίσης ρητά ότι το υπουργείο Έρευνας και Εκπαίδευσης και το υπουργείο Οικονομικών πρέπει να ενσωματώνουν τα μέτρα στον οικονομικό και επιχειρησιακό τους προγραμματισμό.

Στη Γαλλία, είναι υποχρεωτική η σύνταξη διαχειριστικού σχεδίου (DOCument d’OBjectifs, DΟCOB) για κάθε προστατευόμενη περιοχή, το οποίο προβλέπει τις επιτρεπόμενες χρήσεις γης. Τόσο η σύνταξη όσο και η εφαρμογή του σχεδίου ανήκει στην αρμοδιότητα της νομαρχίας και της τοπικής επιτροπής εργασίας (COmité de PILotage, COPIL) η οποία αποτελείται από τοπικούς παράγοντες και διάφορες ομάδες συμφερόντων και συντάσσει το διαχειριστικό σχέδιο το οποίο εγκρίνεται από τη νομαρχία. Ένας εκ των δύο (τοπικοί παράγοντες και ομάδες συμφερόντων), επί τη βάσει συμβολαίου που υπογράφει με τη νομαρχία, αναλαμβάνει τη συγγραφή του διαχειριστικού σχεδίου (43% των περιπτώσεων είναι ο τοπικός δήμος, 23% Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ), 22% άλλες δημόσιες αρχές, 6% το κράτος και 6% εξωτερικοί εμπειρογνώμονες). Το έργο της COPIL και της νομαρχίας υποστηρίζεται από ομάδες εργασίας ειδικούς του κεντρικού κράτους και εξωτερικούς εμπειρογνώμονες στους οποίους μπορεί να ανατίθενται συγκεκριμένες εργασίες, αναλύσεις κ.λπ. Στη συνέχεια η εφαρμογή του διαχειριστικού σχεδίου ανατίθεται σε κάποιο άλλο πρόσωπο που προέρχεται από την τοπική κοινωνία.

Στην Τσεχία δεν είναι υποχρεωτικό να υπάρχει διαχειριστικό σχέδιο για κάθε προστατευόμενη περιοχή (είναι υποχρεωτικά μόνο για ορισμένες κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών). Τα διαχειριστικά σχέδια, όπου συντάσσονται, είναι ευθύνη διαφορετικών κρατικών φορέων όπως της Υπηρεσίας Προστασίας της Φύσης και του Τοπίου, των τεσσάρων Εθνικών Πάρκων και των περιφερειακών αρχών που ετοιμάζουν διαχειριστικά σχέδια με τη βοήθεια ΜΚΟ (Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων) και εξωτερικών μελετητών. Κατά κανόνα, δεν υπάρχει διακριτός φορέας υπεύθυνος για την εφαρμογή του διαχειριστικού σχεδίου. Όλες οι δημόσιες αρχές προστασίας της φύσης είναι υποχρεωμένες να το εφαρμόζουν.

Στη Γερμανία η διαβούλευση των κρατικών υπηρεσιών που έχουν ως αρμοδιότητα τομείς του περιβάλλοντος (αγροτική παραγωγή, δάση, ύδατα, κ.ά.), ενδιαφερόμενες/εμπλεκόμενες ομάδες (stakeholders), μη κυβερνητικές οργανώσεις, κ.ά. πραγματοποιείται μέσω ενός συμβουλευτικού συμβουλίου.

Τα κοινά χαρακτηριστικά από την ευρωπαϊκή εμπειρία

Παρά την πλειάδα των προσεγγίσεων σε σχέση με τις διοικητικές δομές που έχουν επιλεγεί σε χώρες της Ευρώπης για τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών, τρία είναι τα κοινά τους χαρακτηριστικά:

α) Οι διοικητικές δομές είναι συμβατές με τη συνολική διοικητική διάρθρωση της χώραςΗ δημιουργία δομών που δεν αντιστοιχούν στη συνολική διοικητική αρχιτεκτονική της χώρας αποφεύγονται, μιας και δημιουργούνται ζητήματα επικάλυψης αρμοδιοτήτων και μειωμένης συνέργειας.

β) Για κάθε προστατευόμενη περιοχή υπάρχει σχέδιο διαχείρισής της, η εφαρμογή και παρακολούθηση του οποίου είναι η βασική αρμοδιότητα του εκάστοτε φορέα/δομής διαχείρισης. Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων διατήρησης που προκύπτουν από τα διαχειριστικά σχέδια είναι απαραίτητο να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική ενσωμάτωσή τους στις άλλες τομεακές πολιτικές και σχέδια (π.χ. στην πολιτική για το κυνήγι, την αλιεία, τα δάση, τη διαχείριση των υδάτων, τη γεωργία, τον χωροταξικό σχεδιασμό κ.λπ.). Αυτό πρακτικά μπορεί να γίνει με την υποχρεωτική επιβολή των μέτρων μέσω νομικά δεσμευτικών εργαλείων (θέσπιση μέσω νομοθετικής ή κανονιστικής διαδικασίας). Μπορεί όμως εξίσου να επιτευχθεί χρησιμοποιώντας διαδικασίες που εξασφαλίζουν καλό συντονισμό των σχετικών εμπλεκομένων τομεακών πολιτικών που επηρεάζονται από τις ανάγκες διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών.

γ) Η αποτελεσματική διαμόρφωση και εφαρμογή των σχεδίων διαχείρισης απαιτεί συνεχή και αποτελεσματική κοινωνική διαβούλευση. Η κοινωνική διαβούλευση αποτελεί δομικό τμήμα της χρηστής διακυβέρνησης (good governance). Η χρηστή διακυβέρνηση επιτυγχάνεται με τη διαφάνεια, τη συµµετοχή, τη λογοδοσία, την αποτελεσματικότητα και τη συνοχή. Βέλτιστες πρακτικές στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. εξασφαλίζουν την ενεργή συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων/εμπλεκόμενων ομάδων (stakeholders) στη διαμόρφωση και κυρίως στην εφαρμογή των διαχειριστικών σχεδίων. Κάποια κράτη-μέλη βασίζονται σε (μόνιμες) επιτροπές συντονισμού (steering groups or committees) για τη διαμόρφωση των διαχειριστικών σχεδίων (π.χ. Γαλλία, Αυστρία, Βέλγιο Λουξεμβούργο, Λετονία κ.ά.). Οι επιτροπές αυτές συνήθως περιλαμβάνουν τις τοπικές αρχές και τους εκπροσώπους των τοπικών ιδιοκτητών, χρηστών και δραστηριοποιούμενων στις προστατευόμενες περιοχές. Επιπλέον, στις επιτροπές αυτές μπορούν να συμμετέχουν εκπρόσωποι επαγγελματικών ομάδων, φορείς που δραστηριοποιούνται στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, στη γεωργία, στη δασοκομία, στο κυνήγι, στην αλιεία, στον αθλητισμό και στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.

Η ανάγκη για αποτελεσματική διοίκηση των περιοχών natura

Η μελέτη της διαΝΕΟσις, στο κεφάλαιο για τις καλές ευρωπαϊκές πρακτικές που συνδυάζουν αποτελεσματικά την προστασία και αναζωογόνηση των προστατευόμενων περιοχών με την οικονομική ανάπτυξη (ρεπορτάζ για το οποίο ακολουθεί), καταλήγει ότι «σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα ο φορέας διοίκησης των προστατευόμενων περιοχών ήταν γνωστός με διακριτές αρμοδιότητες, ώστε να μπορεί να σχεδιάσει και να υλοποιήσει συγκεκριμένες δράσεις. Η απουσία λοιπόν σταθερού διοικητικού σχήματος για το σύνολο των περιοχών Natura 2000 της Ελλάδας μπορεί να θεωρηθεί ως η βασική τροχοπέδη σε οποιαδήποτε αναπτυξιακή δραστηριότητα».

Λύνεται άραγε αυτό το κυρίαρχο πρόβλημα με την πρόταση της κυβέρνησης για τγη δημιουργία ενός κεντρικού φορέα διοίκησης με τοπικές αντένες; Μένει να αποδειχθεί. Πάντως το προηγούμενο μοντέλο των δεκάδων φορέων χωρίς ουσιαστικές και ξεκάθαρες αρμοδιότητες σίγουρα απέτυχε. Όμως η μελέτη της διαΝΕΟσις κατέληγε, το 2017, ενόψει της τότε αλλαγής του θεσμικού πλαισίου από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, κατέληγε σε ένα διαφορετικό πλαίσιο.

Συγκεκριμένα, με λίγα λόγια οι μελετητές της επιχτημονικής ομάδας κατέληγαν σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης και προστασίας των περιοχών αυτών και μεταξύ άλλων, πρότειναν:

  • Τη δημιουργία 13 ΦοΔΠΠ στα αντίστοιχα γεωγραφικά όρια των περιφερειών της χώρας.
  • Κάθε ΦοΔΠΠ να αναλαμβάνει την ευθύνη για το σύνολο των προστατευόμενων περιοχών στην περιφέρειά του.
  • Οι ΦοΔΠΠ να διοικούνται από 11μελή διοικητικά συμβούλια που περιλαμβάνουν εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης, περιβαλλοντικών οργανώσεων, του κεντρικού κράτους και αρμόδιους επιστήμονες.
  • Εκτός από τον Πρόεδρο του Δ.Σ., κάθε ΦοΔΠΠ να έχει και διευθύνοντα σύμβουλο.
  • Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας να συντάξει κοινό, λεπτομερή εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας των ΦοΔΠΠ που να καλύπτει όλες τις διοικητικές δραστηριότητες όλων των φορέων.
  • Η υπάρχουσα Επιτροπή «Φύση 2000» να ενεργεί ως Εθνική Επιτροπή Προστατευόμενων Περιοχών.
  • Αφαίρεση των κατασκευαστικών και ελεγκτικών αρμοδιοτήτων από τους ΦοΔΠΠ.
  • Οι ΦοΔΠΠ να αναζητήσουν νέες πηγές χρηματοδότησης από εμπορική δραστηριότητα, χορηγίες, ανεκμετάλλευτα ευρώ.

 

 

Σημείωση – disclaimer: καθώς ο υπογράφων το ρεπορτάζ και αρχισυντάκτης του economix.gr συμμετείχε τότε στην επιστημονική ομάδα της μελέτης, έγινε προσπάθεια να μην υπάρξουν στο ρεπορτάζ αξιολογικές κρίσεις επί της μελέτης, καθώς η αντικειμενικότητά τους θα ήταν μάλλον αμφισβητήσιμη.

 

 

5 Μαϊου 2020

Euractiv