Οι παγίδες του καλωδίου - Γιατί η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει στρατηγική και τακτική

Η Τουρκία προσπαθεί με κάθε τρόπο να εμποδίσει την υλοποίηση οποιουδήποτε ενεργειακού σχεδίου στην Ανατολική Μεσόγειο την παρακάμπτει. Είτε πρόκειται για αγωγό φυσικού αερίου είτε για καλώδιο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Ανάλογα με την περίπτωση ενεργοποιεί διάφορα εργαλεία που έχει στη φαρέτρα της, τα οποία καταλήγουν πάντα σε έναν κοινό παρονομαστή: τον (έμμεσο ή άμεσο) εκφοβισμό των επενδυτών και των κρατών και την απειλή χρήσης βίας ή την άμεση προβολή ισχύος. Ενίοτε προπαγανδίζει αντιρρήσεις οικονομικοτεχνικού χαρακτήρα, ώστε να πλήξει τη βιωσιμότητα ενός project (βλ. East Med) ή προειδοποιεί με την εκδίωξη πλοίων που διεξάγουν έρευνες σε αρχικό στάδιο ή και διεξάγει σεισμικές έρευνες και γεωτρήσεις για να καταδείξει τα δήθεν δικαιώματά της, ώστε να αποθαρρύνει συνολικά τα εμπλεκόμενα μέρη. Θέλοντας να ηγεμονεύσει στην ευρύτερη γειτονιά της, η Αγκυρα δεν διανοείται ότι δεν θα έχει λόγο και ρόλο σε συμπράξεις που σφυρηλατούν σχέσεις, αλλάζουν ισορροπίες και φέρνουν σταθερότητα και ευημερία. Συνάμα οραματίζεται τη μετεξέλιξή της σε «ενεργειακό πνεύμονα της Ευρώπης» και έχει ξοδέψει πάνω από 1 δισ. δολάρια για να έχει ευχέρεια κινήσεων, χωρίς να απαιτείται η εκμίσθωση εξοπλισμού από άλλες χώρες και μάλιστα για ενέργειες που κινούνται εκτός διεθνούς νομιμότητας. Συνεπεία αυτών των αντιλήψεων επιχειρεί τους τελευταίους μήνες να επιβάλει ένα ασφυκτικό πλαίσιο εκ μέρους της έγκρισης, εν προκειμένω για τον GSI (Great Sea Interconnector), προβάλλοντας τους ακόλουθους αβάσιμους ισχυρισμούς:
Η Αγκυρα επιμένει να απαιτεί ενημέρωση ώστε εν συνεχεία να επιλέξει αν θα αδειοδοτήσει τα ερευνητικά σκάφη που διερευνούν την ενδεδειγμένη περιοχή στον βυθό υφαλοκρηπίδας για την πόντιση του καλωδίου ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου – Ελλάδας. Την απαίτηση αυτή την εγείρει όχι μόνο σε σχέση με την παράνομα οριοθετημένη τουρκολιβυκή υφαλοκρηπίδα, που επικαλύπτει η νόμιμη ελληνοαιγυπτιακή, αλλά και όσον αφορά περιοχές μη οριοθετημένης υφαλοκρηπίδας. Στην πρώτη περίπτωση, τον Αύγουστο 2024, νοτίως της Κάσου η Τουρκία με πολεμικά σκάφη εμπόδισε την έρευνα. Στη δεύτερη, βορείως της Κρήτης, τον Φεβρουάριο 2025, απαίτησε επίσης άδεια.
Σημειώνεται ότι και οι ελληνικές αρχές ζητούν ενημέρωση και εκδίδουν άδειες (Επιτροπή Χορήγησης Αδειών Ερευνών Θαλάσσης) για ανάλογες ενέργειες τρίτων σε θάλασσες στα όρια ελληνικών διεκδικήσεων υφαλοκρηπίδας – ΑΟΖ, όπως οι διεκδικήσεις διατυπώνονται στον νόμο Μανιάτη (4001/2011).
Στη δεύτερη περίπτωση, βορείως της Κρήτης τον Φεβρουάριο του 2025, η Τουρκία πάλι με επίκεντρο την υφαλοκρηπίδα επέμεινε εκτός από την ενημέρωση, η όποια έρευνα να είχε την έγκρισή της. Παράλληλα, υπενθυμίζει ότι διεκδικεί την υφαλοκρηπίδα ανατολικά του 25ου μεσημβρινού στο Αιγαίο. Πρόκειται πάντως για μη οριοθετημένη – διαφιλονικούμενη περιοχή υφαλοκρηπίδας, που ευλόγως αξιώνει η Ελλάδα ως αποκλειστική διεκδικήτρια. Και επειδή αφορά το Αιγαίο, η Τουρκία επιπροσθέτως εγκαλεί την Ελλάδα ότι δεν τηρεί το Πρακτικό της Βέρνης (1976). Επαναφέρει, δηλαδή, την υποχρέωση που έχουν αναλάβει οι δύο χώρες να απέχουν από πρωτοβουλίες ή ενέργειες στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, που θα προκαλέσουν πρόβλημα ή θα εμποδίσουν τις διαπραγματεύσεις, όπως αυτές διεξάγονταν το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970. Το Πρακτικό της Βέρνης που επικαλείται η Τουρκία αφορά αποχή από αποκλειστική έρευνα μόνο υφαλοκρηπίδας και όχι έρευνα για πόντιση καλωδίου.
Η πόντιση καλωδίου και η έρευνα προς τούτο συνιστούν αδιαμφισβήτητα ελευθερία της ανοικτής θάλασσας, όπως διασφαλίζεται ρητά στο άρθρο 79 παράγραφοι 1 και 2 της σύμβασης. Η πόντιση καλωδίου δεν μπορεί να εμποδιστεί στην υφαλοκρηπίδα, υπό τον όρο ότι θα λαμβάνεται δεόντως υπόψη να μην παρενοχλούνται ούτε να επηρεάζονται τα κυριαρχικά δικαιώματα έρευνας υφαλοκρηπίδας και εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων, που ασκεί αποκλειστικά το παράκτιο κράτος. Τα κυριαρχικά δικαιώματα έχουν προτεραιότητα έναντι των ελευθεριών της θάλασσας. Επίσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ήδη τοποθετημένα καλώδια στην ίδια περιοχή.
Ακόμη κι αν το παράκτιο κράτος λαμβάνει εύλογα μέτρα για την έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, δεν μπορεί να παρεμποδιστεί η πόντιση του καλωδίου, κατά συνέπεια και η έρευνα. Και αντιστρόφως, όταν το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα υφαλοκρηπίδας, οφείλει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τις ελευθερίες της ανοιχτής θάλασσας, όπως η πόντιση καλωδίου. Ετσι ασκούνται ισόρροπα τα δικαιώματα και από τις δύο πλευρές, από το παράκτιο και από το τρίτο κράτος. Η ρήτρα αυτή δεν συνεπάγεται άδεια, ούτε συναίνεση για την ελεύθερη πόντιση του καλωδίου, την οποία πόντιση δεν επηρεάζει ούτε θίγει η οριοθετημένη ή μη υφαλοκρηπίδα.
Η απάντηση σε μελέτες Τούρκων συναδέλφων που επιχειρούν να δικαιολογήσουν γιατί πρέπει να ζητείται η έγκριση και άδεια της Τουρκίας ακόμη και για έρευνα προς πόντιση καλωδίου, αφού κατά την άποψή τους μπορεί να ενέχουν και δραστηριότητα που παραπέμπει στο καθεστώς της υφαλοκρηπίδας, είναι η εξής: η Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας δεν συγχέει –τουναντίον διακρίνει– τα δύο είδη έρευνας. Η έρευνα και πόντιση καλωδίου και η υποδομή προς τούτο δεν επιφέρει μεταβολές στη φυσική κατάσταση του βυθού, ούτε διαφοροποιούνται μεταξύ τους τα καλώδια. Το εν θέματι καλώδιο θα μεταφέρει ηλεκτρική ενέργεια, ακόμη όμως και δεδομένα να μετέφερε, δεν θα μετέβαλλε την ελευθερία της πόντισης. Ούτε πρόκειται για καλώδιο που θα συλλέξει σεισμικά δεδομένα, γιατί γι’ αυτά τα δεδομένα χρησιμοποιούνται ηχοβολιστικά.
Εάν η ελεύθερη έρευνα δεν απεμπλακεί από τη δέσμη της υφαλοκρηπίδας, οι παράπλευρες συνέπειες θα πολλαπλασιάζονται. Είναι πλέον πρόδηλο ότι οι τουρκικές απαιτήσεις δυσκολεύουν τη διέλευση του καλωδίου, η πόντιση του οποίου κινδυνεύει να «παγώσει» ήδη από το στάδιο της έρευνας. Η ελληνική πλευρά, εκτός από μεγαλύτερες δόσεις αποφασιστικότητας, οφείλει να επαναπροσδιορίσει την τακτική και στρατηγική της προσέγγιση στο εν λόγω ζήτημα.
Σε μια ιστορική καμπή, όπου η ανθεκτικότητα των Ευρωπαίων δοκιμάζεται και η προστασία παντός είδους ευρωπαϊκών υποδομών και δικτύων από υβριδικές επιθέσεις κακόβουλων τρίτων έχει καταστεί αναγκαία προϋπόθεση, η Ε.Ε. οφείλει εξίσου να υψώσει το ανάστημά της και να παράσχει την ξεκάθαρη στήριξή της σε όλα τα σχέδια, που όχι μόνο εδραιώνουν την παρουσία της σε περιοχές έντονου ενδιαφέροντος, όπως η Ανατολική Μεσόγειος, αλλά εισφέρουν και στην πολυπόθητη ασφάλεια ενεργειακής τροφοδοσίας της.
Ο κ. Πέτρος Λιάκουρας είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA).
(Καθημερινή)