Οι αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 στην οικονομική δραστηριότητα είναι μεγάλης έκτασης και συντελείται κυρίως μέσω τριών καναλιών. Πρώτον, η μερική ή πλήρης παύση λειτουργίας ολόκληρων τομέων, λόγω των μέτρων που θεσπίζονται για τον περιορισμό της διάδοσης, μειώνει σημαντικά την εγχώρια παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών στις περισσότερες χώρες. Δεύτερον, η διάδοση τέτοιων διαταραχών σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας επηρεάζει τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς της ΕΕ και των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού. Τρίτον, η επακόλουθη απώλεια εισοδήματος επιφέρει σημαντική μείωση της κατανάλωσης.
Εκτός του τομέα των υπηρεσιών, εστίασης και τουρισμού που υφίσταται μεγάλου μεγέθους μείωση της ζήτησης, σημαντική ύφεση παρατηρείται επίσης στην αγορά αυτοκινήτων και γενικά διαρκών αγαθών και εξοπλισμού, καθώς και στην κατασκευή κτιρίων και δημοσίων έργων σε όλες τις χώρες. Η άμεση επίπτωση είναι η ιδιαίτερα μεγάλη μείωση παραγωγής και παύση λειτουργίας ενεργοβόρων βιομηχανιών, όπως μετάλλων, τσιμέντου και υλικών κατασκευών. Εξαίρεση αποτελεί η χημική βιομηχανία, η οποία μάλλον διατηρεί τα επίπεδα παραγωγής της.
Η μείωση της παραγωγής ενεργοβόρων βιομηχανιών είναι η κύρια αιτία μείωσης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, που έφθασε μεταξύ -20% και -30% στην ΕΕ. Ο άλλος παράγοντας που συντελεί στη μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας είναι η μείωση της δραστηριότητας του κλάδου των υπηρεσιών και η μειωμένη λειτουργία των κτιρίων γραφείων. Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στις κατοικίες παρουσιάζει μικρή αύξηση αλλά αυτή δεν μπορεί να αντισταθμίσει την πτώση της κατανάλωσης στους λοιπούς τομείς.
Οι μεταφορές είναι ένας από τους τομείς που πλήττονται περισσότερο από αυτήν την πανδημία, μαζί με άλλους τομείς όπως ο τουρισμός, τα εστιατόρια κ.λπ. Ο οικονομικός αντίκτυπος καθορίζεται βραχυπρόθεσμα από τις μεγάλες αρνητικές διαταραχές της ζήτησης που προκαλούνται από μέτρα περιορισμού, όπως ταξιδιωτικοί περιορισμοί, επέκταση των ζωνών καραντίνας, επιβολή κοινωνικής απόστασης, μαζί με τις εθελοντικές προσπάθειες των ατόμων να αποφύγουν να μολυνθούν περιορίζοντας τις συνήθεις δραστηριότητες λιανικής και ταξιδιού. Ο βραχυπρόθεσμος αντίκτυπος της πανδημίας στον τομέα των μεταφορών, ιδίως των επιβατικών μεταφορών, είναι δραματικός και άνευ προηγουμένου σε αυτήν την κλίμακα κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Το ίδιο και χειρότερο για τις αεροπορικές μεταφορές: Η κίνηση του δικτύου Eurocontrol είχε κατά μέσο όρο μείωση 88% για την εβδομάδα από τις 27 Απριλίου έως τις 3 Μαΐου 2020 σε σύγκριση με πριν από ένα χρόνο. Η μείωση των εμπορευματικών μεταφορών, ιδίως των διεθνών, είναι της τάξης του 25% στην ΕΕ.
Η κατάρρευση της μεταφορικής δραστηριότητας επέφερε δραματική μείωση της ζήτησης πετρελαίου σε παγκόσμιο επίπεδο (10 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα λιγότερα, δηλαδή όσο η αύξηση που παρατηρήθηκε σε μία δεκαετία), η οποία σε συνδυασμό με τον πόλεμο τιμών μεταξύ των παραγωγών πετρελαίου που ήταν ήδη σε εξέλιξη, οδήγησε τις τιμές του πετρελαίου σε τεράστια πτώση (κάτω από 20$/βαρέλι). Εύλογα ακυρώνονται ή αναβάλλονται επενδύσεις παραγωγής, εξόρυξης και εξερεύνησης σε όλη την αλυσίδα αξίας του κλάδου του πετρελαίου. Όμως η πτώση των τιμών, διευκόλυνε την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, ενώ υπόκειντο γενικά μείωση εισοδήματος, και σε ορισμένες περιπτώσεις αύξησε τη ζήτηση για αποθήκευση πετρελαίου ακόμα και προαγορές πετρελαίου θέρμανσης.
Η μείωση της καύσης λιθάνθρακα και λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή σε όλη την ΕΕ, και στην Ελλάδα, επιταχύνθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ταυτόχρονα επιταχύνθηκαν οι πολιτικές και οριστικοποιήθηκαν τα χρονοδιαγράμματα κατάργησης των στερεών ορυκτών καυσίμων στην Ευρωπαϊκή ηλεκτροπαραγωγή στη συντριπτική πλειοψηφία των χωρών. Η ιδιαίτερα χαμηλές τιμές φυσικού αερίου (έφθασαν και κάτω από 10€/MWh αερίου) είχαν επικρατήσει στην αγορά ήδη πριν την κρίση, κυρίως χάρις στην παγκόσμια προσφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου που υπονόμευσε την ανταγωνιστικότητα του αερίου από αγωγούς και οδήγησε και σε σχεδόν πλήρη κατάργηση της τιμολόγησης του αερίου με βάση το πετρέλαιο. Πρόκειται για ιστορικές μεταβολές που έλαβαν χώρα σε μικρό χρονικό διάστημα και επιταχύνθηκαν με την κρίση όταν μεγάλες ποσότητες υγροποιημένου αερίου έμεναν αδιάθετες στην παγκόσμια αγορά. Η ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο έχει πάμφθηνη και επιπλέον παρέχει τις υπηρεσίες ευελιξίας, εφεδρείας και εξισορρόπησης τις οποίες το σύστημα έχει ολοένα και πιο πολύ ανάγκη με την μεγεθυνόμενη επέκταση των ανανεώσιμών πηγών ενέργειας. Ταυτόχρονα, οι υψηλές τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, οι οποίες ήταν ήδη σε υψηλά σχετικά επίπεδα προ της κρίσης (περίπου 25 €/τόνος), παρουσίασαν αξιοσημείωτη αντοχή παρά τη μείωση της ηλεκτροπαραγωγής και των εκπομπών, με μικρές μόνο και προσωρινές μειώσεις, ανακτώντας γρήγορα τα επίπεδα άνω των 20 €/τόνο. Η ραγδαία πτώση των τιμών φυσικού αερίου, η διατήρηση υψηλών τιμών δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα και η μεγέθυνση των αναγκών σε ευελιξία και εξισορρόπηση οδήγησαν πλέον ανεπιστρεπτί στο παρελθόν τον λιθάνθρακα και τον λιγνίτη. Και στην Ελλάδα, θα είναι πια ανόητο να μιλήσει κανείς ξανά για τον λιγνίτη.
Μάλιστα, η μεγάλη πτώση των αιχμών φορτίου στο μέσο της ημέρας, λόγω του lockdown, μεγέθυνε ακόμα περισσότερο τις ανάγκες εξισορρόπησης του συστήματος και κατέστησε αδύνατο για το σύστημα να λειτουργήσει ανελαστικές μονάδες παραγωγής όπως αυτές των στερεών καυσίμων (επειδή αυτές έχουν υψηλά τεχνικά ελάχιστα και δεν μπορούν να αναβοσβήνουν). Ταυτόχρονα, μειώθηκε σημαντικά και το κόστος ηλεκτροπαραγωγής αλλά και οι τιμές των χονδρεμπορικών αγορών spot σε όλη την ΕΕ (15 έως 25 €/MWh στις σποτ αγορές κατά μέσο όρο), χάρις στο συνδυασμό των παραγόντων που αναφέρθηκαν αλλά και τη συνεχούς μείωσης του κόστους των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Εμφανίστηκαν προσωρινά προβλήματα ρευστότητας σε ορισμένες ενεργειακές επιχειρήσεις λόγω μείωσης εσόδων και ανεξόφλητων λογαριασμών. Αυτά έχουν μειωθεί πλέον, αλλά οι επιπτώσεις από τη μείωση των εσόδων, ενώ ταυτόχρονα δεν μειώνονται μεγάλες ανελαστικές δαπάνες, παραμένουν. Αξιοσημείωτες είναι οι πιο μόνιμες επιπτώσεις από τη μείωση της ζήτησης ενέργειας, ιδίως της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία αναμένεται να παραμείνει σε στασιμότητα κατά τη διάρκεια των ετών ανάκαμψης της οικονομίας. Επιβράδυνση αναμένεται για τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που ήταν σε μεγέθυνση προ της κρίσης, σε νέες τεχνολογίες, όπως τα συστήματα αποθήκευσης, και σε ενεργειακές υποδομές δικτύων. Χρειάζεται παρέμβαση του κράτους για την αντιμετώπιση αυτής της επιβράδυνσης, διασφάλιση ρευστότητας για τις επενδύσεις αυτές και ενίσχυσή τους.
Οι μακροχρόνιες επιδράσεις στον τομέα των μεταφορών, και κατά συνέπεια στην ενέργεια και στο κλίμα, θα είναι μάλλον σημαντικές. Η μείωση της διεθνούς κινητικότητας σε επιβάτες και εμπορεύματα θα είναι μάλλον μόνιμη, λόγω της μείωσης του τουρισμού, της εφαρμογής τηλε-συσκέψεων και τηλε-εργασίας και της προτίμησης εγχώριων αγαθών έναντι εισαγομένων σε κάποια τουλάχιστον έκταση. Η αποφυγή συνωστισμού στα δημόσια μέσα μεταφοράς, η γενίκευση του ηλεκτρονικού εμπορίου και η τηλε-εργασία θα μειώσουν την κινητικότητα στις πόλεις αλλά και θα στρέψουν τους επιβάτες σε ιδιωτικά μέσα μεταφοράς σε βάρος των δημόσιων μέσων. Συγχρόνως όμως έτσι θα γίνουν πιο χρήσιμα και δημοφιλή ιδιωτικά μέσα όπως το ποδήλατο, το ηλεκτρικό μοτοποδήλατο, το περπάτημα αλλά και το πολύ μικρό (και φθηνό) ηλεκτρικό αυτοκίνητο πόλεων. Η επιτάχυνση της ηλεκτροκίνησης μπορεί και πρέπει να είναι ραγδαία, με μεγάλη υποβοήθηση από το Κράτος για τα δίκτυα φόρτισης, τη διαχείριση της συμφόρησης, του παρκαρίσματος και την αποθάρρυνση ρυπογόνων αυτοκινήτων. Τα οφέλη για το περιβάλλον είναι τεράστια από μία τέτοια αναδιάρθρωση των μεταφορών. Ταυτόχρονα, συστήματα και επιχειρήσεις που βασίζονται στη διαμοίραση μέσω μεταφοράς, ακόμα και ηλεκτρικών ποδηλάτων και αυτοκινήτων, υποχωρούν.
Η χωρίς προηγούμενο μείωσης της καύσης ορυκτών καυσίμων μείωσε δραστικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου όπως το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και το υποξείδιο του αζώτου, αλλά και την ατμοσφαιρική ρύπανση από οξείδια του θείου, οξείδια του αζώτου, πτητικούς υδρογονάνθρακες και επιβλαβή σωματίδια. ΟΙ εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αναμένεται να μειωθούν το 2020 κατά 8% από πέρυσι, σύμφωνα με τον IEA, μείωση που είναι διπλάσια της μείωσης κατά τη διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πολέμου και πολλαπλάσια της μείωσης κατά την κρίση του 2007. Όμως 7-8% το χρόνο πρέπει να μειώνονται οι εκπομπές για να μειωθεί η συγκέντρωσή τους στην ατμόσφαιρα ώστε να αποφευχθεί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη πάνω από τους 1.5oC.
Οι εκπομπές και η ρύπανση θα επανέλθουν στα προ κρίσης επίπεδα μετά την ανάκαμψη της οικονομίας; Αυτό το ερώτημα έχει κινητοποιήσει οικονομολόγους, περιβαλλοντικές οργανώσεις και πολιτικούς οι οποίοι προτείνουν έξοδο από την κρίση ταυτόχρονα με μεγαλύτερη από το παρελθόν διατήρηση της φιλικότητας προς το περιβάλλον. Η έκβαση αυτή εξαρτάται από τις επενδύσεις και τον προσανατολισμό τους.
Η πολιτική οικονομικής ανάκαμψης από την κρίση που προκάλεσε ο COVID-19 μπορεί να εκμεταλλευθεί ισχυρή συνέργεια μεταξύ της οικονομίας και της κλιματικής αλλαγής. Οι φιλικές προς την κλιματική αλλαγή επενδύσεις στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας, στον τομέα των μεταφορών και σε διαρκή αγαθά μεγάλης ενεργειακής απόδοσης είναι μεγαλύτερης αντοχής σε μελλοντικές κρίσεις κάθε είδους, προσφέρουν οικονομική ανάπτυξη μέσω της παραγωγικότητας και ανοίγματος νέων αγορών χάρις στην τεχνολογική ανταγωνιστικότητα και εν τέλει διατηρούν εγχώρια προστιθέμενη αξία και απασχόληση. Οι πολιτικές υπέρ της οικονομικής ανεξαρτησίας και εγχώριας δραστηριότητας είναι πλέον κατ’ εξοχήν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η ενεργειακή ανακαίνιση των κτιρίων και οι συσκευές μεγάλης απόδοσης, καθώς και τα ηλεκτρικά και φιλικά προς το τοπικό περιβάλλον οχήματα και μέσα μεταφοράς. Όλοι μπορούν να τα παράγουν και να τα υποστηρίξουν στην εγχώρια οικονομία, ακόμα και στην Ελλάδα. Είναι ανθεκτικά σε μελλοντικές κρίσεις τιμών, γεωπολιτικής, διάρρηξης των εφοδιαστικών αλυσίδων ή του παγκόσμιου εμπορίου. Ταυτόχρονα είναι φθηνά και τελικά σημαντικής εντάσεων εργασίας σε όλη την αλυσίδα αξιών. Η κρίση έφερε μπροστά πολιτική ωρίμανση ρηξικέλευθων και εμπροσθοβαρών πολιτικών αναδιάρθρωσης των μεταφορών, των τεχνολογιών των σπιτιών, ηλεκτρισμού και βιομηχανίας.
«Η μείωση εκπομπών που ξεκίνησε με το COVID-19 θα μπορούσε να είναι βραχύβια», λέει ο Cameron Hepburn του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Μαζί με μία ομάδα διεθνώς αναγνωρισμένων οικονομολόγων, όπως ο βραβευμένος με βραβείο Νόμπελ Τζόζεφ Στίγκλιτς και ο διάσημος οικονομολόγος του κλίματος Νίκολας Στερν, συνεργάστηκαν με την ευκαιρία της τωρινής κρίσης και κατέγραψαν περισσότερες από 700 πολιτικές τόνωσης της οικονομίας που είναι ταυτόχρονα φιλικές προς την κλιματική αλλαγή. Η εργασία επισημαίνει ότι οι παρεμβάσεις έχουν μεγάλη απόδοση κεφαλαίων, είναι γρήγορα εφαρμόσιμες και έχουν έντονα θετικό αντίκτυπο στο κλίμα. Πρόκειται για επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, σε άλλες υποδομές καθαρής ενέργειας, σε ενεργειακή αναβάθμιση οικοδομών, και την αναδιάρθρωση των μεταφορών.
- Ο Παντελής Κάπρος είναι καθηγητής ενεργειακής οικονομίας στο ΕΜΠ