Το νέο χωροταξικό των ΑΠΕ πρέπει να διορθώνει τυχόν αστοχίες των περιφερειακών χωροταξικών.
Τα χωροταξικά πλαίσια, συνιστούν στον χώρο και στο συγκεκριμένο χρόνο τη χωρική έκφραση της δημόσιας αναπτυξιακής και οικονομικής πολιτικής. Δεν θέτουν απλώς γενικές κατευθυντήριες οδηγίες για την σύνταξη των μελετών και των σχεδίων πολεοδομικού σχεδιασμού, αλλά έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα κλιμακούμενης εμβέλειας. Αυτό σημαίνει ότι η τυχόν παράβαση των συγκεκριμένων κατευθύνσεων τους μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα των αντίθετων διοικητικών πράξεων.
Όπως ανέφερε σχετικά πρόσφατα στο Renewable & Storage Forum ο Ανέστης Γουργιώτης, επίκουρος καθηγητής χωρικού σχεδιασμού στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, η χωροθέτηση μιας οικονομικής δραστηριότητας είναι ένα θέμα πολύ σημαντικό τόσο για την ίδια την οικονομική δραστηριότητα, όσο και για τη συμβίωση της οικονομικής δραστηριότητας με την περιοχή στην οποία εγκαθίσταται. Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος του χωρικού σχεδιασμού είναι η εξεύρεση αυτής της ισορροπίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, και η ανάπτυξη των ΑΠΕ είναι συχνά αντιμέτωπη με μια σειρά προκλήσεων οι οποίες άλλες έχουν να κάνουν με θέματα που αφορούν την ίδια τη δραστηριότητα αλλά και με άλλες που έχουν να κάνουν με τη χωρική διάσταση αυτής. Η χωροταξική πολιτική για τη ρύθμιση των παραγωγικών δραστηριοτήτων στο χώρο υλοποιήθηκε για πρώτη φορά με τη θεσμοθέτηση των Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης του 2003-2004.
Η συμβολή του χωρικού σχεδιασμού μέσω της μεταγενέστερης έγκρισης του Ειδικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ αποτέλεσε κομβικό σημείο τόσο για την ορθολογική χωροθέτηση των ΑΠΕ και τον περιορισμό των συγκρούσεων γης και την πρόληψη, την άμβλυνση και την αποτροπή των επιπτώσεων της εγκατάστασής τους στο περιβάλλον, όσο και την επιτάχυνση των διαδικασιών χωροθέτησης και τη μείωση των επενδυτικών αβεβαιοτήτων.
Η θεσμοθέτηση του Ειδικού Πλαισίου για τις Α.Π.Ε. αποτελεί τη βάση των στρατηγικών κατευθύνσεων του σχεδιασμού.
Πιο συγκεκριμένα το «Ειδικό Πλαίσιο για τις Α.Π.Ε.:
Α. ∆ιαμόρφωσε πολιτικές χωροθέτησης έργων Α.Π.Ε., ανά κατηγορία δραστηριότητας και κατηγορία χώρου.
Β) Καθιέρωσε κανόνες και κριτήρια χωροθέτησης που επιτρέπουν αφενός τη δηµιουργία βιώσιµων εγκαταστάσεων Α.Π.Ε. και αφετέρου την αρµονική ένταξή τους στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον.
Γ) ∆ημιούργησε αποτελεσµατικό µηχανισµό χωροθέτησης των εγκαταστάσεων Α.Π.Ε. ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι των εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών.
∆) Σε επιχειρησιακό επίπεδο απλοποίησε και συντόμευσε τις διαδικασιες χωρικού σχεδιασµού και χωρικής περιβαλλοντικής εξειδίκευσης για τη δηµιουργία έργων Α.Π.Ε., καθώς και στην εγκαθίδρυση συνθηκών ασφάλειας δικαίου για τους επενδυτές, χωρίς να τίθεται σε δευτερεύουσα θέση η προστασία του περιβάλλοντος.
Με τη θεσµοθέτηση και µόνο του Ειδικού Πλαισίου για τις Α.Π.Ε δεν επιτυγχάνεται αυτοµάτως η χωροθέτηση των εν λόγω έργων αλλά απαιτείται επιπλέον η εναρμόνιση των κατευθύνσεων του υποκείμενου σχεδιασμού µε εκείνες του εν λόγω πλαισίου. Η κατ’ εξακολούθηση χρονικά όμως ανακόλουθη θεσμοθέτηση των χωροταξικών πλαισίων εθνικού και περιφερειακού επιπέδου, έχει ως αποτέλεσμα συχνά τη μη εφαρμογή των κατευθύνσεων του εθνικού επιπέδου σχεδιασμού στον Περιφερειακό σχεδιασμό και την μη συσχέτιση ή εναρμόνιση των δύο αυτών επιπέδων.
Τα νέα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια που εκπονήθηκαν με βάση το ν. 2742/1999 και με συγκεκριμένες προδιαγραφές, οφείλουν να εναρμονίζονται με τις κατευθύνσεις του υπερκείμενου σχεδιασμού όπως είναι το ΕΧΠ ΑΠΕ. Οφείλουν επίσης με βάση τα λεπτομερέστερα στοιχεία περιφερειακού επιπέδου να εξειδικεύσουν τις κατευθύνσεις του Γενικού και του Ειδικού Πλαισίου των ΑΠΕ και να προτείνουν ανάδραση προς τον σχεδιασμό εθνικού επιπέδου.
Τα κυριότερα ζητήματα που αναδεικνύονται από την εμπειρία της εφαρμογής του σχεδιασμού στην Ελλάδα, δεδομένου ότι από το 2003 και μετά έχουμε πλέον θεσμοθετημένα εργαλεία σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, αφορούν :
(α) στην ελλιπή εναρμόνιση μεταξύ των διαφόρων επιπέδων του σχεδιασμού, κυρίως λόγω των σημαντικών καθυστερήσεων των διαδικασιών επικαιροποίησης,
(β) στην ανάγκη προσδιορισμού από την νομοθεσία της έννοιας «εξειδίκευσης» των κατευθύνσεων από τον υπερκείμενο στο υποκείμενο επίπεδο σχεδιασμού,
(γ) στην αδυναμία αποτελεσματικής σύνδεσης της χωροταξικής πολιτικής με άλλες τομεακές πολιτικές που έχουν χωρικές επιπτώσεις (πολιτική υποδομών, ενέργειας, τουρισμού κ.λπ.)
(δ) στην «πολυφωνία» του σχεδιασμού, λόγω των πολλών επιπέδων που συνυπάρχουν, χωρίς να εξυπηρετούν κάποια προφανή αναγκαιότητα,
(ε) στη συνεχόμενη ανάγκη για διευκρινίσεις επί των σχεδίων (του κανονιστικού ή του κατευθυντήριου χαρακτήρα τους), αλλά και
(στ) στις πολλές προσφυγές στο ΣτΕ επί της εφαρμογής των σχεδίων αυτών.
(ζ) στην ασάφεια του βαθμού δεσμευτικότητας των προβλέψεων που περιέχουν τα θεσμοθετημένα Χωροταξικά Πλαίσια.,
(η) στην ανάγκη θέσπισης μηχανισμού για την παρακολούθηση της εφαρμογής του χωρικού σχεδιασμού (monitoring),
(θ) στην ανάγκη δημιουργίας υποστηρικτικών μηχανισμών που θα παρακολουθούν τη δυναμική του χώρου και θα τροφοδοτούν τα εργαλεία του χωρικού σχεδιασμού με τις απαραίτητες πληροφορίες.
Όπως τόνισε ο κ. Γουργιώτης, το νέο ΕΧΠ ΑΠΕ που θα προκύψει από την αξιολόγηση και αναθεώρηση που προωθεί το ΥΠΕΝ, θα πρέπει να αξιολογήσει τις κατευθύνσεις των νέων ΠΧΠ (διαδικασία που προβλέπεται στο πλαίσιο της ανάδρασης).
Ο ρόλος του νέου ΕΧΠ ΑΠΕ είναι κομβικός διότι θα πρέπει να εντοπίσει και να διορθώσει τυχών αστοχίες των ΠΧΠ, δυνατότητα που του δίδεται λόγω της ανώτερης ιεραρχικά κλίμακας (στρατηγικός σχεδιασμός εθνικού επιπέδου) και του γεγονότος ότι το ΕΧΠ ΑΠΕ κατισχύει των κατευθύνσεων των ΠΧΠ.
Ο ίδιος εκτιμά ότι είναι κρίσιμο πλέον στην Ελλάδα να εξελιχθεί ο χωρικός σχεδιασμός, ώστε να είναι σε άμεση επαφή με τις κοινωνικές αλλαγές, με τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής αλλά και με τις προσδοκίες των πολιτών. Η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει σε μια «νέα δυναμική του χώρου», η οποία θα λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιοχών, τα μειονεκτήματα και τα προτερήματά τους καθώς και τις δυνατότητες ανάπτυξής τους. Βασική επιδίωξη, στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσπάθειας, αποτελεί η καλύτερη ιεράρχηση των χωροταξικών σχεδίων, τα οποία θα αποβλέπουν στο συντονισμό των χωρικών πολιτικών αλλά και των τομεακών πολιτικών με χωρικές επιπτώσεις. Τα σχέδια επιβάλλεται να αποτελούν, μεταξύ άλλων, τα βασικά εργαλεία για τον έλεγχο των χρήσεων γης και τη χωροθέτηση των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Ο ρόλος του κεντρικού κράτους θα πρέπει να περιορίζεται κατ’ αρχήν στην έκδοση και την παρακολούθηση (monitoring) της εφαρμογής σχεδίων, με τα οποία θα καθορίζονται οι στρατηγικοί στόχοι για τη διαχείριση του εθνικού χώρου. Στόχος αυτών των κειμένων θα είναι ο συντονισμός μεταξύ των εθνικών, περιφερειακών και τοπικών πολιτικών, που αφορούν στο σχεδιασμό και την οργάνωση του χώρου, με την αποφυγή των συγκρούσεων χρήσεων γης και την ενθάρρυνση συνεργειών κατά τη χωροθέτηση των οικονομικών δραστηριοτήτων.
Τέλος, ο κ. Γουργιώτης τόνισε ότι ο δημιουργικός μετασχηματισμός του ελληνικού συστήματος χωρικού σχεδιασμού απαιτεί νέα σκέψη, τολμηρά βήματα, απεμπλοκή από στερεότυπα και ιδεοληψίες του παρελθόντος, καθώς και νέα νομικά εργαλεία και θεσμικές προσεγγίσεις που θα αξιοποιούν τη γνώση και τη δημιουργικότητα, τη δυναμική καθώς και τις καλές πρακτικές τόσο του ιδιωτικού όσο και ενός αναβαθμισμένου δημόσιου τομέα .
8 Δεκεμβρίου 2020
energypress