Να ένα νέο εμπόδιο που θα μπορούσε να εμποδίσει τον πλανήτη να πραγματοποιήσει οριστική στροφή στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής: ας φανταστούμε ότι την επόμενη δεκαετία μια εντελώς νέα οικονομία στο μέγεθος της Ρωσίας αναδυόταν από το πουθενά.
Με τον τέταρτο μεγαλύτερο κλάδο ηλεκτρικής ενέργειας στον κόσμο και τη μεγαλύτερη επιβάρυνση από εκπομπές σταθμών ηλεκτροπαραγωγής μετά την Κίνα, τις ΗΠΑ και την Ινδία, αυτή η νέα οικονομία θα ήταν από μόνη της αρκετή για να εκτροχιάσει τις προσπάθειες προκειμένου να σταματήσει η υπερθέρμανση του πλανήτη - ειδικά εάν συνέχιζε να αναπτύσσεται και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2030 .
Αυτός είναι ο κίνδυνος ο οποίος ενυπάρχει στη φαινομενικά ακόρεστη όρεξη της Κίνας για ηλεκτρική ενέργεια.
Εγκατάσταση ΑΠΕ με θηριώδεις ρυθμούς
Κρίνοντας από τον ταχύτατο ρυθμό κατασκευής υποδομών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας πέρυσι, μπορεί κανείς να σκεφτόταν ότι η χώρα είχε σπάσει την "ράχη" του εθισμού της στον άνθρακα.
Στο σύστημα συνδέθηκαν 55 γιγαβάτ ηλιακής ενέργειας και 48 γιγαβάτ αιολικής ενέργειας, ρεκόρ και για τις δύο μορφές, συγκρίσιμο αθροιστικά με την συνολική παραγωγική ικανότητα του Μεξικού στο πεδίο της ενέργειας - κι αυτό σε λιγότερο από 12 μήνες.
Φέτος θα σημειωθεί ακόμη ταχύτερος ρυθμός ανάπτυξης, με 93 γιγαβάτ ηλιακής ενέργειας και 50 γιγαβάτ αιολικής ενέργειας να προστίθενται, σύμφωνα με έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα από το China Electricity Council (CEC), ένωση βιομηχανιών του κλάδου παραγωγής ενέργειας.
Αυτή η πρόοδος θα μπορούσε θεωρητικά να οδηγήσει σε κορύφωση των εκπομπών ρύπων του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας εντός λίγων μηνών (σ.μ. το σημείο μετά το οποίο οι εκπομπές θα αρχίσουν να υποχωρούν μέχρι - θεωρητικά - να μηδενιστούν), αντί για την ημερομηνία στα τέλη της δεκαετίας του 2020 την οποία έχει υπαινιχθεί ως στόχο η κυβέρνηση.
Σε συνδυασμό με μια μικρότερη ποσότητα υδροηλεκτρικών και πυρηνικών, τα πρόσθετα ηλιακά πάνελ και οι ανεμογεννήτριες του 2022 πιθανότατα θα προσθέσουν περίπου 310 τεραβατώρες στην παραγωγή ενέργειας μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα φέτος. Αυτή η αύξηση κατά 3,8% θα ήταν αρκετή για να τροφοδοτήσει ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο.
Πού εντοπίζεται το πρόβλημα;
Χώρες που έχουν φτάσει τα επίπεδα της κατά κεφαλήν κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της Κίνας (ήδη στο ίδιο επίπεδο με το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης) βλέπουν συνήθως ρυθμούς ανάπτυξης σε λιγότερο από το μισό του παραπάνω επιπέδου.
Η προσφορά νέων ποσοτήτων στο δίκτυο θα μπορούσε να αυξηθεί με ταχύτερο ρυθμό απ’ ό,τι εκείνος σε Βραζιλία, Ιράν, Νότια Κορέα ή Ταϊλάνδη την τελευταία δεκαετία, χωρίς να προσθέσει έναν τόνο επιπλέον άνθρακα στην ατμόσφαιρα.
Ωστόσο, υπάρχει ένα πρόβλημα με αυτήν την εικόνα. Εάν η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξηθεί με ακόμη πιο εκθετικά αναπτυσσόμενο ρυθμό, απλώς δεν θα υπάρχουν αρκετές ΑΠΕ για την τροφοδοσία του δικτύου. Τα ορυκτά καύσιμα - δηλαδή σχεδόν αποκλειστικά ο άνθρακας - θα κλειθούν να καλύψουν το κενό.
Ένα τέτοιο αποτέλεσμα φαίνεται σαφώς πιθανό. Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας το 2021 αυξήθηκε με πρωτοφανή ρυθμό 10% και θα αυξηθεί ξανά μεταξύ 5% και 6% φέτος, σύμφωνα με τo CEC. Κάτι τέτοιο υποδηλώνει ότι η χώρα ανταποκρίνεται στις προβλέψεις του CEC για ανοδική ζήτηση ηλεκτρικού δικτύου την επόμενη δεκαετία, με την παραγωγή να φτάνει τις 11.300 τεραβατώρες το 2030. Εξωτερικοί αναλυτές, όπως ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) και το BloombergNEF, προβλέπουν μια πιο μέτρια ανάπτυξη σε περίπου 10.000 TWh.
Η διαφορά μεταξύ αυτών των δύο προοπτικών είναι τεράστια - ισοδύναμη με όλη την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από τη Ρωσία ή την Ιαπωνία. Εάν το CEC έχει δίκιο και η IEA και το BloombergNEF έχουν άδικο, ακόμη και ο θηριώδης ρυθμός εγκαταστάσεων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που βλέπουμε τώρα δεν θα είναι αρκετός προκειμένου να περιορίσει τις εκπομπές στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας της Κίνας.
Ποιος έχει δίκιο; Από τη μία πλευρά, θα ήταν δίκαιο να σημειώσουμε ότι οι σχεδιαστές στον κλάδο ενέργειας συνήθως κάνουν λάθος από την πλευρά της υπερεκτίμησης. Εάν η πρόβλεψή για τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας είναι πολύ υψηλή, οι κρατικοί παραγωγοί θα είναι απλώς λίγο λιγότερο κερδοφόροι από ό,τι θα ήταν διαφορετικά - αλλά αν είναι πολύ χαμηλή, θα βρεθεί κανείς μπροστά σε διακοπές ρεύματος και διακοπές λειτουργίας επιχειρήσεων όπως η Κίνα το περασμένο φθινόπωρο, δηλαδή μπροστά σε ένα πολύ πιο οδυνηρό αποτέλεσμα.
Ηλεκτρικά οχήματα και ηλεκτρολυτικές κυψέλες
Από την άλλη πλευρά, η απαλλαγή της ίδιας της κινεζικής οικονομίας από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα πρέπει να οδηγήσει τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας πολύ πάνω από αυτό που έχουμε δει στο παρελθόν.
Περίπου 3,3 εκατομμύρια ηλεκτρικά οχήματα πωλήθηκαν το 2021 και το BloombergNEF εκτιμά ότι άλλα 5,7 εκατομμύρια θα αγοραστούν το 2022. Κάθε εκατομμύριο ηλεκτρικών οχημάτων πιθανότατα προσθέτει περίπου 2 TWh φορτίου στο δίκτυο. Αυτοί οι όγκοι αυξάνονται γρήγορα σε μια χώρα όπου τα ηλεκτρικά συστήματα μετάδοσης κίνησης καταλαμβάνουν μια αγορά που απορροφά περισσότερα από 25 εκατομμύρια νέα αυτοκίνητα ετησίως.
Η απανθρακοποίηση της βιομηχανίας, βασικό στοιχείο στον δρόμο της Κίνας προς τις μηδενικές εκπομπές, θα μπορούσε επίσης να αλλάξει την εικόνα. Ο IEA προβλέπει ότι η χώρα θα κατασκευάσει 25 GW ηλεκτρολυτικών κυψελών για την παραγωγή υδρογόνου έως το 2030, αρκετές για να καταναλώνουν περίπου 200 TWh από μόνες τους, εάν η Κίνα τις λειτουργεί σε σχεδόν 24ωρη βάση.
Τα παραπάνω δεν είναι ωστόσο αρκετά για να δικαιολογήσουν την κλίμακα της προβλεπόμενης ζήτησης. Η Κίνα είναι ήδη μία από τις λιγότερο αποδοτικές χώρες στον κόσμο όσον αφορά τη μετατροπή της ενέργειας σε οικονομική ανάπτυξη και παρά την επίσημη, κρατική πίεση στις πιο σπάταλες βιομηχανίες όπως εκείνες της χαλυβουργίας, της διύλισης πετρελαίου, της υαλουργίας και της τσιμεντοβιομηχανίας, οι στόχοι της για πιο συνετή και παραγωγική χρήση ενέργειας παραμένουν χαμηλότατοι.
Σημάδι αδυναμίας
Οι χώρες που απανθρακοποιήθηκαν ταχύτερα είναι εκείνες, όπως η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ, που έχουν δει τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας να σταθεροποιείται ή ακόμη και να μειώνεται, δίνοντας τη δυνατότητα στις νέες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να αντικαταστήσουν γεννήτριες καύσης ορυκτών καυσίμων, χωρίς να "κυνηγούν" κατά πόδας μια συνεχώς αυξανόμενη επιβάρυνση του δικτύου τους.
Η αδυναμία της Κίνας να κάνει κάτι τέτοιο, την ώρα που ο όγκος του πληθυσμού της κορυφώνεται και η κατανάλωση ενέργειας αγγίζει τα επίπεδα των ανεπτυγμένων χωρών δεν είναι ένδειξη ισχύος.
Αντίθετα, είναι σημάδι μιας χώρας η οποία αδυνατεί διαχρονικά να πραγματοποιήσει τη μετάβαση μακριά από τη ρυπογόνα βαριά βιομηχανία και προς την κοινή ευημερία και τον οικολογικό πολιτισμό που συνεχίζει να υπόσχεται ο πρόεδρος της.
Μέχρι η Κίνα να χαλιναγωγήσει αυτό το βασισμένο στην πιστωτική επέκταση μοντέλο, οι κίνδυνοι για την οικονομία της και το κλίμα σε παγκόσμια κλίμακα μονάχα θα αυξάνονται.
(του David Fickling, Bloomberg, capital.gr)