Μπορούν οι ΑΠΕ να υποκαταστήσουν τα ορυκτά καύσιμα;

Τα νούμερα προβληματίζουν και δείχνουν ότι η ενεργειακή μετάβαση χρειάζεται επανασχεδιασμό.

Στην τελευταία εικοσαετία επενδύθηκαν πάνω από 9,5 τρισεκατομμύρια δολάρια στις ΑΠΕ παγκοσμίως, ωστόσο τα αποτελέσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα. Η πράσινη ενέργεια προμηθεύει μόλις το 4% της παγκόσμιας κατανάλωσης.

 

Τα ορυκτά καύσιμα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο, παραμένουν ο «βασιλιάς», έχοντας το 80% του παγκόσμιου ενεργειακού ισοζυγίου.

Αυτό το ποσοστό μπορεί να έχει ελαφρώς μειωθεί, ωστόσο η κατανάλωση συμβατικών καυσίμων αυξάνεται ειδικά στις αναπτυσσόμενες χώρες όπου και συγκεντρώνεται το 80% του πληθυσμού της Γης. Η Κίνα, η Ινδία, η Ινδονησία, το Μεξικό, η Βραζιλία, η Νιγηρία και η Αίγυπτος, αυτές καθορίζουν τη ζήτηση, όχι η Ευρώπη.

Χρειάζεται να γίνουμε πιο πραγματιστές με τα όρια της πράσινης μετάβασης, να μην παρασυρόμαστε από τη κάθε τελευταία «μόδα» στην καθαρή ενέργεια, αγνοώντας τα κόστη και ειδικά τις ανησυχίες των πολιτών που βλέπουν να επωμίζονται συνεχώς νέα βάρη.  

Τα λόγια αυτά προέρχονται από τον CEO της Saudi Aramco H.Nasser, κατά την πρόσφατη ομιλία του στο ετήσιο συνέδριο Ceraweek της αγοράς πετρελαίου στο Χιούστον και θα μπορούσε κανείς να πει ότι έχει κάθε συμφέρον να τα λέει.

Εκπροσωπεί έναν από τους πρωταγωνιστές του παγκόσμιου καρτέλ, ένα ολιγοπώλιο που δεκαετίες τώρα χειραγωγεί την παραγωγή, ελέγχει τις τιμές, άρα έχει κάθε λόγο να θέλει να υπονομεύσει την πράσινη μετάβαση προς όφελος των πετρελαικών συμφερόντων.

Το θέμα είναι ότι παρόμοιες απόψεις ακούγονται τελευταίως όλο και συχνότερα και στη κατεξοχήν λοκομοτίβα της ενεργειακής μετάβασης, την Ευρώπη. 

 

Η σκληρή πραγματικότητα που μπορεί να μη μας αρέσει, είναι ότι η φθηνή εκείνη τεχνολογία στις ΑΠΕ που θα υποκαταστήσει τα ορυκτά καύσιμα δεν έχει ακόμη βρεθεί. Το υδρογόνο και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα έχουν μεγάλες δυνατότητες, αλλά εξακολουθούν να είναι ακριβά και δεν έχουν κερδίσει κατά κράτος το κοινό. Μπαταρίες αποθήκευσης ακόμη δεν έχουμε για να στηρίξουμε μια μαζικότερη διείσδυση των ΑΠΕ. Ούτε και δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.

Κάποιες χώρες αρχίζουν να σηκώνουν το πόδι από το «γκάζι» και να κατεβάζουν ταχύτητα, αφού τα πράσινα κόστη έρχονται σε μια στιγμή που στην Ευρώπη αυξάνονται οι δημοσιονομικοί περιορισμοί. Αναγνωρίζουν την οικονομική πίεση που αντιμετωπίζουν οι πολίτες τους.

Το νέο κύμα του ευρωσκεπτικισμού άλλωστε βρίσκει έδαφος στην εμμονική εφαρμογή κάποιων πράσινων πολιτικών οι οποίες έχουν και κοινωνικό κόστος. Όσο γαλαντόμες και αν είναι οι επιδοτήσεις, καλύπτουν κλάσμα μόνο από τις δαπάνες που συνεχώς μεγαλώνουν.

Ας δούμε ξανά τα νούμερα. Στην πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ), εκτιμάται ότι η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου θα αυξηθεί φέτος κατά 800.000 βαρέλια την ημέρα και θα φτάσει στα 102,9 εκατ. βαρέλια την ημέρα.

Επίσης, η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου αναμένεται να αυξηθεί φέτος κατά 1,34 εκατ. βαρέλια την ημέρα και να φτάσει πλέον στα 103,18 εκατ. βαρέλια ημερησίως, σημειώνοντας αισθητή αύξηση από τα 101,84 εκατ. βαρέλια την ημέρα του περασμένου έτους.

Τι έχει συμβεί; Απλούστατα, αυξάνεται η ζήτηση για το «μαύρο χρυσό» τόσο από τις ΗΠΑ, όσο και από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες που σημαίνει ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα εξακολουθήσουν να είναι ζωτικής σημασίας για την κάλυψη των ενεργειακών απαιτήσεων του μεγαλύτερου τμήματος του πλανήτη. 

Κανείς από τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς δεν θεωρεί ότι το φυσικό αέριο θα πάψει να παίζει καταλυτικό ρόλο. Ακόμη και στο σενάριο zero carbon του IEA για το 2050, το αέριο κατέχει μερίδιο 30%.

Αυτό με τη σειρά του μας φέρνει κοντά σε μια άλλη αλήθεια που αφορά τους εγχώριους υδρογόνανθρακες.

Στην περιοχή μας υπάρχει μια μεγάλη κινητικότητα. Στην Ιταλία, μετά από χρόνια «πάγου» στο κεφάλαιο υδρογονανθράκων, η χώρα έχει ανοίξει ξανά τις έρευνες για αέριο στην Αδριατική.

Στη Ρουμανία παράγουν ήδη το δικό τους φυσικό αέριο, στη Κροατία προ μερικών μηνών η κρατική INA ανακοίνωσε την είδηση για ένα νέο κοίτασμα φυσικού αερίου, ενώ η Τουρκία έχει ανακαλύψει κι αυτή το κοίτασμα Sakarya στη Μαύρη Θάλασσα.

2

Αν θέλουμε να πάρουμε μια «μυρωδιά» για το τι συμβαίνει σήμερα στον πλανήτη, είναι χαρακτηριστικός ο πίνακας με τα αποθέματα, τη παραγωγή και τη κατανάλωση φυσικού αερίου παγκοσμίως, που παρουσίασε ο μέχρι πρότινος αντιπρόεδρος της Energean Oil, Ντίνος Νικολάου στο πρόσφατο Power & Gas Forum.

Ο πλανήτης έχει συνολικά σήμερα 200 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (tcm) αποθέματα. Εχει μια παραγωγή κοντά στα 4.000 δισ. κυβικά μέτρα (bcm) το χρόνο και μια ανάλογη κατανάλωση.

Στη γειτονιά μας, η χώρα με μακράν τα μεγαλύτερα αποθέματα είναι η Αίγυπτος με 2,2 - 2,3 τρισ. κυβικά μέτρα και με πολύ μικρότερη προς το παρόν παραγωγή μόνο 68 δισ. κ.μ. καθώς έχει ανάγκη από περισσότερες επενδύσεις. Σαν χώρα είναι σταθερά ελλειμματική, διψά για εισαγωγές και θέλει από το Ισραήλ πολύ περισσότερο φυσικό αέριο απ’ αυτό που ήδη παίρνει.

Στο Ισραήλ τα αποθέματα είναι γύρω στα 1,2 bcm, η χώρα παρήγαγε πριν το πόλεμο 20,5 bcm και μπορεί να παράξει επιπλέον 16 - 18 bcm, αλλά γι’ αυτό επίσης χρειάζονται επενδύσεις. Εχει δε, μια κατανάλωση 12 bcm, διπλάσια της Ελλάδας που δεν ξεπερνά τα 6 bcm το χρόνο, ακριβώς γιατί έχει σημαντική βιομηχανική παραγωγή, κάτι που δεν συμβαίνει στα καθ’ ημάς.

Στη χώρα μαίνεται χρόνια τώρα ένα debate, τι ποσότητα από τη περίσσεια πρέπει να εξαχθεί. Οι Ισραηλινοί φοβούνται ότι αν εξαχθούν όλες οι περίσσειες ποσότητες, η χώρα θα χρειαστεί κάποια στιγμή να εισάγει, άρα θα αυξηθεί ο πληθωρισμός και θα πληγεί η οικονομία τους. Το ΑΕΠ της χώρας έχει ενισχυθεί σημαντικά από τις ανακαλύψεις φυσικού αερίου, από το οποίο 9-10 bcm εξάγονται στην Αίγυπτο και την Ιορδανία.

Στο παιχνίδι υπάρχει φυσικά η Λιβύη με αποθέματα 1,4 - 1,5 tcm, παραγωγή 12 bcm και κατανάλωση που ουδείς γνωρίζει καθώς η χώρα συνεχίζει να αποτελεί μια «μαύρη τρύπα».

Στη δε, περίπτωση της Κύπρου, όλο και περισσότεροι μιλούν για μια ιστορία αποτυχίας, αφού παρά τα ευρήματα εδώ και πάνω από μια 10ετία και τα πολλά οικόπεδα (Αφροδίτη, Καλυψώ, Κρόνος), για λόγους γεωπολιτικούς αλλά κυρίως αποτυχημένων πολιτικών, δεν έχει καταφέρει να παράξει το παραμικρό.

Η Ελλάδα

Στη περίπτωση της Ελλάδας, τα κουτάκια για τα αποθέματα και τη παραγωγή στο πίνακα του κ. Νικολάου, είναι κενά, αφού η τελευταία σημαντική ανακάλυψη ήταν στο Πρίνο τις δεκαετίες του '70 και '80.

Το μόνο κουτάκι που έχει συμπληρωθεί είναι αυτό της ετήσιας κατανάλωσης, η οποία φτάνει στα 6 δισ. κυβικά μέτρα και μεταφράζεται σε εισαγωγές πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ το χρόνο.

Στην καρδιά της πρόσφατης ενεργειακής κρίσης του 2022, τα κονδύλια για εισαγόμενα καύσιμα, δηλαδή πετρέλαιο και φυσικό αέριο, που κληθήκαμε να πληρώσουμε, ανήλθαν περίπου στα 30,8 δισ. ευρώ, ήτοι 14,7 δισ. περισσότερα σε σχέση με το 2021.

Τον καιρό της κρίσης, η ελληνική μεγαβατώρα ξεπέρασε τα 300 ευρώ, όταν στο Ισραήλ, οι βιομηχανικοί καταναλωτές πληρώνουν σταθερά 12-13 ευρώ. Ακριβώς επειδή εκεί υπάρχει εγχώρια παραγωγή, όχι όμως και σε εμάς.

Ένα διαχρονικό γαϊτανάκι από λανθασμένες πολιτικές, γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, βιομηχανία προσφυγών, αλλά μια απουσία σαφούς προσανατολισμού των κυβερνήσεων ως προς αν θέλουμε ή όχι να αξιοποιήσουμε τα όποια κοιτάσματα διαθέτουμε, μας κρατάει ακόμη στο περιθώριο. 

(Αναδημοσίευση από το liberal.gr)

(φωτο:pixabay.gr)