Μονάδες βάσης και όχι ΑΠΕ ευνοούν τα κέντρα δεδομένων και η Τεχνητή Νοημοσύνη - Τι σημαίνει για την Ελλάδα

Τα κέντρα δεδομένων είναι το νέο σλόγκαν για τους απανταχού ηλεκτροπαραγωγούς, πράγμα λογικό αφού προσθέτουν νέα ζήτηση στο σύστημα την οποία χρειάζονται παραγωγοί σε χώρες όπως η δική μας, όπου αναμένεται να υπάρξει υπερπροσφορά στο μέλλον.

Καθόλου τυχαίο, λοιπόν, δεν είναι ότι τα κέντρα δεδομένων και η Τεχνητή Νοημοσύνη φιγουράρουν πλέον στις ανακοινώσεις και την εταιρική επικοινωνία των περισσότερων εγχώριων παραγωγών, αλλά και των διαχειριστών.

 

Εντούτοις, η φύση της ζήτησης των συγκεκριμένων κέντρων είναι τέτοια που απαιτεί μονάδες βάσης και όχι ευέλικτη παραγωγή, πράγμα που έχει γίνει εμφανές ήδη στην αγορά των ΗΠΑ. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι οι πρόσφατες συμφωνίες για χρήση πυρηνικών μονάδων, οι οποίες θεωρούνται η ιδανική λύση, καθώς συνδυάζουν καθαρή και σταθερή παραγωγή.

Πρόσφατη επιστημονική μελέτη επιβεβαιώνει το παραπάνω συμπέρασμα και παράλληλα φανερώνει ότι το επίπεδο κόστος υπολογισμού (LCOC) των κέντρων δεδομένων ευνοεί υψηλότερο συντελεστή φορτίου και χαρακτηρίζεται από σχετικά χαμηλή ευαισθησία στα επίπεδα των τιμών.

Όπως τονίζεται, "μια τιμή βάσης 125$/MWh ευνοεί συντελεστές φορτίου άνω του 64%. Τα πιο ανεπτυγμένα κέντρα δεδομένων με υψηλότερο κόστος ευνοούν ακόμη μεγαλύτερους συντελεστές για να βελτιστοποιηθεί το LCOC τους".

Με απλά λόγια, αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως τα κέντρα δεδομένων είναι η σταθερή διαθεσιμότητα της ενέργειας και όχι τόσο η τιμή της. Το πόρισμα είναι ότι η "έκρηξη" στην Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να ενισχύσει σημαντικά τη ζήτηση για ισχύ βάσης στο εξής.

Στην περίπτωση της Ελλάδας πυρηνικές μονάδες δεν υπάρχουν, άρα οι υποδομές δεδομένων θα μπορούσαν να βασιστούν θεωρητικά στις νέες μονάδες φυσικού αερίου. Μια τέτοια εξέλιξη θα ευνοούσε σημαντικά τη βιωσιμότητα των μονάδων αυτών, η οποία θα απειληθεί προς τα τέλη αυτής της δεκαετίας δίχως την εφαρμογή μηχανισμού ισχύος.

Από την άλλη, θα ήταν αντίθετη με το κυρίαρχο αφήγημα του ΕΣΕΚ: Ότι δηλαδή οι σταθμοί φυσικού αερίου θα συμμετέχουν ολοένα και λιγότερες ώρες στο σύστημα και θα αμείβονται κυρίως για την ετοιμότητα που θα παρέχουν ώστε να κλείνουν "τρύπες".

 

Επίσης, η νέα ζήτηση μόνο ανοδικά μπορεί να οδηγήσει τις τιμές αν καλυφθεί από το φυσικό αέριο, ιδίως τα καλοκαίρια. Και σε αυτό το σημείο υπάρχει αντίφαση με την παραδοχή του ΕΣΕΚ ότι οι τιμές θα μειωθούν.

Ως εκ τούτου, εγείρονται ερωτηματικά που θα πρέπει να βρουν απάντηση. Η λύση ενδεχομένως να έρθει τελικά από την ίδια την αγορά αν βρεθεί τρόπος να καλυφθούν οι ανάγκες μέσω ΑΠΕ και αποθήκευσης. Για παράδειγμα, η ζήτηση των κέντρων δεδομένων το βράδυ θα μπορούσε να καλυφθεί εν μέρει με μπαταρίες και εν μέρει με εισαγωγές σε ώρες με χαμηλή εγχώρια πράσινη παραγωγή.

 

f