Μεταξύ μπλόφας και δασμών – Πώς ο Τραμπ επιδιώκει το έλεγχο της αγοράς ενέργειας

Από την ημέρα της ορκωμοσίας του για τη δεύτερη θητεία του, ο Ντόναλντ Τραμπ ξετυλίγει τις διαπραγματευτικές του μεθόδους στον ενεργειακό τομέα, αξιοποιώντας δασμούς και στοχευμένες δηλώσεις –συχνά μέσω της πλατφόρμας του Truthsocial- προκειμένου να επηρεάσει τις αγορές και τους εμπορικούς εταίρους.
Μάλιστα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που πίσω από τις κινήσεις αυτές κρύβεται μια διφορούμενη εμπορική στρατηγική που συνδυάζει τη μπλόφα με συγκεκριμένες ενέργειες.
Από την πρώτη του θητεία (2016-2020), έχει εφαρμόσει σημαντικούς δασμούς, ιδίως σε εισαγόμενο χάλυβα και αλουμίνιο, επηρεάζοντας άμεσα τις ενεργειακές βιομηχανίες της Βόρειας Αμερικής. Επισήμως, αυτή η διεκδικητική στρατηγική στόχευε στην προστασία των αμερικανικών βιομηχανικών συμφερόντων, θέτοντας παράλληλα ευνοϊκούς όρους για μελλοντικές εμπορικές διαπραγματεύσεις. Οι άμεσες συνέπειες ήταν το αυξημένο κόστος παραγωγής για τις αμερικανικές εταιρείες ενέργειας και μια σημαντική αλλαγή στη δυναμική του αμερικανικού εμπορίου με τον Καναδά και το Μεξικό.
Τα μαθήματα από την πρώτη θητεία
Αρχής γενομένης από το 201, ο Τραμπ εισήγαγε δασμούς 25% στον χάλυβα και 10% στο αλουμίνιο που εισαγόταν από τον Καναδά και το Μεξικό. Αυτά τα μέτρα είχαν άμεσες συνέπειες, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος για στρατηγικά ενεργειακά έργα όπως ο αγωγός Keystone XL και οι διασυνοριακές ηλεκτρικές υποδομές.
Για παράδειγμα, ο Καναδάς κατέγραψε πτώση 17% στις εξαγωγές χάλυβα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες το επόμενο έτος, σύμφωνα με το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, οι αμερικανικές εταιρείες αντιμετώπισαν πρόσθετες δαπάνες που εκτιμώνται σε περισσότερα από 5,6 δισεκατομμύρια δολάρια το 2018, όπως αναφέρθηκε από το Peterson Institute for International Economics, οι οποίες συνδέονται άμεσα με αυτές τις αποφάσεις για τους δασμούς.
Ο χάλυβας και οι αυξήσεις στις τιμές
Μετά από λίγους μόνο μήνες, οι τιμές του αλουμινίου στις ΗΠΑ άρχισαν να πέφτουν, με τον εγχώριο χάλυβα να ακολουθεί την ίδια πορεία. Ωστόσο, το χάσμα μεταξύ των τιμών των ΗΠΑ και των παγκόσμιων τιμών και για τα δύο παρέμεινε μεγαλύτερο από ό,τι πριν από τους δασμούς. Οι τιμές μειώθηκαν επίσης πιο αργά από ό,τι είχαν ανέβει, ειδικά για τον χάλυβα, ο οποίος είχε δασμολογηθεί με υψηλότερο συντελεστή 25%. Ο χάλυβας των ΗΠΑ δεν επέστρεψε στην προ δασμολογική τιμή του μέχρι τον Ιανουάριο του 2019.
Μέχρι τα μέσα του 2019, οι δασμοί είχαν αρθεί για τις καναδικές και μεξικανικές εισαγωγές, οι οποίες αντιπροσώπευαν το 27% των εισαγωγών χάλυβα των ΗΠΑ και το 43% των εισαγωγών αλουμινίου. Η κυβέρνηση Μπάιντεν τερμάτισε αργότερα τους δασμούς στα μέταλλα της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2021, εν μέσω ρεκόρ τιμών χάλυβα που τροφοδοτήθηκαν από διαταραχές της αλυσίδας εφοδιασμού λόγω της COVID-19.
Η πτώση των τιμών του αλουμινίου και του χάλυβα οφείλεται εν μέρει στην αύξηση της εγχώριας παραγωγής αλουμινίου και χάλυβα. Σε σύγκριση με το 2017, οι ΗΠΑ αύξησαν την παραγωγή χάλυβα κατά 6 εκατομμύρια μετρικούς τόνους το 2019 και την παραγωγή αλουμινίου κατά 350.000 μετρικούς τόνους. «Οι δασμοί μπορούν να ενθαρρύνουν τους παραγωγούς χάλυβα και αλουμινίου των ΗΠΑ να αυξήσουν την παραγωγική τους ικανότητα ή να επανεκκινήσουν εργοστάσια σε αδράνεια», εξηγει ο Γουίλιαμ Χοκ, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας που ειδικεύεται στα οικονομικά του διεθνούς εμπορίου.
Η κομβική συμμαχία USMCA
Η δυναμική στρατηγική του Τραμπ κορυφώθηκε με την επιτυχή επαναδιαπραγμάτευση της Συμφωνίας Ηνωμένων Πολιτειών-Μεξικού-Καναδά (USMCA), που αντικατέστησε τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (NAFTA). Αυτή η νέα συμφωνία επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες να αναδιαμορφώσουν ριζικά τους περιφερειακούς εμπορικούς κανόνες, παρέχοντας στρατηγικό πλεονέκτημα στις αμερικανικές ενεργειακές βιομηχανίες, ιδιαίτερα στους υδρογονάνθρακες.
Οι παρεμβάσεις του Τραμπ στο πετρελαϊκό καρτέλ
Κατά την πρώτη του θητεία, ο Τραμπ έδειξε επίσης την ικανότητά του να επηρεάζει άμεσα τον Οργανισμό Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών (ΟΠΕΚ). Ενώ ο διάδοχός του, Τζο Μπάιντεν, θα αντιμετώπιζε αργότερα δυσκολίες να λάβει άμεσες απαντήσεις από τον ΟΠΕΚ, ο Τραμπ πέτυχε γρήγορες προσαρμογές παραγωγής μετά από απλές δημόσιες δηλώσεις.
Για παράδειγμα, τον Απρίλιο του 2020, οι άμεσες παρεμβάσεις του βοήθησαν στη σταθεροποίηση της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου, οδηγώντας τις τιμές του αργού Brent από περίπου 20 δολάρια σε περίπου 30 δολάρια το βαρέλι μέσα σε λίγες εβδομάδες.
«Χτίζοντας» κυρίαρχη θέση
Όπως επισημαίνει το energynews.pro αυτή ακριβώς η ικανότητά του να επηρεάζει γρήγορα και αποτελεσματικά τις παγκόσμιες αγορές υπογράμμισε τη χαρακτηριστική κυριαρχία του Τραμπ στα ενεργειακά οικονομικά, διαφοροποιώντας τον σαφώς από τους προκατόχους του. Αυτή η επιρροή όχι μόνο προστάτευε τα αμερικανικά πετρελαϊκά συμφέροντα, αλλά του επέτρεψε επίσης να κατευθύνει διακριτικά τις παγκόσμιες τιμές σε ευθυγράμμιση με τις οικονομικές και διπλωματικές στρατηγικές του.
Μπλοφάροντας…
Από τότε που επέστρεψε στην εξουσία, ο Τραμπ φαίνεται να έχει υιοθετήσει μια πιο λεπτή και διφορούμενη προσέγγιση, σε αντίθεση με το αρχικά επιθετικό του στυλ. Η πρόσφατη ανακοίνωσή του για σημαντικούς δασμούς στις εισαγωγές του Καναδά και του Μεξικού, που είχε αρχικά προγραμματιστεί για το πρώτο τρίμηνο του 2025, έχει επανειλημμένα αναβληθεί, παρατείνοντας έτσι την οικονομική αβεβαιότητα στις αγορές της Βόρειας Αμερικής.
Το Οντάριο αντέδρασε άμεσα επιβάλλοντας μια εξαιρετική προσαύξηση 25% στις εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες—μια προβλέψιμη απάντηση που αξιοποιήθηκε γρήγορα από τον Τραμπ, ο οποίος υπόσχεται τώρα μια αυστηρά αναλογική απάντηση στην κίνηση του Καναδά.
Αυτή η μέθοδος έμμεσης διαπραγμάτευσης φαίνεται πλέον κεντρικής σημασίας για τη στρατηγική του Τραμπ: παρακινώντας τους εμπορικούς εταίρους να αντιδράσουν πρώτοι, δίνοντάς του τη δυνατότητα να τοποθετηθεί ως υπερασπιστής και όχι ως εμπνευστής οικονομικών συγκρούσεων. Αυτή η στάση ελαχιστοποιεί την άμεση πολιτική ευθύνη του ενώ μεγιστοποιεί τα πιθανά οικονομικά οφέλη για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η διαμάχη με την Κίνα: μοτίβο πολιτικής ή εξαίρεση;
Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Τραμπ διεξήγαγε επίσης έναν άνευ προηγουμένου εμπορικό πόλεμο κατά της Κίνας, κυρίως επιβάλλοντας τεράστιους δασμούς σε εισαγόμενα αγαθά αξίας 360 δισεκατομμυρίων δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σπάνιων γαιών που είναι ζωτικής σημασίας για τους τομείς της τεχνολογίας και της ενέργειας της Αμερικής. Μετά από μια παρατεταμένη περίοδο σημαντικής οικονομικής αστάθειας, αυτή η αντιπαράθεση ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2019 με την υπογραφή μιας μερικής εμπορικής συμφωνίας («Πρώτη Φάση»), αφήνοντας σε ισχύ την πλειοψηφία των αρχικών δασμών. Οι κινεζικές εισαγωγές που υπόκεινται σε δασμούς είδαν τους μέσους δασμούς να αυξάνονται σε περίπου 25%, αναδιαμορφώνοντας μόνιμα τις διμερείς εμπορικές σχέσεις.
Αυτή η προσέγγιση, που συνδυάζει την αρχική ισχυρή αντιπαράθεση και την τελική μερική διαπραγμάτευση, μπορεί τώρα να αναπαραχθεί στις σχέσεις των ΗΠΑ με τους βορειοαμερικανούς εταίρους τους. Οι πρόσφατες ανακοινώσεις δασμών και οι επακόλουθες επαναλαμβανόμενες καθυστερήσεις σχετικά με τον Καναδά και το Μεξικό ενισχύουν την ύπαρξη μιας πολύπλοκης στρατηγικής, που βασίζεται τόσο στην μπλόφα όσο και στις αναμενόμενες αντιδράσεις των εμπλεκόμενων οικονομικών και πολιτικών παραγόντων.
Εξάλλου, ο Τραμπ αρέσκεται να χρησιμοποιεί τη φρασεολογία μιας παρτίδας πόκερ, επισημαίνοντας συχνά στις συζητήσεις τους την έννοια του «καλού χαρτιού» (αναφέρθηκε πολλές φορές σε αυτό κατά την διαμάχη του με τον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο). Επομένως, η μπλόφα δεν μπορεί να απουσιάζει από την τακτική του…