Μετά τη Task Force, «καμπανάκια» και από την αγορά για υδρογόνο και δέσμευση CO2
Στα όσα επεσήμανε τα τελευταία 24ωρα η ευρωπαϊκή Task Force για τους Κανονισμούς που ακόμη εκκρεμούν, μεταξύ των οποίων για το Υδρογόνο και το CCS, χθες ήταν η ώρα της αγοράς να κρούσει τα δικά της καμπανάκια.
Αποδέκτες τόσο η Κομισιόν, όσο και η ελληνική κυβέρνηση, καθώς τα δύο αυτά βασικά συστατικά της πράσινης μετάβασης, φαίνεται ότι πάσχουν σε ρεαλισμό, ευελιξία από πλευράς ρυθμιστικού πλαισίου και οικονομική στήριξη.
Το πρώτο ζήτημα αφορά την πολιτική της ΕΕ απέναντι στο πράσινο υδρογόνο, με τον αναπληρωτή CEO της Helleniq Energy, Γιώργο Αλεξόπουλο, να αναφέρεται χθες, μιλώντας στο ετήσιο συνέδριο για το Ταμείο Ανάκαμψης, σε ένα άκρως προβληματικό πλαίσιο, που καθιστά περίπου απαγορευτική τη παραγωγή του μετά το 2030.
Και αυτό, καθώς όπως είπε, ο κανονισμός Green H2 βάζει ως προϋπόθεση η συμμετοχή των ΑΠΕ στα εθνικά δίκτυα να ξεπερνά το 90%, λόγω της απαίτησης για ωριαίο συγχρονισμό μεταξύ της παραγωγής ανανενώσιμων πηγών ενέργειας και της ηλεκτρόλυσης.
«Αυτό καθιστά αμφίβολη τη παραγωγή πράσινου υδρογόνου σχεδόν οπουδήποτε στην Ευρώπη, πλην των χωρών της Σκανδιναβίας», είπε χαρακτηριστικά το υψηλόβαθμο στέλεχος του ενεργειακού ομίλου, καλώντας τη Κομισιόν να γίνει πιο ευέλικτη, θέση μάλιστα που βρήκε σύμφωνο και τον παριστάμενο, επικεφαλής της κοινοτικής Task Force για το Ταμείο Ανάκαμψης, Johannes Luebking.
Αν δεν λυθεί το θέμα, συνέχισε ο κ. Αλεξόπουλος, θα καθυστερήσει η ωρίμανση της τεχνολογίας γιαν τους ηλεκτρολύτες, θα περιορισθούν οι εφαρμογές πράσινου H2 και κατ' επέκταση η έγχυσή του στα δίκτυα φυσικού αερίου. Και θύμισε ότι η παραγωγή ανανεώσιμων καυσίμων τα οποία θα πρέπει να παράγουν τα διυλιστήρια για τις αερομεταφορές από το 2030 και μετά, μπορεί να προέλθει μόνο από πράσινη ηλεκτρική ενέργεια με βάση το υδρογόνο. Δηλαδή από έργα, όπως αυτά που αναπτύσσει η Helleniq Energy, ύψους άνω των 2 δισ. ευρώ, τα οποία θα περιλαμβάνουν συνολικά 250 MW πράσινου H2.
Σημειωτέον ότι η χώρα μας έχει δεσμευτεί έως τον Ιούνιο να έχει έτοιμο το νομοθετικό πλαίσιο για το υδρογόνο, (μαζί με όλα τα θέματα που άπτονται της εφοδιαστικής αλυσίδας του καυσίμου και το support scheme), εκκρεμότητα που μας επεσήμαναν και οι κοινοτικοί της Task Force τη Τετάρτη, καθώς η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση αποτελεί ένα από τα επόμενα milestones του REPower EU. Το θύμισε ξανά μάλιστα χθες ο κ. Luebking, μιλώντας στο συνέδριο που διοργάνωσαν η Κομισιόν, το Τ. Ανάκαμψης του υπ. Εθνικής Οικονομίας και το ΙΟΒΕ.
Που βρίσκεται το CCS
Το υδρογόνο είναι το ένα θέμα ανησυχίας της αγοράς σε ότι αφορά τις καινοτόμες τεχνολογίες για την επίτευξη των κλιματικών στόχων. Το δεύτερο αφορά τη δέσμευση CO2 (CCS), με τον κ. Αλεξόπουλο να θυμίζει ότι η συγκεκριμένη τεχνολογία επίσης δεν έχει το βάρος που της αναλογεί στο ελληνικό πρόγραμμα.
Κι αυτό, καθώς ναι μεν η συνιστώσα της ενέργειας συμμετέχει με 36% στο Ταμείο Ανάκαμψης, όμως εξ αυτού, μόλις το 10% αφορά έργα που προορίζονται για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, για τις οποίες δεν προβλέπονται έργα δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS), μια κατανομή μάλιστα σημαντικά χαμηλότερη απ΄ότι για άλλα κράτη-μέλη.
Η αλήθεια είναι ότι όπως και στο Υδρογόνο, έτσι και στο CCS, η Ελλάδα έχει μείνει πίσω, κάτι που επίσης μας θύμισαν οι κοινοτικοί. Εκκρεμούν σημαντικά ζητήματα, με πρώτο και καλύτερο το θεσμικό πλαίσιο, δηλαδή τον Κανονισμό (Regulation), για τον οποίο έχουμε δεσμευτεί να είναι έτοιμος ως το καλοκαίρι.
Κυρίως όμως έχει σημασία να είναι ευέλικτος, να επικρατήσει ο ρεαλισμός και να αφήσει την αγορά να λειτουργήσει μέσα από τις συμφωνίες που θα γίνουν, ώστε να μην επαναληφθούν τα λάθη του προηγούμενου Κανονισμού, αυτού για την Υπόγεια Αποθήκη της Καβάλας. Τότε, τα χαμηλά ποσοστά κοινωνικοποίησης, ειδικά σε μια περίοδο υψηλών τιμών φυσικού αερίου (φθινόπωρο 2021), είχαν καταστήσει μη βιώσιμη την επένδυση, η οποία έκτοτε παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες.
Μια τυχόν πολύ χαμηλή ταρίφα (εφόσον οριστεί), θα καθιστά μη βιώσιμη την επένδυση Prinos CCS της Energean, ενώ αν πάλι είναι πολύ υψηλή, τότε οι emmiters, δηλαδή οι βιομηχανίες που θα θέλουν δυνητικά να μεταφέρουν όγκους CO2 στο Πρίνο, πολυ απλά δεν θα το κάνουν. Προφανώς, λοιπον, τον βασικό λόγο θα πρέπει να έχει η διαπραγμάτευση στην αγορα.
Δεν εκκρεμεί όμως μόνο ο Κανονισμός για να πάρει μπροστά η αγορά CCS στην Ελλάδα. Εκκρεμεί η δημιουργία αρμόδιας Διεύθυνση έργων στο ΥΠΕΝ για τη δέσμευση και αποθήκευσης CO2 (CCS), στο πρότυπο των Διευθύνσεων π.χ. για την ηλεκτρική ενέργεια ή για τις ΑΠΕ & τα εναλλακτικά καύσιμα.
Τι κάνουν άλλες χώρες
Εξίσου σημαντικό είναι ότι δεν έχουμε διμερείς συνεργασίες για τη μεταφορά όγκων CO2 απο τη μια χώρα στην άλλη. Το θέμα δηλαδή της διακρατικής μεταφοράς π.χ. από τη Βουλγαρία, την Ιταλία ή τη Κροατία όγκων CO2 στο Πρινο, ακριβώς όπως κάνουν άλλες χώρες.
Πρόσφατα, η Δανία και η Γαλλία σύναψαν συμφωνία που θεσπίζει ένα πλαίσιο για τη μεταφορά και αποθήκευση CO2, με γνώμονα την επίτευξη του στόχου της ΕΕ για ουδετερότητα εκπομπών έως το 2050. Η Δανία μάλιστα δίνει προτεραιότητα στην συγκεκριμένη τεχνολογία ως βασικό πυλώνα της στρατηγικής της για τις εκπομπές και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, διέθεσε το 2023 σχεδόν 4 δισ. δολάρια για να αναπτύξει τις μεταφορικές της δυνατότητες, καθώς και την ικανότητα αποθήκευσης. Εκτός των παραπάνω, δεν έχουμε ορίσει και τις προδιαγραφές που πρέπει να έχουν τα πλοία μεταφοράς του υγροποιημένου CO2.
Το έργο θα πραγματοποιηθεί μέσω ενός κλάδου του Dartagnan carboduc (αγωγός άνθρακα) που έχει κατασκευαστεί από τη γαλλική GRTgaz και ο οποίος θα μεταφέρει αέριο από τις γαλλικές στις νορβηγικές ακτές, περνώντας από ολλανδικά και βελγικά λιμάνια.
Η συμφωνία αναμένεται να συμβάλει στον στόχο της Γαλλίας να αποθηκεύει περισσότερους από 8 εκατομμύρια τόνους άνθρακα έως το 2030 και 20 εκατομμύρια τόνους έως το 2050. Ο στόχος της ΕΕ για το 2030 είναι 50 εκατομμύρια τόνοι.
Αλλά με τόσο υψηλούς στόχους, από μόνη της η χωρητικότητα της Δανίας δεν είναι αρκετή. Ακριβώς γι’ αυτό λόγο, τον Ιανουάριο, τον Ιανουάριο ο γάλλος υπ. Ενέργειας Roland Lescure, είχε υπογράψει μια επιστολή προθέσεων με τον Νορβηγό ομόλογό του.
Τον Οκτώβριο του 2023, ο Lescure είχε ταξιδέψει στη Νορβηγία για να επισκεφθεί το έργο Northern Light – το αναπτύσσεί μια κοινοπραξία εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου από TotalEnergies, Equinor και Shell – η οποία προσφέρει αποθήκευση άνθρακα σε πρώην υπεράκτια σπήλαια πετρελαίου στη Βόρεια Θάλασσα.
Οταν ολοκληρωθεί το έργο εντός του 2024, τότε θα μπορεί να αποθηκεύσει 1,5 εκατ. CO2, αυξάνοντας τον όγκο σε 5 εκατομμύρια τόνους από το 2026. Δύο γαλλικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις, που βρίσκονται στην περιοχή Pas-de-Calais, έχουν ήδη έχει συνάψει σύμβαση για τη χρήση αυτής της αποθήκης.
Εννοείται ότι σοβαρή δουλειά πρέπει να γίνει και από τη πλευρά της Energean. Εντός του έτους ο επενδυτής θα πρέπει να πραγματοποιήσει μία σειρά από σημαντικά βήματα, μεταξύ των οποίων να εκπονήσει μια τεκμηριωμένη μελέτη για τη μετατροπή της άδειας έρευνας που έχει λάβει από την ΕΔΕΥΕΠ, και η οποία λήγει τον Αύγουστο, σε άδεια αποθήκευσης. Με βάση τα χρονοδαγράμματά της εταιρείας, η άδεια θα πρέπει να έχει ληφθεί μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2025.
Εντος του 2024 πρέπει επίσης να έχει ολοκληρωθεί η ανάθεση και διαβούλευση της Μελέτης Περιβαλλοντικών και Κοινωνικών Επιπτώσεων (ΜΠΚΕ), για την 1η φάση του έργου. Επίσης θα πρέπει να δρομολογηθεί ένα market test, προς τα τέλη του 2024, το οποίο και θα δείξει το δεσμευτικό επενδυτικό ενδιαφέρον. Η εταιρεία έχει μέχρι στιγμής 8 MUOs με επιχειρήσεις, πολλές εκ των οποίων ελληνικές, καθώς και άλλες από την ευρύτερη γειτονιά μας, ωστόσο πρέπει το ενδιαφέρον να πάρει δεσμευτικό χαρακτήρα.
Αρχές του 2025, θα πρέπει να ληφθεί η επενδυτική απόφαση. Και για να γίνει αυτό, θα πρέπει η εταιρεία να έχει συμφωνήσει με κάποιον emmiter. Επίσης εντός του 2025 θα πρέπει να έχουν ληφθεί όλες οι υπόλοιπές άδειες, και προς τα τέλη του επόμενου έτους να γίνει η προβλεπόμενη γεώτρηση στο έργο, μέσω της οποίας και θα εγχέεται στον Πρίνο το υγροποιημένο CO2.
Τέλος, μεσα στο πρώτο τρίμηνο του 2026 πρέπει το έργο να έχει κατασκευαστεί και να έχει πάρει άδεια λειτουργίας. Μιλάμε πάντα για την πρώτη φάση του Prinos CCS, ετήσιας δυναμικότητας αποθήκευσης 1 εκατ. τόνων CO2 και εκτιμώμενου προυπολογισμού 400 εκατ ευρώ. Η δεύτερη φάση θα αφορά 3 εκατ. τόνους CO2, για την ανάπτυξή του θα απαιτηθούν 500 εκατ. ευρώ, αλλά είναι μια συχζήτηση που αφορά το απώτερο μέλλον.