Μελέτη του ΙΟΒΕ για τα offshore αιολικά: Επενδύσεις έως 60 δισ. μέχρι το 2050 – Έως και στο 55% φτάνει η εγχώρια προστιθέμενη αξία
Σημαντικό «αποτύπωμα» στην εθνική οικονομία προβλέπεται να έχουν τα offshore αιολικά, όπως δείχνει η μελέτη που διενήργησε ο ΙΟΒΕ για λογαριασμό της ΕΔΕΥΕΠ - το οποίο μάλιστα μπορεί να γίνει ακόμη μεγαλύτερο στην περίπτωση που η χώρα μας αξιοποιήσει την αναπτυξιακή ώθηση που μπορεί να παράσχει ο νέος αυτός κλάδος. Είναι ενδεικτικό ότι στο πιο φιλόδοξο σενάριο, οι επενδύσεις ήδη για το 2030 προβλέπεται να αγγίξουν τα 7,7 δισ. και να εκτιναχθούν σωρευτικά στα 60 δισ. μέχρι το 2050.
Τα παραπάνω νούμερα προέρχονται από μελέτη που πραγματοποίηση ο ΙΟΒΕ για λογαριασμό της ΕΔΕΥΕΠ, τα βασικά συμπεράσματα της οποίας παρουσιάστηκαν χθες στην ανακοίνωση του Εθνικού Προγράμματος Ανάπτυξης Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων, από τον κ. Γιώργο Μανιάτη, Επικεφαλής Τμήματος Κλαδικών Μελετών ΙΟΒΕ. Η μελέτη κάνει προβλέψεις για τρεις διαφορετικές υποθέσεις εργασίας -το «φιλόδοξο σενάριο», το «κεντρικό σενάριο» και το «σενάριο υστέρησης»- με τα αναπτυξιακά οφέλη να διαφοροποιούνται αισθητά, ανάλογα με το ποιο θα επικρατήσει.
Σημαντικό είναι πως, από τις παραμέτρους που καθορίζουν κάθε σενάριο, σχεδόν όλες εξαρτώνται από τη βούληση της χώρας μας (και της εγχώριας παραγωγικής βάσης) να αδράξει την ευκαιρία που προσφέρει ο νέος αυτός «πράσινος» κλάδος. Η μόνη εξωγενής παράμετρος είναι το κόστος της τεχνολογίας, όπου στο αισιόδοξο σενάριο λαμβάνεται η υπόθεση πως τελικά θα αποδειχθεί 10% από τις προβλέψεις του IRENA, στο κεντρικό σενάριο ότι θα επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις του Οργανισμού και στο σενάριο υστέρησης πως θα κινηθεί 10% υψηλότερα από τις εκτιμήσεις.
Όλες οι υπόλοιπες παράμετροι είναι στη διακριτική ευχέρεια της χώρας μας, ξεκινώντας από την «απόδοση» εκπλήρωσης των εθνικών στόχων. Κάτι που στο φιλόδοξο σενάριο θα σήμαινε 20% μεγαλύτερη εγκατεστημένη ισχύ από τους στόχους του ΕΣΕΚ, στο κεντρικό σενάριο υλοποίηση των στόχων του Εθνικού Σχεδίου, και στο σενάριο υστέρησης 20% μικρότερες επιδόσεις από το ΕΣΕΚ.
Η αντιπαραβολή «πραγματικότητα vs. ΕΣΕΚ» έχει αντίκρισμα και στο ενεργειακό μίγμα, όπου στο φιλόδοξο σενάριο η Ελλάδα γίνεται εξαγωγέας «πράσινης» ενέργειας, ενώ στο σενάριο υστέρησης συνεχίζει να χρειάζεται εισαγωγές για να καλύψει τις ανάγκες της. Διαφοροποίηση έχουν οι τρεις υποθέσεις εργασίας και ως προς την προστιθέμενη αξία, η οποία υποτίθεται υψηλή, μέτρια και χαμηλή, αντίστοιχα.
Η εμπλοκή ελληνικών κατασκευαστικών εταιρειών στον κλάδο, από την άλλη πλευρά, θα επηρέαζε και τη συμμετοχή εγχώριων εταιρειών σε έργα εκτός συνόρων – ξεκινώντας από το 8% της εγκατεστημένης ισχύος σε όμορα κράτη στη φιλόδοξο σενάριο, υποθέτοντας συμμετοχή στο 4% στο κεντρικό, αλλά και καμία ανάμιξη στο σενάριο υστέρησης.
Όπως είναι φυσικό, το ιδανικό «μίγμα» των παραπάνω παραμέτρων θα απογείωνε τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη των υπεράκτιων αιολικών στην Ελλάδα. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με το φιλόδοξο σενάριο, η εγχώρια προστιθέμενη αξία θα αγγίξει το 55%. Ως αποτέλεσμα, η επενδυτική δαπάνη των 60 δισ. μέχρι τα μισά του αιώνα θα «μεταφραστεί» σε 1,9 δισ. ευρώ ετήσια συνεισφορά στο ΑΕΠ για την περίοδο 2024-2050, και σε 44.000 υποστηριζόμενες θέσεις εργασίας κατʼ έτος.
Από πού θα προέλθει το 55% του εγχώριου οικονομικού περιεχόμενου, στο σύνολο της επενδυτικής δαπάνης των 60 δισ.; Κυρίως από την κατασκευή των στοιχείων υποδομής των υπεράκτιων αιολικών πλην των ανεμογεννητριών (37%), όπως π.χ. από την ανάπτυξη εξεδρών για τα πλωτά offshore πάρκα. Το αμέσως μεγαλύτερο «ειδικό βάρος» στην εθνική οικονομία θα έχει η εγκατάσταση και θέση σε λειτουργία των έργων (10%), ενώ μικρότερο μερίδιο αναλογεί στην κατασκευή ανεμογεννητριών (5%) και στην ανάπτυξη και διαχείριση (3%) των έργων.
Στο κεντρικό σενάριο, οι επενδύσεις έως το 2050 «προσγειώνονται» σωρευτικά στα 55,2 δισ. ευρώ και η εγχώρια προστιθέμενη δαπάνη στο 45% - μειώνοντας μεν το αναπτυξιακό «αποτύπωμα» από την ανάπτυξη του κλάδου, το οποίο ωστόσο κάθε άλλο παρά είναι αμελητέο. Επομένως, η ετήσια συνεισφορά στο ΑΕΠ διαμορφώνεται στα 1,4 δισ. και οι υποστηριζόμενες θέσεις εργασίας στις 32.300 κάθε χρόνο.
Στο σενάριο υστέρησης, όπως είναι φυσικό, η χώρα μας θα δρέψει τα μικρότερα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη – με τις σωρευτικές επενδύσεις να διαμορφώνονται στα 48,6 δισ. ευρώ, όμως το εγχώριο οικονομικό περιεχόμενο να περιορίζεται στο 25%. Στο ίδιο μήκος κύματος, η ετήσια συνεισφορά στο ΑΕΠ θα είναι λίγο πάνω από τα 600 εκατ. ευρώ και οι υποστηριζόμενες θέσεις εργασίας κοντά στις 32.300 κάθε χρόνο.