Μελέτη ΑΔΜΗΕ: Απαραίτητες τρείς τουλάχιστον νέες μονάδες αερίου για την επάρκεια του συστήματος, αλλά δεν θα είναι βιώσιμες χωρίς μηχανισμό ενίσχυσης – Ποιες οι ανάγκες στήριξης ΑΠΕ και αποθήκευσης

Τις προϋποθέσεις για να λειτουργήσει χωρίς κινδύνους επάρκειας το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας περιγράφει ο ΑΔΜΗΕ στη μελέτη επάρκειας 2025-2035 την οποία έχει παραδώσει (ανεπισήμως προς το παρόν) στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Η μελέτη είναι στην πραγματικότητα «μεταβατική» καθώς, ακόμα και το φιλόδοξο σενάριο σχετικά με το ρυθμό αύξησης της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ και σταθμών αποθήκευσης, υπολείπεται από τις εξαγγελίες για το νέο ΕΣΕΚ που έχει κάνει πρόσφατα το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας δια στόματος Κώστα Σκρέκα. Όταν ψηφιστεί το νέο ΕΣΕΚ ο ΑΔΜΗΕ θα επανέλθει και θα προσαρμόσει τις προβλέψεις και τα σενάριά του στα όσα θα περιλαμβάνονται ως εθνικοί στόχοι στο Στρατηγικό Σχεδιασμό.

 

Παρόλα αυτά, τα θεμελιώδη ζητήματα που προκύπτουν από την τωρινή μελέτη δεν φαίνεται ότι είναι πιθανόν να αλλάξουν. Τα θεμελιώδη αυτά ζητήματα είναι δύο:

Πρώτον, ότι η όλο και μεγαλύτερη διείσδυση αιολικών και φωτοβολταϊκών σταθμών στο ενεργειακό σύστημα, με βάση τις δυνατότητες που δίνει η υφιστάμενη τεχνολογία αποθήκευσης, πρέπει να συνοδεύεται από εγκατάσταση περισσότερων θερμικών μονάδων και ειδικότερα φυσικού αερίου, προκειμένου να διασφαλίζεται η ηλεκτρική επάρκεια. Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει ανάγκη για τρείς τουλάχιστον μεγάλες μονάδες αερίου, πέραν της μετατροπής της «Πτολεμαϊδα 5».

Δεύτερον, ότι η παράλληλη εγκατάσταση της αυξημένης ισχύος ΑΠΕ, σταθμών αποθήκευσης και μονάδων αερίου θα εξασφαλίζει μεν επάρκεια, αλλά θα καθιστά μη βιώσιμους παλιούς και νέους σταθμούς και μονάδες, με όρους αποκλειστικά αγοράς. Συνεπώς θα απαιτούνται μηχανισμοί ενίσχυσης προκειμένου να ενταχθούν και να παραμείνουν στο σύστημα.

Οι μηχανισμοί αυτοί, ως γνωστόν, σε ότι αφορά τις μονάδες αερίου είναι οι γνωστοί Μηχανισμοί Επάρκειας Ισχύος (CRM) την έγκριση των οποίων θα πρέπει να αιτηθεί τεκμηριωμένα το ΥΠΕΝ από την Κομισιόν (η διαδικασία προς το παρόν είναι παγωμένη αφού τα δεδομένα έχουν αλλάξει λόγω της κρίσης που δίνει ισχυρά κέρδη στις μονάδες αερίου) και σε ότι αφορά τους σταθμούς αποθήκευσης είναι οι επενδυτικές και λειτουργικές ενισχύσεις. Ακόμα και για τους σταθμούς ΑΠΕ, ωστόσο, πιθανόν να απαιτηθεί κάποιο νέο είδος ενίσχυσης, στο βαθμό που οι περικοπές απορρόφησης της παραγόμενης ενέργειας, για λόγους ευστάθειας συστήματος, ξεπεράσουν κάποια όρια  μετά τα οποία οι επενδύσεις γίνονται μη βιώσιμες.

Πρέπει να σημειωθεί ότι τα συμπεράσματα της μελέτης του ΑΔΜΗΕ συμπίπτουν με τις εκτιμήσεις της πανευρωπαϊκής ανάλυσης που έκανε ο ευρωπαϊκός διαχειριστής ENTSO-E, σύμφωνα με τις οποίες, δίχως μηχανισμό ισχύος οι μονάδες αερίου στην Ελλάδα θα είναι μη βιώσιμες ήδη από το 2025.

Η μελέτη του ΑΔΜΗΕ λαμβάνει υπόψη δύο σενάρια για τη διείσδυση των ΑΠΕ. Ένα του υφιστάμενου εθνικού σχεδίου για την ενέργεια και το κλίμα (2019) που προβλέπει συνολική εγκατεστημένη ισχύ ΑΠΕ 15,5 GW και 1,8 GW αποθήκευση έως το 2030 και ένα «ταχύτερης ανάπτυξης» με συνολική εγκατεστημένη ισχύ 24 GW AΠΕ και 3 GW αποθήκευση.

 

Εξετάζει επίσης δύο διαφορετικά σενάρια για την εξέλιξη της ζήτησης από το 2023 έως και το 2035, ένα χαμηλής με τη ζήτηση να διαμορφώνεται στο τέλος της δεκαετίας στις 60.543 GWh, χωρίς το σύστημα της Κρήτης (3.636 GWh) και ένα υψηλής με τη ζήτηση στις 65.060 GWh το 2035 επίσης χωρίς το σύστημα της Κρήτης (3.976 GWh στο δεύτερο αυτό σενάριο).

Βασικά δεδομένα και συμπεράσματα της μελέτης είναι τα εξής:

·Οι επτά εν λειτουργία λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ (συνολική ισχύς 2.000 MW) αποσύρονται το 2025. Ωστόσο το πρόγραμμα απόσυρσης θα συναρτάται πάντα από το αν έχει εν τω μεταξύ ενταχθεί νέο ηλεκτροπαραγωγικό δυναμικό από φυσικό αέριο που να αντικαθιστά τη λιγνιτική παραγωγή.

·Η νέα μονάδα Πτολεμαΐδα V με ισχύ 615 MW μπαίνει στο σύστημα 1/1/2023 και αποσύρεται στις 31/12/2028 ως λιγνιτική, για να ξαναεμφανιστεί δύο χρόνια μετά (1/1/2031) ως μονάδα φυσικού αερίου, με αυξημένη ισχύ στα 1.000 MW.

·Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, όσο αυξάνει η συνολική εγκατάσταση σταθμών ΑΠΕ και μπαταριών αποθήκευσης, τόσο μεγαλύτερη εγκατεστημένη ισχύς θερμικών μονάδων βάσης (λιγνιτικών και κυρίως φυσικού αερίου) απαιτείται για να υπάρχει επάρκεια στο σύστημα.

·Συγκεκριμένα η εγκατεστημένη ισχύς ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων φυσικού αερίου θα πρέπει σχεδόν να διπλασιαστεί. Εκτός από τη νέα μονάδα της Mytilineos στον Αγ. Νικόλαο Βοιωτίας (825 ΜW) που θεωρείται ότι μπαίνει στο σύστημα από την αρχή του 2023 και την επίσης νέα μονάδα των Motor Oil – TΕΡΝΑ στην Κομοτηνή (825 MW) που θεωρείται ότι θα λειτουργήσει στις αρχές του 2025, δυνητικά -και ανάλογα με την ταχύτητα διείσδυσης των ΑΠΕ-, το 2026 το σύστημα θα πρέπει να ενισχυθεί με μία ακόμη μονάδα φυσικού αερίου 600-800 MW. Πρακτικά, για τη μία αυτή θέση που θεωρεί η μελέτη ότι χρειάζεται στο σύστημα, θα ανταγωνιστούν η μονάδα Κοπελούζου στην Αλεξανδρούπολη (825 MW) στην οποία «μπήκε» ήδη με 51% η ΔΕΗ και με 29% η ΔΕΠΑ και εγκαινιάζεται στις 14 Ιανουαρίου και, δεύτερον, η μονάδα που έχει εξαγγείλει η Elpedison (826 MW) στη Θεσσαλονίκη. Πάντως, το φυσικό αέριο προβλέπεται να συμμετέχει στο ηλεκτρικό σύστημα από το 2026 μέχρι το 2034 με συνολική ισχύ 5.953 MW από 2.478 MW σήμερα.

·Από την αρχή του 2025 θα αρχίσει να μπαίνει πρόσθετη υδροηλεκτρική ισχύς με τη λειτουργία του ΥΗΣ Μετσοβίτικο (29 MW), του ΥΗΣ Μεσοχώρα (160 MW) το 2026 και του ΥΗΣ Αυλάκι (83 MW) το 2028.

·Tο 2027 θα ενταχθεί στο σύστημα ο σταθμός αντλησιοταμίευσης της «ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή» στην Αμφιλοχία, με δυναμικότητα 660 MW.

·Το 2034 θα αποσυρθούν από το σύστημα τέσσερις μονάδες φυσικού αερίου και συγκεκριμένα, η Λαύριo IV (550 ΜW) και Κομοτηνή (476 MW) της ΔΕΗ, η ENΘΕΣ (400 MW) των ΕΛΠΕ στη Θεσσαλονίκη και η Ηρων (148 MW) στη Βοιωτία.

Πρέπει να σημειωθεί, τέλος, ότι η μελέτη επάρκειας του ΑΔΜΗΕ έχει εκπονηθεί με βάση τη νέα μεθοδολογία του ACER, σύμφωνα με την οποία λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη όχι μόνον η αναγκαιότητα των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με κριτήριο την επάρκεια, αλλά και η δυνατότητά τους να είναι βιώσιμες. Στο πλαίσιο αυτό για να ληφθεί υπόψη μια νέα επένδυση στη μελέτη επάρκειας, πρέπει να συνεκτιμηθεί το αν θα είναι βιώσιμη. Το ίδιο κριτήριο λαμβάνεται υπόψη για να υπολογιστεί το ενδεχόμενο να αποσυρθούν παλαιές μονάδες λόγω ακριβώς της αδυναμίας τους να ανταπεξέλθουν οικονομικά.

1