Μ. Βερροιόπουλος - Ν. Βασιλάκος: Οι ΑΠΕ και το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα.
Το τελευταίο διάστημα διακινείται η άποψη ότι οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλότερες σε σχέση με τις τιμές ενέργειας στην Ευρώπη εξαιτίας των ΑΠΕ. Κατά την άποψη αυτή, οι Ελληνες καταναλωτές, νοικοκυριά και επιχειρήσεις υφίστανται ένα «δυσβάστακτο κόστος», που εκτός των άλλων υποσκάπτει τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας. Προκειμένου να επιλυθούν όλα τα παραπάνω προβλήματα προτείνεται η ταχεία εφαρμογή του περίφημου «Mοντέλου-Στόχου», σε συνδυασμό με την κατευθείαν συμμετοχή των ΑΠΕ στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Με αυτό τον τρόπο δυσφημίζονται οι ΑΠΕ και οι ανταγωνιστικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες σήμερα υλοποιούνται, ως υπεύθυνες για τις δήθεν υψηλές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, αλλά και για το «δυσβάστακτο» ενεργειακό κόστος που κατά πολλούς υφίσταται η ελληνική βιομηχανία.
Είναι όμως πράγματι οι ΑΠΕ υπεύθυνες για τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας;
Οι Έλληνες καταναλωτές απολαμβάνουν σήμερα πολύ χαμηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας σε σχέση με τους περισσότερους πολίτες άλλων κρατών της Ευρώπης. Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα για ένα νοικοκυριό, σύμφωνα με τον επίσημο πίνακα της EUROSTAT για το 2ο εξάμηνο του 2019, είναι αρκετά πιο κάτω από τις αντίστοιχες στη Γερμανία, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία αλλά και τη Σλοβακία, τη Σλοβενία και την Αυστρία.
Να σημειωθεί εδώ ότι τα νοικοκυριά (μέση ετήσια κατανάλωση 4.000-8.000 kWh) αντιπροσωπεύουν τη σχετική πλειοψηφία των καταναλώσεων στη χώρα, με 33% μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται ετησίως.
Αλλά και στους μη οικιακούς καταναλωτές στην Ελλάδα, η εικόνα παραμένει ίδια. Μιλάμε για καταναλωτές με μέση ετήσια κατανάλωση μεταξύ 500 – 2.000 MWh που αντιπροσωπεύουν μερίδιο 46% περίπου της ετήσιας κατανάλωσης. Εδώ ανήκει η συντριπτική πλειονότητα της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας, οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις, οι επαγγελματίες. Και σε αυτή την κατηγορία, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα είναι αρκετά φθηνότερες σε σχέση με τον μέσον όρο της Ευρώπης και σίγουρα αρκετά πιο κάτω σε σχέση με ανταγωνιστικές χώρες. Για παράδειγμα, μια μεσαία προς μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα της πατρίδας μας έχει σαφώς ανταγωνιστικό πλεονέκτημα –σε ό,τι αφορά την ηλεκτρική ενέργεια– σε σχέση με μια ανταγωνιστική της σε Ιταλία, Ισπανία και Μάλτα.
Η αποζημίωση των ΑΠΕ μέσω ρυθμιζόμενων τιμών, είτε αυτές είναι διοικητικά προσδιορισμένες όπως γινόταν παλαιότερα (ταρίφες), είτε προκύπτουν από ανταγωνιστικές διαδικασίες όπως γίνεται σήμερα, ουδόλως αποτελούν ελληνικό φαινόμενο. Θεσμοθετήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ενωση στην προσπάθεια αλλαγής του μείγματος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε φιλικά προς το περιβάλλον και το κλίμα καύσιμα. Σήμερα, οι τεχνολογίες ΑΠΕ έχουν γίνει φθηνές και γι’ αυτό βλέπουμε στην Ελλάδα τις ΑΠΕ που προκύπτουν από τους διαγωνισμούς να αποζημιώνονται ενίοτε με τιμές που είναι ίσες, αν όχι χαμηλότερες, από αυτές που αποζημιώνονται οι θερμικές μονάδας στη χονδρική αγορά ενέργειας.
Ένα σημαντικό τμήμα της στήριξης που παρέχεται στις ΑΠΕ προέρχεται από τη χρέωση του ΕΤΜΕΑΡ. Στη χώρα μας, αυτή η χρέωση υπολείπεται αρκετά των αντίστοιχων χρεώσεων στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Συνολικά, τα τέλη και οι μη επιστρεπτέοι φόροι στην Ελλάδα είναι αρκετά πιο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ η πολύ σημαντική μείωση του ΕΤΜΕΑΡ για τα νοικοκυριά και τις λοιπές χρήσεις της Χ.Τ., η οποία επήλθε με την υπουργική απόφαση 76979/4917/31.8.2019, μείωση της τάξεως του 25% (από 22,67 €/MWh σε 17,0 €/MWh για τα νοικοκυριά), και μάλιστα αναδρομικά για ολόκληρο το 2019.
Επίσης, ας σημειωθεί ότι ενώ τα νοικοκυριά και οι λοιποί καταναλωτές στη χαμηλή τάση συμμετέχουν στο συνολικό ετήσιο έσοδο του ΕΤΜΕΑΡ κατά περίπου 75%, η βιομηχανία Υ.Τ. και η βιομηχανία Μ.Τ. με κατανάλωση > 13 GWh, συμμετέχουν με ασήμαντο ποσοστό, της τάξεως του 2%, ενώ αποτελούν το 20% της συνολικής κατανάλωσης στη χώρα.
Συμπέρασμα, οι ΑΠΕ ΔΕΝ συντείνουν σε αυξημένους λογαριασμούς ρεύματος και αυτό αποδεικνύεται μέσα από τα επίσημα στοιχεία της EUROSTAT και σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.
Οι τιμές στη χονδρική αγορά ενέργειας καθορίζονται από τους συμμετέχοντες σε αυτήν, δηλαδή τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας (Η.Ε.) που κατέχουν θερμικούς ή υδροηλεκτρικούς σταθμούς, τους εμπόρους Η.Ε. που εισάγουν ή εξάγουν ενέργεια και τους εκπροσώπους φορτίου (προμηθευτές).
Η τιμή της Η.Ε. στη χονδρική αγορά είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης για κάθε ημέρα και ώρα της ημέρας. Στο τέλος, προκύπτει μια τιμή (οριακή τιμή συστήματος – ΟΤΣ) ως αποτέλεσμα προσφοράς και ζήτησης. Σε όλη αυτή τη διαδικασία οι ΑΠΕ δεν συμμετέχουν, δεδομένου ότι η ενέργειά τους διατίθεται σε μηδενική τιμή. Αντίθετα, αποζημιώνονται στο τέλος με την ίδια τιμή που αποζημιώνεται και ένας παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας με καύσιμο λιγνίτη ή Φ.Α..
Αλλά ενώ ΑΜΕΣΑ οι ΑΠΕ δεν διαμορφώνουν την τιμή στη χονδρική αγορά, έμμεσα συντείνουν στη σημαντική μείωσή της. Πλήθος αξιόπιστων και ανεξάρτητων μελετών (ΕΜΠ, ΑΠΘ, ΙΟΒΕ, κ.ά.) αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Αλλά και η απλή λογική συνηγορεί σε αυτό. Οι ΑΠΕ συμμετέχοντας στην αγορά εισφέρουν ενέργεια που διαφορετικά θα την εισέφεραν οι ρυπογόνες μονάδες. Με αυτό τον τρόπο μειώνεται το μερίδιο που αναλογεί στις μονάδες αυτές, πράγμα που τις οδηγεί σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό, άρα και σε προσφορά μειωμένων τιμών.
Η τρέχουσα διείσδυση των ΑΠΕ στην Ελλάδα μειώνει την ΟΤΣ μεσοσταθμικά κατά περίπου 8 ευρώ/MWh. Το μέγεθος αυτό, αν πολλαπλασιαστεί με τη συνολική ηλεκτρική κατανάλωση στο διασυνδεδεμένο σύστημα (~51 TWh/έτος) δίνει περίπου 400 εκατ. ευρώ/έτος. Δηλαδή οι ΑΠΕ δίνουν πίσω περίπου το 50% του ΕΤΜΕΑΡ που πληρώνει σήμερα ο Έλληνας καταναλωτής για την αποζημίωσή τους.
Συμπέρασμα, η συμμετοχή των ΑΠΕ συντείνει ευθέως στη μείωση των τιμών Η.Ε., με αποτέλεσμα οι προμηθευτές να αγοράζουν φθηνότερα και να τους δίνεται η δυνατότητα να μετακυλίσουν (λόγω ανταγωνισμού, και όχι λόγω μεγαλοψυχίας) τις χαμηλές αυτές τιμές στα τιμολόγια των πελατών τους, δηλαδή των ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Οι αιτίες της ακριβής ελληνικής χονδρικής αγοράς Η.Ε. πρέπει να αναζητηθούν σε άλλους παράγοντες, και πάντως όχι στις ΑΠΕ, όπως ενδεικτικά στο μείγμα και την ποιότητα της ελληνικής θερμικής παραγωγής, στους συντελεστές κόστους της παραγωγής αυτής (καύσιμο, παλαιότητα μονάδων, κόστος δικαιωμάτων), στην ισχνή παρουσία καθετοποιημένων παικτών –πλην ΔΕΗ– που δύνανται να ανακτούν τα κόστη παραγωγής από διαφορετικές αγορές, στις λίγες έως σήμερα διεθνείς διασυνδέσεις, στην αρχιτεκτονική και ρύθμιση της σημερινής χονδρικής αγοράς Η.Ε. Σε μία σειρά δηλαδή από παράγοντες που είναι απολύτως ανεξάρτητοι από τις ΑΠΕ και τον τρόπο αποζημίωσής τους.
Τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, οι βιομηχανίες ως μεγάλοι τελικοί καταναλωτές απαλλάσσονται από το κόστος ενίσχυσης των ΑΠΕ. Για παράδειγμα, ένας οικιακός καταναλωτής πληρώνει σήμερα για την ενίσχυση των ΑΠΕ μέσω του ΕΤΜΕΑΡ 17 ευρώ για κάθε 1.000 κιλοβατώρες που καταναλώνει. Ο αντίστοιχος βιομηχανικός καταναλωτής, αν ανήκει στις επιχειρήσεις Υ.Τ. με μεγάλη κατανάλωση, χρεώνεται έως τώρα με κάτω από 3,5 ευρώ, και με το νέο σύστημα στήριξης της βιομηχανίας ενδεχομένως και κάτω και από 1 ευρώ. Το ίδιο ακριβώς όπως και οι ανταγωνίστριες βιομηχανίες στην Ευρώπη.
Επιπρόσθετα, μεγάλες βιομηχανίες με υψηλές καταναλώσεις όπως οι χαλυβουργίες και οι μεταλλουργίες, ανακτούν το τμήμα του κόστους ενέργειας που αφορά τους ρύπους που παράγονται από τους συμβατικούς σταθμούς παραγωγής Η.Ε., από τους οποίους προμηθεύονται ενέργεια.
* Ο κ. Μιχάλης Βερροιόπουλος είναι πολιτικός μηχανικός, πρώην γενικός γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών.
* Ο κ. Νίκος Βασιλάκος είναι δρ Χημικός Μηχανικός, πρώην πρόεδρος ΡΑΕ.
5 Οκτωβρίου 2020
energypress