Λουμάκης: Αναγκαίο κακό το «φρένο» στις ΑΠΕ – Ο ΑΔΜΗΕ οφείλει να ακολουθήσει τον ΔΕΔΔΗΕ στην παύση υποδοχής νέων αιτημάτων ΟΠΣ

19 02 2024 | 07:46

Την ανάγκη να υπάρξει συγκράτηση στο αυξανόμενο επενδυτικό ενδιαφέρον για νέα έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ιδίως φωτοβολταϊκά αλλά δευτερευόντως και αιολικά, που αιτούνται είσοδο στο διασυνδεδεμένο σύστημα, καθώς διαμορφώνονται πλέον όροι «κανιβαλισμού» της αγοράς, υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ο Πρόεδρος του ΣΠΕΦ, Δρ. Στέλιος Λουμάκης, σε συνέντευξή του στην Political.gr.

Ειδικότερα, ο κ. Λουμάκης επισήμανε ότι πρέπει να σχεδιάζουμε με βάση την πραγματικότητα όπου ούτε η «μονοκαλλιέργεια» των φωτοβολταϊκών αλλά ούτε και η υπερανάπυξη των ΑΠΕ γενικώς συνιστούν από μόνες τους υπόδειγμα «πράσινης» μετάβασης. Η αγορά διαθέτει όρια που, πριν να είναι αργά, οι φορείς χάραξης πολιτικής θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους και αναλόγως να σχεδιάσουν. Συγκεκριμένα, ανέφερε την ανάγκη ο ΑΔΜΗΕ να προχωρήσει κατ’ αναλογία με τον ΔΕΔΔΗΕ, σε αναστολή υποβολής νέων αιτήσεων για οριστικές προσφορές σύνδεσης, καθώς δεν «χωράνε» άλλα έργα ΑΠΕ στον προβλεπόμενο ακόμη και το 2030 ηλεκτρικό χώρο

Τέλος, αναφέρθηκε στο ρόλο του ΣΠΕΦ και την πρόσφατη συμφωνία-πλαίσιο με την FORENA η οποία «ανοίγει» τον δρόμο σε πραγματικά PPAs για τους μικρομεσαίους παραγωγούς με ανταγωνιστικούς και διαφανείς όρους.

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη του κ. Στέλιου Λουμάκη στην Political.gr:

Παραδοσιακά, τα μικρομεσαία φωτοβολταϊκά έχουν συνδεθεί με την έννοια του «λαϊκού καπιταλισμού», πράγμα που δείχνει να εκλείπει σταδιακά τα τελευταία χρόνια. Που βρισκόμαστε λοιπόν; Τα γνωστά σε όλους «μικρά φωτοβολταϊκά» αποτελούν πλέον παρελθόν ή όχι;

Κοιτώντας την πορεία της αγοράς θα μπορούσε κανείς να προδικάσει πως στα νέα έργα ΑΠΕ τα μικρομεσαία φωτοβολταϊκά δεν φαίνεται να έχουν πλέον θέση. Η ιστορία ωστόσο έχει δείξει πως οι μικρομεσαίοι του χώρου των ανανεώσιμων είναι αρκετά «σκληροί για να πεθάνουν».  Με τη βοήθεια και της Πολιτείας την περίοδο 2018-2022 ανέπτυξαν σημαντική δυναμική και παρουσία στην αγορά, η οποία όχι μόνο είναι ευεργετική για τη χώρα αλλά και ειλικρινής στο κόστος προς τους καταναλωτές.  Για να το πω πιο απλά, οι μόνες τιμές αποζημίωσης για τις οποίες η Κυβέρνηση μπορεί να αισθάνεται πραγματικά σίγουρη, είναι αυτές που δίνονται σε μικρομεσαίους και ιδίως σε μη καθετοποιημένους συμμετέχοντες. 

Όπως έχω πει πολλές φορές δημόσια, ο διαχωρισμός κατά την άποψη μου δεν είναι πλέον μεταξύ μικρομεσαίων και μεγάλων αλλά μεταξύ καθετοποιημένων και μη.  Λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της αγοράς, ένας παραγωγός με πάρκο 500 kW, 10 MW ή 50 MW, εμφανίζει ιδιαίτερη αβεβαιότητα στο business plan του σε σχέση με έναν αντίστοιχο καθετοποιημένο, ο οποίος έχοντας πρόσβαση στη λιανική, δύναται εν τέλει να αντλεί υψηλότερες τιμές για τις κιλοβατώρες που παράγει και έτσι να ξεπερνά τις απώλειες των περικοπών έγχυσης, των χαμηλών Τιμών Αναφοράς ή ακόμη και του πρόσθετου κόστους για την εγκατάσταση μπαταρίας πίσω από το μετρητή. 

Ως προς του μικρομεσαίους, που βεβαίως δεν είναι καθετοποιημένοι, όσοι έχουν κινηθεί λελογισμένα και εντός των ορίων προστασίας από το target model αλλά και από τις περικοπές έγχυσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής (Οδηγία 943/2019) και Εθνικής νομοθεσίας (άρθρο 9, του ν. 3468), δεν έχουν κάτι να φοβούνται.  Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι θα συνεχίσουν στις συνθήκες κορεσμού του ηλεκτρικού χώρου που διανύουμε, να αναπτύσσονται περαιτέρω.

Ας σημειώσουμε εδώ ότι μικρά Φ/Β έργα ναι μεν συνεχίζουν να γίνονται, ωστόσο αφορούν αιτήσεις που έχουν διασφαλίσει όρους σύνδεσης σε προγενέστερο χρόνο.

Σταθερά στην επικαιρότητα του κλάδου βρίσκεται η συζήτηση περί κανιβαλισμού της αγοράς λόγω της τεράστιας διείσδυσης φωτοβολταϊκών. Την ίδια στιγμή γίνεται λόγος για «μονοκαλλιέργεια» φωτοβολταϊκών στο «πράσινο» ενεργειακό μίγμα της χώρας. Για να συνοψίσουμε την συζήτηση τι πρόβλημα ανακύπτει και ποια η λύση του;

Σε ότι με αφορά έχω διαφωνήσει με την μονοκαλλιέργεια των φωτοβολταϊκών. Επιπλέον είμαι ιδιαίτερα επιφυλακτικός με την υπερανάπτυξη των ΑΠΕ, σε βαθμό μάλιστα που το σύστημα να μην μπορεί να την υποστηρίξει, όπως πρόκειται να συμβεί σύντομα στην Ελλάδα. Συνεπώς είμαι επιφυλακτικός και σε μία ενδεχόμενη αλόγιστη επέκταση των αιολικών πάρκων, on ή/και off-shore συνδυαστικά. 

Ως προς το φαινόμενο του «κανιβαλισμού» της αγοράς, αναδύεται ως το μείζον πρόβλημα της ελληνικής αγοράς των ΑΠΕ. Τα νούμερα που ανακοινώθηκαν για τις προσθήκες νέων έργων την περσινή χρονιά είναι οπωσδήποτε μη διατηρήσιμα για να επαναληφθούν το 2024 αλλά και παραπέρα.     

Χρειάζεται στον ενεργειακό μας σχεδιασμό λαμβάνοντας υπόψη τη ζήτηση, που τοις πράγμασι είναι ο διαθέσιμος ηλεκτρικός χώρος, να θέτουμε ρεαλιστικούς στόχους διείσδυσης ανά τεχνολογία ΑΠΕ, οι οποίοι μάλιστα θα λειτουργούν και ως πλαφόν.  Αν η Πολιτεία δεν ρυθμίσει την αγορά, τότε ποιος μπορεί να το κάνει.  Ως προς την αποθήκευση, θα μπορούσε να αποτελέσει λύση, ωστόσο έχει κόστος και σε αυτό πρέπει τόσο η Πολιτεία όσο και οι καταναλωτές να είναι προετοιμασμένοι.

Ως Πρόεδρος του ΣΠΕΦ και με δεδομένη την εμπειρία που έχετε στον τομέα των φωτοβολταϊκών, τι θα προτείνατε προς το Υπουργείο προκειμένου να βελτιώσει και να ενισχύσει την βιωσιμότητα και ανταγωνιστικότητα του κλάδου;

Νομίζω καταρχήν πως ο ΑΔΜΗΕ θα έπρεπε αναλογικά με τον ΔΕΔΔΗΕ να ακολουθήσει στην αναστολή νέων αιτήσεων ανεξάρτητων παραγωγών, ιδίως φωτοβολταϊκών σταθμών.  Για όσους δεν το γνωρίζουν, από τον Σεπτέμβριο του 2022 ο ΔΕΔΔΗΕ είναι κλειστός για τέτοιες επενδύσεις.   Με 30 GW ΑΠΕ (12,5 GW εν λειτουργία, 15 GW με Οριστικές Προσφορές Σύνδεσης, 2 GW του οικιακού Φ/Β προγράμματος και 2 GW των υπεράκτιων αιολικών που έχουν εξαγγελθεί) μπορούμε να παράγουμε περί τις 60 και πλέον Τεραβατώρες ηλεκτρικής ενέργειας όταν η ζήτηση της χώρας έχει πέσει κάτω από τις 50 και μάλιστα με πτωτική τάση τα τελευταία 15 χρόνια λόγω και των παράλληλων προγραμμάτων εξοικονόμησης και αυτοπαραγωγής που τρέχουν.

Να σημειώσουμε ότι οι διασυνδέσεις για την προώθηση «πράσινης» ενέργειας προς τις αγορές της Κεντρικής Ευρώπης που τελευταία προβάλλονται στο δημόσιο διάλογο, αφορούν αφενός έργα που θα μεσολαβήσουν αρκετά χρόνια για να (αν) υλοποιηθούν και αφετέρου η πραγματικότητα είναι απείρως πιο σύνθετη, αν κανείς ανατρέξει στη λειτουργία των χρηματιστηριακών αγορών και στον τρόπο που λαμβάνει χώρα η ροή ενέργειας από την μια χώρα στην άλλη.

Ως ΣΠΕΦ στοχεύουμε σε παρεμβάσεις που αναβαθμίζουν την αγορά και αφήνουν «παρακαταθήκη» τόσο στη δομή της όσο και στους συμμετέχοντες.  Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη συμφωνία του ΣΠΕΦ με την FORENA ENERGY, που δίνει τη δυνατότητα σε μικρομεσαίους παραγωγούς να «στραφούν» στις διμερείς συμβάσεις, τα λεγόμενα PPAs, με βιώσιμους όρους και συνθήκες.  Πρόκειται ίσως για τα μόνα πραγματικά PPAs μέχρι σήμερα στη χώρα μας.  Η εν λόγω συμφωνία συνιστά στα χρονικά μοναδική μάλιστα περίπτωση όπου προκύπτει δίκαιη αύξηση στην τιμή αποζημίωσης για τα επιλέξιμα φωτοβολταϊκά πάρκα βάσει των κριτηρίων του ν. 5037, αφού ως γνωστόν τα εν λόγω έργα επλήγησαν βαρύτατα από τις συνέπειες της αύξησης του κόστους εγκατάστασης την περίοδο της Ουκρανικής κρίσης που συνέπεσε και με τη Post-Covid πληθωριστική εποχή.  Και για να ξεδιαλύνουμε κάθε σκιά, το αυξημένο αυτό περιθώριο δεν θα το επιβαρυνθεί ο καταναλωτής αλλά οι Προμηθευτές που τα τελευταία χρόνια είδαν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται παράλληλα με τις τιμές του φυσικού αερίου το οποίο παραδόξως διαμορφώνει την λιανική αν και συμμετέχει μόνο κατά ~35%.  Πρόκειται λοιπόν για μετάγγιση margin εσωτερικά στην χονδρεμπορική αγορά.

(αναδημοσίευση από την Political.gr)

γ