Κλιματική αλλαγή: Ο τρώσας και ιάσεται (*)
Ο Αϊνστάιν έλεγε ότι «το θέμα δεν είναι να ενημερώνεσαι για κάτι, αλλά να το κατανοείς». Τι έχουμε μάθει και τι έχουμε καταλάβει για την κλιματική αλλαγή;
Τι είναι η κλιματική αλλαγή; Είναι μια μετρήσιμη, μακροπρόθεσμη αλλαγή των καιρικών συνθηκών ως αποτέλεσμα της ανόδου των θερμοκρασιών του πλανήτη. Η δορυφορική και ηλεκτρονική τεχνολογία προσφέρει ακρίβεια τόσο στις μετρήσεις όσο και στις προβλέψεις μας. Η επιστημονική κοινότητα έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κύρια αιτία για αυτές τις αλλαγές είναι η καύση ορυκτών καυσίμων όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας. Οταν καίγονται τα καύσιμα αυτά, απελευθερώνεται διοξείδιο του άνθρακα προκαλώντας την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Σε αριθμητικούς όρους, υπολογίζεται ότι η μέση θερμοκρασία της επιφάνειας της γης έχει αυξηθεί ταχύτερα από το 1970 συγκριτικά με τα τελευταία 2.000 χρόνια. Η κάλυψη θαλάσσιου πάγου στην Αρκτική είναι η χαμηλότερη που υπήρξε ποτέ. Η μέση στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει με αυξητικό ρυθμό. Οι προβλέψεις είναι εξίσου δυσοίωνες. Αν οι παρούσες συνθήκες συνεχιστούν, θα οδηγήσουν σε αύξηση των εκπομπών κατά 16% έως το 2030, κάτι που δύναται να οδηγήσει σε υπερθέρμανση του πλανήτη κατά 2,7-2,9° C.
Ο μεγαλύτερος οικονομικός αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής είναι ότι –υπό τις παρούσες συνθήκες– θα μπορούσε να μειωθεί το παγκόσμιο ΑΕΠ έως 18% μέχρι το 2050, ενώ ο πληθυσμός μπορεί να έχει αυξηθεί έως και 20% (Swiss Re Institute, Ιούνιος 2021). Η αρνητική επίδραση της κλιματικής αλλαγής θα έχει πρωτίστως τη μορφή ζημιών σε περιουσίες και υποδομές, απώλεια παραγωγικότητας και μαζική μετανάστευση. Οι υψηλότερες θερμοκρασίες μπορεί να επηρεάσουν την επισιτιστική αλυσίδα, την εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών, την αγορά εργασίας. Η κλιματική αλλαγή, υπό αυτή την έννοια, θέτει υπό αμφισβήτηση μια βασική οικονομική αρχή. Η σταθερά αυξανόμενη κατανάλωση είναι ο κινητήρας που οδηγεί την ανάπτυξη της οικονομίας. Μήπως λειτουργούμε βάσει μιας λανθασμένης υπόθεσης που προσβλέπει σε μια συνεχή και απεριόριστη ανάπτυξη, ενώ διαπιστώνουμε ότι ζούμε σε έναν πλανήτη με περιορισμένες αντοχές;
Οι διεθνείς προσπάθειες μέχρι στιγμής έχουν, εν μέρει τουλάχιστον, αποτύχει. Τα διαδοχικά διεθνή συνέδρια στην Κοπεγχάγη, στο Κιότο, στο Παρίσι και πρόσφατα στη Γλασκώβη είναι ακριβή τόσο στην αξιολόγηση του προβλήματος όσο και στη διαπίστωση για φθίνουσα αποτελεσματικότητα των μέτρων που έχουν ληφθεί. Για άλλη μια φορά στη Γλασκώβη αποφασίστηκε οι ανεπτυγμένες χώρες να συνεισφέρουν από κοινού 100 δισ. δολ. ετησίως έως το 2025, να στοχεύσουν στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου τουλάχιστον κατά 55% έως το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, να περιορίσουν την αύξηση της θερμοκρασίας στον 1,5° C και να μειώσουν την αποψίλωση των δασών κατά 85% έως το 2030.
Δεν πρέπει όμως να εθελοτυφλούμε μπροστά σε άλλες αρνητικές επιπτώσεις. Θα επιδεινωθούν η φτώχεια και η ανισότητα. Εκείνοι που έχουν συνεισφέρει το λιγότερο στην κλιματική αλλαγή θα υποστούν τις χειρότερες επιπτώσεις. Οι φτωχές χώρες δεν έχουν τα μέσα να στραφούν σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας, αλλά ούτε και ευθύνονται όσο οι χώρες του G20. Αυτές παράγουν το 80% των παγκόσμιων εκπομπών και ρύπων. Οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ρωσία, η Ιαπωνία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα. Αυτές οι χώρες έχουν παγκοσμιοποιήσει την παραγωγή και την κατανάλωση και, ως υποπροϊόν, έχουν παγκοσμιοποιήσει το πρόβλημα της ρύπανσης. Οι αναπτυσσόμενες χώρες ακολουθούν το ίδιο μονοπάτι. Οι καπνοδόχοι εξακολουθούν να εκπέμπουν ρυπογόνα αέρια και ουσίες παγκοσμίως. Η αποψίλωση των δασών συνεχίζεται, η ζωική και αγροτική παραγωγή έχει διάφορα χρώματα, αλλά όχι πράσινο.
Οι ανεπτυγμένες οικονομίες, που είναι οι μεγαλύτεροι ρυπαντές, οφείλουν να δείξουν έμπρακτα την αλληλεγγύη τους στις φτωχότερες χώρες. Ο υπολογισμός του κόστους μετάβασης σε μια πράσινη οικονομία με μηδενικούς ρύπους είναι εύκολο να υπολογιστεί. Ζητούμενο είναι το κόστος να διανεμηθεί δίκαια και αναλογικά και σε παγκόσμια κλίμακα. Οι πολιτικές συνθήκες εμπνέουν κάποια αισιοδοξία. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει φέρει μια νέα αίσθηση επείγοντος στην κλιματική αλλαγή. Μια σειρά εκτελεστικών αποφάσεων αποσκοπούν να προσεγγίσουν το πρόβλημα πιο σφαιρικά και ουσιαστικά. Η πανδημία επίσης προσφέρει τις δικές της ευκαιρίες, όπως η εργασία από το σπίτι και η επέκταση των ψηφιακών εφαρμογών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χρήση πρώτων υλών, το εύρος των μετακινήσεων και την κατανάλωση ενέργειας.
Η Ελλάδα (βλ. επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ΕΜΕΚΑ, Τράπεζας της Ελλάδος), αυτή τη μεταβατική περίοδο πρέπει να θεωρείται από τις προνομιούχες χώρες λόγω της συμμετοχής της στην Ε.Ε. Η κυβέρνηση προγραμματίζει 12 από τα 32 δισ. ευρώ του Προγράμματος «Ελλάδα 2.0» να διοχετευθούν στην πράσινη ανάπτυξη και στον ψηφιακό μετασχηματισμό. Το Ταμείο Κοινωνικού Κλίματος παρέχει χρηματοδότηση για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων και των μεταφορών, την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές θέρμανσης και την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το Ταμείο παρέχει κίνητρα σε νοικοκυριά, σε μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, να εκσυγχρονιστούν ενεργειακά. Οι στόχοι σαφείς: απολιγνιτοποίηση, συστήματα ενέργειας από ανανεώσιμες μορφές, εξυπνότερη αστική ανάπτυξη με νέες ενεργειακές προδιαγραφές, βελτίωση της γεωργίας και κτηνοτροφίας, προστασία των δασών, μείωση της σπατάλης διατροφικών πόρων, σοφή διαχείριση υδάτινων πόρων, ανακύκλωση, νέες υποδομές στις μεταφορές.
Η όλη προσπάθεια πρέπει να «κατανεμηθεί» τόσο γεωγραφικά όσο και διοικητικά, ξεκινώντας από την κοινότητα, προχωρώντας σε δήμους, μικρούς και μεγάλους, και καταλήγοντας σε πολιτικές με πανελλαδική εμβέλεια. Οι πόροι, οι επιδοτήσεις και τα κίνητρα πρέπει να κατανέμονται αναλογικά.
Η περιφερειακή συνεργασία αποτελεί επίσης προϋπόθεση για την επίλυση πολύπλοκων διασυνοριακών και διασυνδεδεμένων περιβαλλοντικών προκλήσεων. Ειδικά στα Βαλκάνια, με χώρες που μοιράζονται τα ίδια συστήματα υδάτινων πόρων, θάλασσες και ουρανούς, το να βαδίζεις μόνος σου θα αποδειχθεί ακριβό και αναποτελεσματικό.
Οι πέντε σκανδιναβικές χώρες, η Δανία, η Φινλανδία, η Ισλανδία, η Νορβηγία και η Σουηδία, δείχνουν τον δρόμο. Το 2020, με τη συμμετοχή του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον, έθεσαν πολυμερείς στόχους και σχεδίασαν πολιτικές. Κοινές προτεραιότητες, κοινή χρήση πόρων και τεχνολογιών. Διαμόρφωσαν μια συνολική περιφερειακή ατζέντα.
Για την Ελλάδα όμως, όπως και για άλλες χώρες, τίθεται και ένα άλλο σοβαρό δίλημμα. Αν η τάση είναι να καταργηθούν τα ορυκτά καύσιμα έως το 2040 και ακόμη νωρίτερα, ποια είναι η προστιθέμενη αξία σε οικονομικούς άλλα και γεωπολιτικούς όρους για μια συστηματική υλοποίηση ενός εκτενούς προγράμματος για υπεράκτιες εξορύξεις;
Υπάρχει αισιοδοξία για το αύριο σε παγκόσμια κλίμακα; Βεβαίως και υπάρχει, αλλά πρέπει να κατανοήσουμε ότι η βάση αυτής της αισιοδοξίας εξαρτάται από τη δράση των μεγάλων παραγωγών, είτε σε εθνικό είτε σε εταιρικό επίπεδο. Οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής συρρέουν τώρα σε έξυπνες για το κλίμα επενδύσεις, όχι επειδή είναι ηθικά ορθό, ούτε από ένα πηγαίο πνεύμα σαμαρειτισμού. Αλλά από την ελπίδα ότι η πράσινη οικονομία θα αύξηση την κερδοφορία τους. Η δραματική μείωση στην τιμή των φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών έχει επιφέρει δύο σημαντικές αλλαγές: πρώτον, τη συρρίκνωση του χρόνου μεταξύ της ανάπτυξης μιας τεχνολογίας και της εμπορευματοποίησής της, και δεύτερον, την ευνοϊκότερη συσχέτιση μεταξύ των αρχικών επενδύσεων και της καμπύλης απόσβεσης. Και οι δύο συνθήκες είναι βιώσιμες και αναγκαίες. Ο τρώσας και ιάσεται, λοιπόν.
Είμαστε η πρώτη γενιά που βιώνει τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Είμαστε και η τελευταία που μπορεί να κάνει κάτι για να την αντιστρέψει.
* Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.
(*)Την πληγή θα θεραπεύσει αυτός που την προκάλεσε.
16 Νοεμβρίου 2021
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ