Η νέα λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα 5 θα μειώσει σύντομα και αποφασιστικά την ενεργειακή μας εξάρτηση από το φυσικό αέριο
Έχει καλλιεργηθεί στη κοινή γνώμη, με παλινωδίες και κορώνες χωρίς να προκύπτει από κάποια μελέτη, η εντύπωση ότι ο ρόλος του λιγνίτη έχει μηδενιστεί, τη περίοδο μάλιστα που μας είναι πολύτιμος. ΤΩΡΑ χρειαζόμαστε περισσότερο το λιγνίτη και τις υπάρχουσες λειτουργικές επενδύσεις. Έχουμε μπροστά μας μια μεταβατική περίοδο με στροφή των επενδύσεων και της τεχνολογικής έρευνας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που αρχίζει να αποδίδει και τις κάνει οικονομικά συμφέρουσες, όπως συνέβη πρόσφατα με τα φωτοβολταϊκά. Περιμένουμε όμως πολλά ακόμη να γίνουν για να φθάσουμε από το πεδίο της έρευνας στις παραγωγικές επενδύσεις. Ένα αναμενόμενο κομβικό σημείο στο εγγύς μέλλον είναι η μείωση κόστους της ηλεκτρόλυσης νερού για την παραγωγή υδρογόνου με φωτοβολταϊκά, θέμα στο οποίο έχει αφοσιωθεί ο συμπατριώτης μας στη διασπορά Γιώργος Χατζημαρκάκης, ή με ενάλιες ανεμογεννήτριες. Αφήνω σε δεύτερο φόντο την αεριοποίηση του λιγνίτη, τη δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα ή την αξιοποίησή του ως πρώτη ύλη της χημικής βιομηχανίας. Όμως το 2020 η συμμετοχή των υδροηλεκτρικών, εποχιακά κυμαινόμενη περί τα 15%, και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έφθασε συνολικά μόλις στα 35% της ηλεκτρικής παραγωγής, αλλά έχουν βέβαια δρομολογηθεί νέες επενδύσεις με ορίζοντα δεκαετίας. Μέχρι τότε όμως τι κάνουμε τα επόμενα χρόνια; Θα αγνοήσουμε τον ελληνικό ορυκτό πλούτο και τις διαθέσιμες επενδύσεις, τι στιγμή μάλιστα που η τεχνολογία θερμοηλεκτρικών σταθμών λιγνίτη έχει βελτιωθεί εξαιρετικά σε σχέση με τις παλαιότερες μονάδες μας; Γιατί στη Γερμανία θα συνεχίσουν μέχρι το 2035;
Προτιμήθηκαν στην Ελλάδα χωρίς πολλή σκέψη επενδύσεις εύκολου κέρδους στο φυσικό αέριο, λύση μειωμένης ενεργειακής ασφάλειας και υψηλού κόστους κιλοβατώρας για τα επόμενα χρόνια τουλάχιστον. Και το κόστος αυτό είναι κυρίως συναλλαγματικό, χωρίς ουσιαστική επιστροφή μέρους του κόστους στην ελληνική αγορά, σε έντονη αντίθεση με το λιγνίτη που συμβάλλει στη τοπική οικονομία.
Οι διορατικοί επιστήμονες γνώριζαν που πρέπει να φθάσουμε, αλλά ο δρόμος ήταν μακρύς, πλησιάζουμε όμως. Ήμουν σπουδαστής ΕΜΠ και γέρασα. Ο Παύλος Σαντορίνης μας δίδασκε πριν από εξήντα τουλάχιστον χρόνια, πολύ πριν το πρόβλημα υπερθέρμανσης του πλανήτη, ότι την ενεργειακή λύση θα δώσουν οι ανεμογεννήτριες και η επιτόπου ηλεκτρόλυση νερού για την παραγωγή υδρογόνου. Το τέλειο καύσιμο, με «καυσαέρια» υδρατμούς. Το υδρογόνο μεταφέρεται στο τόπο κατανάλωσης και έτσι αποφεύγονται οι γραμμές μεταφοράς ρεύματος, που σήμερα δεν επαρκούν για την επέκταση των κλασικών ανεμογεννητριών, στο βαθμό που ενδιαφέρονται οι επενδυτές. Όλοι συμφωνούμε για το μέλλον των ανανεώσιμων πηγών, αλλά χρειάζεται ένα ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα με ασφαλή και οικονομική αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών.
Με τα σημερινά δεδομένα ο κ. Ζερβός, Καθηγητής ΕΜΠ, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ στη πενταετία 2009-2015, περιγράφει ως μοναδική ευκαιρία για τη χώρα την παραγωγή υδρογόνου με πλωτές ανεμογεννήτριες στο Αιγαίο. Αναφορικά με τα εγχώρια δρώμενα, από το 2020 όταν ακόμη το φυσικό αέριο ήταν πολύ φθηνό, ο κ. Ζερβός χαρακτήρισε καλό βήμα την απόφαση για απολιγνιτοποίηση μέχρι το 2028, αλλά με έναν αστερίσκο, η απόσυρση των μονάδων Μελίτης 1, Αγ. Δημητρίου 5 και Μεγαλόπολης 4 δεν χρειάζεται να γίνει από το 2023. Όπως χαρακτηριστικά είπε, "θα χάσεις 4.000 μεγαβάτ μέσα σε 4 χρόνια και θα τα αντικαταστήσεις με τί;" Ο ίδιος πρόσθεσε ότι η λύση για τη χώρα δεν είναι η αντικατάσταση των μονάδων αυτών με μονάδες αερίου, ιδίως εν μέσω αβεβαιότητας που προκαλείται από το green deal, αλλά η αντικατάστασή τους με ΑΠΕ σε ένα πιο εύλογο χρονοδιάγραμμα. Ήδη έχουμε εξάρτηση από ξένους ενεργειακούς πόρους και βιώσαμε στο παρελθόν δύο κρίσεις εφοδιασμού με αέριο", υπενθύμισε σχετικά ο κ. Ζερβός και πολύ σύντομα δικαιώθηκε.
Θα προσθέσω όμως ένα μικρό αστερίσκο. Είναι υποκειμενικό να μιλάμε για χρονικό ορόσημο το 2028 ή το 2030. Ορθότερος θα ήταν ένας ενεργειακός στόχος και θα πρότεινα ως κριτήριο τη στιγμή που θα καλύψουμε τις ενεργειακές μας ανάγκες από ανανεώσιμες πηγές τουλάχιστον κατά 65 έως 70%. Ας φθάσει στη κατανάλωση το πρώτο ανταγωνιστικό πράσινο υδρογόνο και τότε ας επανεξετάσουμε τους λιγνιτικούς σταθμούς. Εδώ είναι και η πολύτιμη συμβολή του λιγνίτη επί του παρόντος, προσφέρει ενεργειακή ασφάλεια ανταγωνιστικά, έως ότου εξελιχθούν οι επενδύσεις και η τεχνολογία ανανεώσιμων πηγών, σε πολλά πεδία και όχι μόνο στο υδρογόνο, οπότε θα απεξαρτηθούμε από τους υδρογονάνθρακες και τα πυρηνικά. Εδώ έρχεται και η εκτός χρόνου επιλογή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έσπευσε να προχωρήσει στο Green Deal και να στρέψει την Ευρώπη στο φυσικό αέριο, καύσιμο σε ανεπάρκεια, πριν ακόμη ωριμάσει η τεχνολογία των ανανεώσιμων πηγών, και τώρα επανέρχεται και προτείνει εμβαλωματικά τα φωτοβολταϊκά στη ταράτσα μας. Βιάστηκαν κατά δέκα χρόνια, με την υστερόβουλη ψευδαίσθηση των Γερμανών ότι θα συνεχίσει για τη χώρα τους άφθονη ροή φθηνού φυσικού αερίου από τον αγωγό Nord Stream και την αδιαφορία της Γαλλίας που διαθέτει πυρηνικούς σταθμούς.
Πρόσφατα σχολίασα εισαγωγικά τα πλεονεκτήματα της υπερσύγχρονης λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα 5 και πρότεινα μάλιστα να ονομαστεί Μονάδα Κωνσταντίνου Καβουρίδη για τη μεγάλη του προσφορά στη ΔΕΗ και την επιστήμη. Στο παρόν άρθρο θα σχολιάσω τα οικονομικά των λιγνιτικών μονάδων του παρακάτω Πίνακα που μας βοήθησαν αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της κρίσης 2021-2022, με βάση τα πολύτιμα δεδομένα του πορίσματος της ΡΑΕ για τα υπερκέρδη. ΝΑΙ! Ο λιγνίτης που λοιδορούσανε κάποιοι άφησε υπερκέρδη στη ΔΕΗ. Αδιανόητο αλλά πραγματικό! Από τον Οκτώβρη 2021 μέχρι και το Μάρτιο 2022 τουλάχιστον, το διάστημα δηλαδή που διαθέτουμε τα αξιόπιστα δεδομένα της ΡΑΕ, οι λιγνιτικοί σταθμοί όχι μόνο ήταν κερδοφόροι κατά την περίοδο της κρίσης, αλλά εξασφάλισαν υπερκέρδη 189 εκατομμυρίων, όπως αναλύεται στον παρακάτω πίνακα με τη συμβολή κάθε λιγνιτικής μονάδας κατά μήνα. Σημειωτέον, ότι οι λιγνιτικοί σταθμοί λειτουργούν με τη μειωμένη ηλεκτρική απόδοση, 29% περίπου, αντίστοιχη της εποχής κατασκευής τους. Από τις μονάδες Αγίου Δημητρίου η νεότερη, Άγιος Δημήτριος 5, λειτουργεί από το 1997, ενώ οι τέσσερις πρώτες από το 1984-86, η Μεγαλόπολη 4 από το 1991 και η Μελίτη από το 2003. Με άλλα λόγια αφήσαμε τη ΔΕΗ χωρίς νέα επενδύσεις. Φανταστείτε πόσο καλλίτερα θα ήταν σήμερα αν είχαμε προχωρήσει σταδιακά στις επενδύσεις που είχε προτείνει ο Κωνσταντίνος Καβουρίδης από το 2007.
Η εξαιρετική μελέτη της ΡΑΕ μας επιτρέπει επίσης τη σύγκριση μεταβλητού κόστους των λιγνιτικών μονάδων με τις αντίστοιχες φυσικού αερίου, από την έναρξη εφαρμογής του Ευρωπαϊκού μοντέλου, με βάση τους Πίνακες 17, 18 και 19 της μελέτης.
Διάγραμμα 1. Σύγκριση Μεσοσταθμικής Τιμής Αγοράς (ΜΤΑ) και μεταβλητού κόστους παραγωγής θερμοηλεκτρικών σταθμών με καύσιμο λιγνίτη και φυσικό αέριο σε €/kWh κατά την περίοδο Νοέμβρη 2020 έως Μάρτιο 2022.
Στο διάγραμμα 1 προβάλλεται η Μεσοσταθμική Τιμή Αγοράς (ΜΤΑ) από τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ και το μεταβλητό κόστος παραγωγής κιλοβατώρας με καύσιμο λιγνίτη και φυσικό αέριο, από την έναρξη εφαρμογής του Ευρωπαϊκού μοντέλου τον Νοέμβρη 2020 (μήνας Νο 1) μέχρι και το Μάρτιο 2022 (μήνας Νο 17), με βάση τα δεδομένα της μελέτης της ΡΑΕ. Μέχρι και τον Ιούνιο 2020 (μήνας Νο 7) επικράτησαν χαμηλές τιμές φυσικού αερίου, κάτω από 20€/MWh και υπερβολικές τιμές δικαιωμάτων διοξειδίου του άνθρακα, της τάξεως των 80€/t CO2 και όπως αναμένεται η μέση λιγνιτική κιλοβατώρα το 2021 ήταν ακριβότερη, αλλά όχι απαγορευτική για ένα μείγμα παραγωγής με σημαντική συμμετοχή ανανεώσιμων πηγών. Ήδη όμως με την αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου από τον Οκτώβρη 2021 (μήνας Νο 12 στο διάγραμμα) η κιλοβατώρα φυσικού αερίου γίνεται ακριβότερη και αναπάντεχα οι λιγνίτες «επιδοτούν» το φυσικό αέριο. Τα κοστολογικά στοιχεία της ΔΕΗ για το 2021 και το πρώτο τρίμηνο 2022 συνοψίζονται στον παρακάτω πίνακα, στον οποίο συμπληρώνεται το εκτιμώμενο κόστος για τη νέα μονάδα Πτολεμαϊδα 5 - Κωνσταντίνου Καβουρίδη που σαφώς αναμένεται να είναι ανταγωνιστική του φυσικού αερίου και μάλιστα με διαφορά, χάρις στη βελτιωμένη ενεργειακή απόδοση, που συνεπάγεται μείωση του κόστους εξόρυξης, αλλά και των δικαιωμάτων φυσικού αερίου περίπου κατά 50%.
Σύνοψη συγκριτικών οικονομικών στοιχείων λιγνίτη και φυσικού αερίου από τη μελέτη της ΡΑΕ
Υπάρχει η εντύπωση ότι τα δικαιώματα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα επιβαρύνουν μόνο το λιγνίτη, είναι όμως ουσιαστικό το κόστος και για το φυσικό αέριο, όπως φαίνεται στον πίνακα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το διάγραμμα 2 το οποίο απεικονίζει τη βαθμιαία μείωση της απόδοσης του φυσικού αερίου για τη ΔΕΗ λόγω του αυξανόμενης τιμής φυσικού αερίου.
Διάγραμμα 2. Χρεοπιστώσεις κιλοβατώρας στη χονδρική προς κόστος παραγωγής των μονάδων φυσικού αερίου για την περίοδο Νοεμβρίου 2020- Μαρτίου 2022.
Τονίζεται ότι παρά τη μειωμένη ενεργειακή απόδοση λόγω ηλικίας κατασκευής, οι περιβαλλοντικοί όροι λειτουργίας των λιγνιτικών σταθμών παρακολουθούνται συστηματικά, περιγράφονται σε τεκμηριωμένες εκθέσεις και ελέγχονται από το ΥΠΑΝ. Επιπλέον, οι αντιρρυπαντικές εγκαταστάσεις αναβαθμίζονται όταν χρειάζεται, όπως για παράδειγμα στη μονάδα Αγ. Δημητρίου 5 (σελίς 65).
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι με τις τρέχουσες τιμές φυσικού αερίου, οι λιγνιτικοί σταθμοί Άγιος Δημήτριος 5, Μελίτη και Μεγαλόπολη 4 αποδείχτηκαν ανταγωνιστικοί παρά τις ακριβά δικαιώματα εκπομπών και πόσο μάλλον συμφέρουσα θα είναι η υπερσύγχρονη μονάδα Πτολεμαΐδα 5 – Κωνσταντίνου Καβουρίδη που βρίσκεται σε δοκιμαστική λειτουργία και αναμένεται να υπερέχει οικονομικά και περιβαλλοντικά. Έχουμε ήδη αναφερθεί επιγραμματικά στη μονάδα αυτή και θα επανέλθουμε αναλυτικότερα.
Ελπίζουμε ότι το γεγονός ότι σήμερα ο λιγνίτης επανήλθε στη κερδοφορία, να ενσωματωθεί στους ενεργειακούς σχεδιασμούς και να πάψουν επί του παρόντος οι πρόωρες σκέψεις μετατροπής της νέας μονάδας. Είναι εθνικό καθήκον η νέα λιγνιτική μονάδα να λειτουργήσει με τους καλλίτερους περιβαλλοντικούς και ενεργειακούς όρους, στόχος εφικτός και μάλιστα αυτοδύναμα, μέσα στις δυνατότητες της ενεργειακή τεχνολογίας της χώρας μας, αφού εξ άλλου η υπερσύγχρονη αυτή μονάδα κατασκευάστηκε από Ελληνικές τεχνικές εταιρίες.
Ο Ευστάθιος Χιώτης είναι Δρ. Μεταλλειολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, Μηχανικός Πετρελαίων Imperial College, πρώην διευθυντής στη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίων και στο Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους.