Η μάχη Ελλάδας, Ιταλίας και Ιβηρικής για τους διαδρόμους υδρογόνου

Η Ελλάδα επιθυμεί να γίνει κόμβος υδρογόνου, αλλά πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσει τις φιλοδοξίες της Ιταλίας και της Ιβηρικής Χερσονήσου. Η Ισπανία και η Πορτογαλία έχουν αναπτύξει φιλόδοξες εθνικές στρατηγικές, με στόχο να μετατρέψουν την Ιβηρική Χερσόνησο σε κόμβο πράσινου υδρογόνου, κάτι που επιδιώκει και η Ιταλία. Στόχος όλων είναι η μεταφορά πράσινου υδρογόνου που θα παράγεται στην Αφρική προς τη Γηραιά Ηπειρο για την κάλυψη αναγκών της βιομηχανίας, πρόκληση που δεν είναι εύκολη σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο του Economist. Άνθρωποι της αγοράς τονίζουν πως είναι αναγκαία η επιτάχυνση του σχετικού θεσμικού και ρυθμιστικού πλαισίου στην Ελλάδα για τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης αγοράς υδρογόνου. Πάντως, όλοι θέλουν να λάβουν μερίδιο από την πίτα και να γίνουν hub για παραγωγή και μεταφορά υδρογόνου στην Ευρώπη. Όλοι βλέπουν τις αγορές της Κεντρικής Ευρώπης και ιδίως η Γερμανία, αφού εκεί «χτυπά» η καρδιά της βιομηχανίας της Ευρώπης.

Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) προβλέπει πάντως χαμηλές ταχύτητες για την αξιοποίηση του υδρογόνου. Για το 2030, η συνολική παραγωγή εκτιμάται ότι θα ανέλθει τουλάχιστον σε 0,92 τεραβατώρες που αντιστοιχούν σε δυναμικότητα εγκατεστημένων συστημάτων ηλεκτρόλυσης 300 MW περίπου. Η συνολική κατανάλωση πράσινου υδρογόνου εκτιμάται σε 63,6 τεραβατώρες ανά έτος μέχρι το 2050 το μεγαλύτερο ποσοστό όμως (περί το 70%) εκτιμάται ότι θα καταναλώνονται για παραγωγή συνθετικών υδρογονανθράκων για χρήση στις μεταφορές. Η υφυπουργός Αλεξάνδρα Σδούκου δήλωσε πρόσφατα πως για την ανάπτυξη του καυσίμου απαιτούνται δαπάνες σε επιδοτήσεις ύψους 700 εκατ ευρώ ετησίως καθώς το υδρογόνο είναι ακόμη μια πολύ ακριβή τεχνολογία που δεν θα μπορούσε να σταθεί στην αγορά χωρίς κρατική στήριξη. Αν τα χρήματα αυτά διοχετευτούν στο υδρογόνο, δεν θα υπάρχουν πόροι για να προστατευθούν οι καταναλωτές, τόνισε. «Πρέπει να κοιτάμε τί δυνατότητες έχει ο προϋπολογισμός και μετά να ασκούμε κριτική», δήλωσε η υφυπουργός.

Η διευθύνουσα σύμβουλος του ΔΕΣΦΑ Μαρία Ρίτα Γκάλι είχε υπογραμμίσει την ανάγκη η Ελλάδα να αποκτήσει εθνική στρατηγική για το υδρογόνο. «Δεν έχουμε πολιτική για το υδρογόνο και πρέπει να επιταχύνουμε» είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι πρέπει να δημιουργηθεί μια καλά λειτουργούσα και αποτελεσματική αγορά. «Χρειαζόμαστε καθαρή στρατηγική και συγκεκριμένους στόχους. Πρέπει να προχωρήσουμε από το όραμα στη δράση», σημείωσε η κ. Γκάλι. Με βάση όσα ανέφερε στο εν λόγω συνέδριο ο Γενικός Γραμματέας Ενέργειας Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης, στις αρχές του 2024 θα τεθεί σε ισχύ το νέο θεσμικό πλαίσιο για την αδειοδότηση και την πιστοποίηση έργων υδρογόνου. Στόχος, όπως είπε, για το νέο θεσμικό πλαίσιο που εκπονείται από ειδική ομάδα εργασίας, είναι να διαμορφωθεί μια διαδικασία αδειοδότησης που να μην είναι πολύ «βαριά» με υπερβολικές ρυθμίσεις, ώστε να διευκολυνθούν οι επενδύσεις.

Το βλέμμα στη Γερμανία

Τα κράτη της Μεσογείου αλλά και η Ελλάδα έχουν πάντως στραμμένο το βλέμμα τους στη Γερμανία. Η Γερμανία, θα πρέπει να εισάγει έως και το 70% του υδρογόνου αν θέλει να απαλλαγεί από τον άνθρακα της πανίσχυρης βαριάς βιομηχανίας της. Μάλιστα έχει ήδη διαθέσει περισσότερα από 8 δισ. ευρώ (8,6 δισ. δολάρια) για να βοηθήσει τις επιχειρήσεις της να γίνουν πράσινες. Πάνω απ’ όλα η Γερμανία γνωρίζει ότι πρέπει να δώσει για να πάρει, ενώ δεν φαίνεται να θέλει να είναι παρατηρητής στην ανέγερση ηλιακών σταθμών και πάρκων ηλεκτρολυτών στην Αφρική. Η χώρα είναι έτοιμη να βοηθήσει στη δημιουργία τοπικών θέσεων εργασίας, στην αναβάθμιση των δικτύων και στην κατασκευή μονάδων αφαλάτωσης (οι ηλεκτρολύτες χρειάζονται πολύ καθαρό νερό). Με την πάροδο του χρόνου, η Γερμανία μπορεί να δεχτεί ακόμη και ότι τμήματα της βαριάς βιομηχανίας της θα μπορούσαν να μεταφερθούν εκεί όπου παράγεται το υδρογόνο. «Ο βιομηχανικός χάρτης ακολουθεί πάντα τον ενεργειακό χάρτη», παρατηρεί η Simone Tagliapietra του Bruegel. Τέτοια σχέδια είναι ζωτικής σημασίας εάν η Γερμανία θέλει να αποφύγει μια κατάσταση στην οποία θα εξαρτάται από άλλα καθεστώτα, όπως έκανε με τη Ρωσία και το φυσικό αέριο. «Για να αποφύγει μια επανάληψη με το υδρογόνο, η Γερμανία πρέπει να οικοδομήσει πραγματικές συνεργασίες», λέει ο Andreas Goldthau του Πανεπιστημίου της Ερφούρτης.

Το δίλημμα και τα γεωπολιτικά ρίσκα

Οι εμπειρογνώμονες διίστανται ως προς το αν πρέπει να αναβαθμιστούν τα υφιστάμενα δίκτυα φυσικού αερίου, ώστε να δεχθούν υδρογόνο ή αν είναι προτιμότερο να κατασκευαστούν νέοι αγωγοί. Η γεωπολιτική αναταραχή μπορεί να αποτρέψει τις επενδύσεις σε αγωγούς καθώς και στην παραγωγή υδρογόνου. Και οι τρεις διάδρομοι που προσδιόρισε η ΕΕ μέσω των οποίων το υδρογόνο θα μπορούσε να ρέει στη λεκάνη της Μεσογείου διασχίζουν προβληματικά εδάφη. Το υδρογόνο που διοχετεύεται από τη Μαυριτανία θα περνούσε ιδανικά από τη Δυτική Σαχάρα, αλλά ο έλεγχος της περιοχής από το Μαρόκο είναι αμφισβητούμενος. Μια εναλλακτική λύση που εξετάζεται είναι μια υπεράκτια διαδρομή μέσω των Καναρίων Νήσων. Τον Νοέμβριο του 2021 οι δύσκολες σχέσεις της Αλγερίας με το Μαρόκο οδήγησαν στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων και στη διακοπή της ροής φυσικού αερίου μέσω του αγωγού Μαγκρέμπ-Ευρώπη, ο οποίος συνδέει τα κοιτάσματα φυσικού αερίου του Μαρόκου με την Ισπανία, μέσω του εδάφους της γείτονος. Μια συμφωνία για έναν υποθαλάσσιο αγωγό που θα συνδέει τη Βαρκελώνη με τη Μασσαλία, θα μεταφέρει υδρογόνο Ισπανία και θα διοχετεύεται μέσω των υφιστάμενων υποδομών της σε Γαλλία και Γερμανία, θα μπορούσε να εμπλακεί σε μια διαμάχη μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας για το αν η πυρηνική ενέργεια πρέπει να θεωρείται «πράσινη».

Η Ευρώπη πρέπει να δώσει ώθηση στην αγορά μιας νέας πηγής ενέργειας και να το κάνει αυτό σε μια αρένα με πολλούς ανταγωνιστές. Η ταυτόχρονη αύξηση της ζήτησης και της προσφοράς είναι μια λεπτή πράξη εξισορρόπησης. Οι εταιρείες διστάζουν να δεσμευτούν σε μακροχρόνιες συμφωνίες παραλαβής αν δεν είναι σίγουρες για τη διαθεσιμότητα και την τιμολόγηση του υδρογόνου. Αυτό, με τη σειρά του, αποθαρρύνει τους παραγωγούς να λάβουν κρίσιμες επενδυτικές αποφάσεις. Τέλος, δεν βοηθάει και το γεγονός ότι η πολιτική αστάθεια στη βόρεια Αφρική αυξάνει τους κινδύνους και συνεπώς το κόστος κεφαλαίου. Η ΕΕ έχει αναλάβει πρωτοβουλίες. Η Επιτροπή επέτρεψε τη ροή επιδοτήσεων με τη χαλάρωση των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, ώστε οι χώρες μέλη να μπορούν να στηρίξουν τις επιχειρήσεις στις προσπάθειές τους να απαλλαγούν από τις ανθρακούχες εκπομπές.

 

 

cover photo:todaypress.gr

 

σ