Η ενεργειακή μετατόπιση των ΗΠΑ

Μια νέα εποχή είναι πλέον εδώ. Κανείς δεν νομιμοποιείται να αισθάνεται συγκλονισμένος από τον τρόπο με τον οποίο ο Τραμπ πολιτεύεται και θα πολιτευθεί ή να τον υποβαθμίζει ως μια παρένθεση σε μια κατά τα άλλα μετριοπαθή αμερικανική πολιτική σκηνή. Η μετριοπάθεια έχει χαθεί από το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ εδώ και πολλές δεκαετίες. Ο Τραμπ κέρδισε μέσω της πόλωσης που από την αντίθετη πλευρά του πολιτικού σκηνικού (ανα)τροφοδοτείτο σε ακραίο βαθμό μετά το 2014. Τα άκρα πλέον κυβερνούν στις ΗΠΑ και αυτό ισχύει και για την ελίτ του Δημοκρατικού Κόμματος, η ακροαριστερή μετατόπιση του οποίου έσπρωξε πολλούς κεντρώους Δημοκρατικούς στο τραμπικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.

Ο Τραμπ εκπροσωπεί τη μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών και η επικράτησή του και στη λαϊκή ψήφο το 2024 δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για την πολιτική του κυριαρχία ούτε και για την πρόθεσή του να μετατρέψει τον νέο δογματισμό του MAGA (Make America Great Again) στην κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία των ΗΠΑ. Μια ιδεολογική παρακαταθήκη που θα μεταλαμπαδεύσει στον νεαρό και πολλά υποσχόμενο αντιπρόεδρό του, η επιλογή του οποίου –όχι τυχαία– προτάθηκε και ελέγχθηκε από την οικογένεια Τραμπ.

 

Η ομιλία του Τραμπ μετά την ορκωμοσία του αποτέλεσε το ευαγγελικό ιδεολογικό μανιφέστο όχι ενός ατόμου, αλλά μιας παράταξης που επιβεβαιώνει το τεράστιο κοινωνικοπολιτικό χάσμα στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ενώ θα πρέπει να θεωρείται αναπόδραστη η διεύρυνση και η περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση αυτού του χάσματος δεδομένης της πεποίθησης του νέου προέδρου ότι διασώθηκε λόγω θεϊκής παρέμβασης για να ολοκληρώσει το έργο του. Ενας τέτοιος άνθρωπος διαθέτει πολύ λίγη υπομονή και ακόμη λιγότερη διάθεση συμβιβασμού και η πλημμυρίδα των προεδρικών διαταγμάτων των τριών πρώτων ημερών υποδεικνύει και την προετοιμασία και την αποφασιστικότητά του.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ο Τραμπ αισθάνεται ότι έχει την απόλυτη ελευθερία να αντιστρέψει σχεδόν το σύνολο των πολιτικών που κληρονόμησε. Η ενέργεια και η πολυδιάστατη συσχέτισή της με την κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί τμήμα του νέου τραμπικού στίγματος, αποτελεί κορυφαία προτεραιότητά του, καθώς συνδέει άμεσα την ενεργειακή ασφάλεια με την ανταγωνιστικότητα, την ενδυνάμωση της εθνικής οικονομικής ισχύος και τη στρατιωτική επάρκεια.

Η διαφορά είναι ότι τώρα ο Τραμπ δεν μιλάει απλώς για ενεργειακή ανεξαρτησία αλλά για ενεργειακή κυριαρχία, εννοώντας τη νεομερκαντιλιστική εργαλειοποίηση των εξαγωγών ενέργειας των ΗΠΑ για την επίτευξη οικονομικών, διπλωματικών και στρατιωτικών επιδιώξεων που δεν θα διευκολύνουν την άρση των ενεργειακών κυρώσεων κατά της Ρωσίας ως κίνητρο «επίλυσης» του ουκρανικού, εάν αυτό θα συνεπάγεται μείωση των αμερικανικών εξαγωγών υδρογονανθράκων στην Ευρώπη. Κυριαρχία επίσης σημαίνει, στο πλαίσιο του επερχόμενου εμπορικού πολέμου με την Κίνα, την προσπάθεια περιορισμού της πρόσβασης του Πεκίνου σε LNG που θα βοηθήσει τη Ρωσία να κατασκευάσει τον Power of Siberia 2.

Μέσα στις πρώτες ώρες μετά την ορκωμοσία του, ο πρόεδρος Τραμπ υπέγραψε μια σειρά προεδρικών διαταγμάτων που υλοποίησαν τις βασικές προεκλογικές εξαγγελίες του αποσύροντας τις ΗΠΑ από την κλιματική συνθήκη των Παρισίων, καταργώντας δώδεκα προεδρικά διατάγματα του προκατόχου του που απαγόρευαν οποιαδήποτε δραστηριότητα εξερεύνησης/παραγωγής υδρογονανθράκων σε περιοχές δικαιοδοσίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο εξαγωγικό δυναμικό LNG της Αλάσκας, ανατρέποντας το moratorium που επέβαλε ο προκάτοχός του ως προς τη διαδικασία αδειοδότησης νέων τερματικών LNG, τερματίζοντας όλες τις ομοσπονδιακές επιδοτήσεις και φοροελαφρύνσεις που πριμοδοτούσαν την αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων και «παγώνοντας», μέχρι νεωτέρας, όλες τις ομοσπονδιακές αδειοδοτήσεις κατασκευής νέων μονάδων αιολικής ενέργειας.

Τη δεύτερη ημέρα της θητείας του ο πρόεδρος Τραμπ αποφάσισε δάνεια και δανειακές εγγυήσεις ύψους 330 δισ. δολ. που διαχειριζόταν το ΥΠΕΝ στο πλαίσιο των ομοσπονδιακών χρηματοδοτήσεων που προβλέπονταν στο Inflation Reduction Act (IRA) του 2022, της μεγαλύτερης δηλαδή έως σήμερα προσπάθειας από την πλευρά της αμερικανικής κυβέρνησης να ενισχύσει τις βιομηχανίες της ενεργειακής μετάβασης αναπτύσσοντας εγχώριες αλυσίδες τροφοδοσίας και παραγωγής. Η Rystad Energy υπολόγιζε πλέον ότι το 65% των αδειοδοτηθέντων ΥΑΠ της περιόδου Μπάιντεν δεν πρόκειται να κατασκευαστούν μέσα στην επόμενη τετραετία, κάτι που δημιουργεί κενό 25 GW στην αμερικανική ζήτηση ηλεκτρισμού, κενό που θα καλύψει η εγχώρια παραγωγή φυσικού αερίου.

Σε τι βαθμό όμως ο Τραμπ καθοδηγεί την αγορά ή μήπως καθοδηγείται τελικά από αυτή; Αυτή η στρατηγική στροφή στην περαιτέρω διεύρυνση της παραγωγής/εξαγωγών υδρογονανθράκων των ΗΠΑ αποτελεί απόρροια της ιδεολογίας Τραμπ περί οικονομικού εθνικισμού ή βασίζεται και σε οικονομικά δεδομένα; Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Η στροφή του Τραμπ δεν αποτελεί πλήρη αλλαγή παραδείγματος σε σχέση με την πολιτική υδρογονανθράκων που ακολούθησε ο Μπάιντεν, αλλά αλλαγή έμφασης και κατεύθυνσης. Παρά τις κατά καιρούς διακηρύξεις του, ο Μπάιντεν δεν επιχείρησε να μειώσει την αμερικανική παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, με την εξαίρεση της Αλάσκας και τις δυνητικές περιοχές της αμερικανικής ΑΟΖ. Οι προσπάθειές του να κλείσει περιοχές προς εξερεύνηση κορυφώθηκαν μετά την ήττα του τον Νοέμβριο του 2024 και ήταν συμβολικού χαρακτήρα, καθώς όλοι γνώριζαν ότι ο Τραμπ θα τις ακύρωνε την πρώτη ημέρα της διακυβέρνησής του, όπως και το έκανε.

 

Κατά την προεδρία Μπάιντεν η αμερικανική παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου ανέβηκε από 11,3 εκατ. βαρέλια αργού πετρελαίου (ΕΒΑΠ) και 924 δισ. κυβικά μέτρα (ΔΚΜ) φυσικού αερίου το 2020 σε 13,24 ΕΒΑΠ και 1.067 ΔΚΜ το 2024, ενώ οι εξαγωγές ΥΦΑ των ΗΠΑ εκτοξεύθηκαν από τα 61,3 ΔΚΜ το 2020 στα 123 ΔΚΜ το 2024. Το βασικό σημείο διαφωνίας τους εντοπίστηκε στο μορατόριουμ που επέβαλε ο Μπάιντεν τον Ιανουάριο του 2024 στην αδειοδότηση νέων μονάδων εξαγωγής ΥΦΑ που επίσης ανέτρεψε ο Τραμπ. Αυτό που ωστόσο φαίνεται να διέφυγε της προσοχής του Μπάιντεν είναι ότι η νέα ζήτηση για νέα κέντρα δεδομένων και AI θα τριπλασιαστεί μέσα στα επόμενα τρία χρόνια και είναι μια ζήτηση που δεν μπορεί να καλυφθεί από τη διακοπτόμενη και χαμηλής αποδοτικότητας ενέργεια των ΑΠΕ ακόμη και εάν προστεθούν μπαταρίες διάρκειας ολίγων ωρών. Τόσο για αυτές τις μονάδες όσο και για τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρολυτών Η2 απαιτείται υψηλής απόδοσης ενέργεια σε 24ωρη βάση, που μόνο τα πυρηνικά και το φυσικό αέριο μπορούν να διασφαλίσουν.

Μια πρόσφατη μελέτη της Wood Mackenzie προβλέπει βάσει ανάλυσης των υφιστάμενων επενδυτικών αποφάσεων αμερικανικών εταιρειών την επέκταση της ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο έως το επίπεδο των 46 GW μέχρι το 2030, μια αύξηση της τάξεως του 20% συγκριτικά με την πενταετία 2019-2024. Αυτό μεταφράζεται σε περίπου 80 νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο έως το 2030, ενώ μειώνονται δραματικά –κατά περίπου 100 GW εγκατεστημένης ισχύος– και οι προβλέψεις απόσυρσης των υφιστάμενων εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο έως το 2050 με ελάχιστες αποσύρσεις έως και το 2035. Δεν είναι λοιπόν μόνο ο Τραμπ που προβαίνει σε αυτή τη μετατόπιση λόγω ιδεολογίας/ιδεοληψίας, η ίδια η βιομηχανία υψηλής ενεργειακής έντασης το απαιτεί, κάτι που αρχίζει να διαφαίνεται και στην περίπτωση της Ε.Ε., με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη Γερμανία του επερχόμενου καγκελαρίου Μερτς.
______

Ο δρ. Θεόδωρος Τσακίρης είναι καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

(moneyreview.gr, Καθημερινή)

d