Η βιωσιμότητα των εταιρειών ενέργειας της χώρας μας εξαρτάται από το πόσο καλά λειτουργούν οι αγορές ενέργειας.

Οι σύγχρονες αγορές ηλεκτρικής ενέργειας στον αναπτυγμένο κόσμο επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική βούληση για την μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και την προώθηση τεχνολογιών που είτε παράγουν ανανεώσιμη  ενέργεια, είτε βοηθούν  στην διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών.

Έτσι οι νέες αγορές σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε αφενός να ενισχύουν τη συμμετοχή των ανανεώσιμων τεχνολογιών παραγωγής ενέργειας στην αγορά και αφετέρου να αποζημιώνουν την απαραίτητη ευέλικτη ισχύ που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας κυμαινόμενης παραγωγής (φωτοβολταϊκά, αιολικά) στην αγορά. Δυνατότητα παροχής ευέλικτης ισχύος στο ηλεκτρικό σύστημα έχουν σήμερα τόσο οι θερμικές μονάδες χαμηλών εκπομπών, οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί και οι μονάδες αντλησιοταμίευσης, όσο και οι απλές μονάδες αποθήκευσης, οι κατανεμόμενες μονάδες ΑΠΕ όπως επίσης και η διαχείριση του φορτίου. 

Συνεπώς, για να διατηρηθεί η αξιοπιστία του Συστήματος θα πρέπει ταυτόχρονα με την ολοένα αυξανόμενη διείσδυση της αιολικής και ηλιακής ενέργειας να αυξηθεί και η παροχή ευέλικτης ισχύος σε αυτό, προκειμένου να μπορούν να διορθώνονται σε πραγματικό χρόνο οι αποκλίσεις που οφείλονται στην απρόβλεπτη και διαρκώς μεταβαλλόμενη παραγωγή των ανανεωσίμων πηγών. 

Το γεγονός, όμως, ότι η παραγόμενη ενέργεια από τα αιολικά πάρκα και τους φωτοβολταϊκούς σταθμούς εμφανίζει πολύ χαμηλό μεταβλητό κόστος, μειώνει τις τιμές της ενέργειας στην προημερήσια αγορά αποδυναμώνοντας το οικονομικό σήμα που παράγεται από αυτήν για τις επενδύσεις σε παραγωγή από θερμικές ευέλικτες μονάδες με χαμηλές εκπομπές CO2 που αποτελούν επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου . 

Έτσι στον σχεδιασμό των νέων αγορών θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην ορθή λειτουργία της αγοράς εξισορρόπησης, ώστε τελικά από το σύνολο των βραχυχρόνιων αγορών (προημερήσια, ενδοημερήσια, αγορά εξισορρόπησης) να διασφαλιστεί η παραγωγή του σωστού οικονομικού σήματος του αγαθού της ηλεκτρικής ενέργειας και να υλοποιηθούν εν τέλει επενδύσεις σε μονάδες ευέλικτης παραγωγής. 

Ο νέος Ευρωπαϊκός Κανονισμός 2019/943 για τις αγορές ηλεκτρισμού κάνει άλλωστε ξεκάθαρη την έμφαση που δίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση στην ανάγκη αποζημίωσης της ευέλικτης παραγωγής από τις βραχυπρόθεσμες αγορές μέσω του εργαλείου της τιμολόγησης της σπανιότητας του αγαθού της ενέργειας. Η έμφαση προφανώς δίνεται στην αγορά της ενέργειας εξισορρόπησης μέσω της παραγωγής των κατάλληλων οικονομικών σημάτων στην αγορά ισχύος και στην αγορά ενέργειας εξισορρόπησης.

Η περίπτωση της Ελλάδας 

Έτσι και η Ελλάδα μετά από πολλά χρόνια σε ένα μοντέλο αγοράς από το οποίο απουσίαζε εντελώς η οποιαδήποτε βραχυχρόνια αποζημίωση ισχύος (και έπρεπε να υποστηρίζεται μέσω συμπληρωματικών μηχανισμών της αγοράς για τη διασφάλιση της μακροχρόνιας επάρκειας πόρων) εντάχθηκε στο πανευρωπαϊκό μοντέλο αγοράς, το target model. To target model είναι ακριβώς αυτό το μοντέλο που θα υποστηρίξει την ενεργειακή μετάβαση, αρκετά πριν το 2050, σε ηλεκτροπαραγωγή μηδενικών εκπομπών διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι είναι οικονομικά συμφέρουσα η υλοποίηση επενδύσεων σε ευέλικτες πηγές ενέργειας, οι οποίες θα στηρίξουν αυτή τη μετάβαση .

Το παλιό μοντέλο αγοράς ήταν σχεδιασμένο έτσι ώστε να υπάρχει έλλειμμα χρημάτων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αλλά μεγάλα περιθώρια κέρδους στα τιμολόγια της λιανικής.  

Αυτή η Ελληνική ιδιαιτερότητα έδινε πλεονέκτημα στη ΔΕΗ, η οποία πουλούσε στη λιανική περισσότερη ενέργεια από ό,τι παρήγαγε, αγοράζοντας φθηνά την ιδιωτική παραγωγή (θερμική, εισαγωγές, ΑΠΕ) και πουλώντας με ικανοποιητικά περιθώρια κέρδους στη λιανική.

Τα περιθώρια κέρδους στην προμήθεια ήταν τόσο εμφανή, και μετά την εισαγωγή του ΝΟΜΕ έγιναν τόσο δελεαστικά -αφού αντισταθμίστηκε ο κίνδυνος τιμής στην χονδρεμπορική αγορά- που πολλοί ιδιώτες επιχειρηματίες αποφάσισαν να συμμετέχουν σε αυτή την αγορά που από την μια πλευρά δεν είχε κανένα σοβαρό εμπόδιο στη συμμετοχή (barrier to entry), αλλά από την άλλη πλευρά δεν παρείχε κανένα εργαλείο διαχείρισης κινδύνου -πέραν των προϊόντων ΝΟΜΕ, για όσο αυτά διαρκούσαν- σε αυτούς που την ανελάμβαναν αν δεν διέθεταν μονάδες παραγωγής.

Ρίσκα και εργαλεία διαχείρισης

Οι κίνδυνοι  της αγοράς ενέργειας είναι πολλοί, αλλά όλα τελικά καταλήγουν στην αξία αγοράς και πώλησης της ενέργειας . Η ενέργεια είναι ένα χρηματιστηριακό προϊόν και η τιμή της αλλάζει ανά ώρα ανάλογα με τα κόστη των καυσίμων, την εποχικότητα, το κόστος εκπομπών αερίων ρύπων, τη διαθεσιμότητα των μονάδων παραγωγής, τις καιρικές συνθήκες και σε ένα μεγάλο βαθμό επηρεάζεται από πολιτικές αποφάσεις και άλλες ρυθμιστικές παρεμβάσεις.

Στις ώριμες, διασυνδεδεμένες αγορές της Ευρώπης που διαθέτουν επαρκή ρευστότητα, οι αγορές του target model (προθεσμιακή φυσικής και μη φυσικής παράδοσης, συζευγμένη προημερήσια, συνεχής ενδοημερήσια καθώς και η αγορά ισχύος και ενέργειας εξισορρόπησης) έχουν διασφαλίσει τόσο στους παραγωγούς όσο και στους προμηθευτές  την παροχή  εργαλείων διαχείρισης του κινδύνου της συμμετοχής τους σε αυτές. 

Προφανώς, αν μια εταιρεία συμμετέχει στις αγορές και με την ιδιότητα του παραγωγού και με την ιδιότητα του προμηθευτή διαθέτοντας συμμετρικά μερίδια σε αυτές τις δραστηριότητες δηλ. η παραγωγή της να είναι ανάλογη με την ενέργεια που προμηθεύει στους καταναλωτές που εκπροσωπεί, τότε ο κίνδυνος που διατρέχει περιορίζεται . Παράλληλα, ο καταναλωτής που την εμπιστεύεται θα πληρώνει το πραγματικό κόστος ενέργειας που διαμορφώνεται στις αγορές και δε θα επιβαρύνεται με κόστη που αφορούν τη διαχείριση του κινδύνου του προμηθευτή του από τη δραστηριότητά του στις αγορές.

Κατά το παρελθόν βιώσαμε στη χώρα μας πολλά παραδείγματα απότομης αύξησης του κόστους της ενέργειας από ρυθμιστικές παρεμβάσεις. Οι πιο χαρακτηριστικές είναι η ενσωμάτωση στον υπολογισμό της οριακής τιμής του συστήματος (ΟΤΣ) του ειδικού φόρου κατανάλωσης φυσικού αερίου και της Πρόσθετης Χρέωσης Εκπροσώπων Φορτίου Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΠΧΕΦΕΛ) για την κάλυψη του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ και τελευταία η απρόσμενη και υπερβολική αύξηση του κόστους εξισορρόπησης μετά την εφαρμογή του target model. 

Απότομη αύξηση του κόστους παρατηρήθηκε και σε  ώριμες αγορές , (π.χ. μετά από το πυρηνικό ατύχημα στη Φουκοσίμα και την παύση λειτουργίας πυρηνικών στη Γερμανία , την μείωση της πυρηνικής παραγωγής στην Γαλλία, κλπ) που επηρέασαν  την επάρκεια και την τιμή  του φυσικού αερίου και είχαν  άμεση επίδραση στην τιμή της αγοράς της ενέργειας και στη χώρα μας. 

Δύσκολο άθλημα

Εν κατακλείδι λοιπόν, αξίζει να σημειωθεί ότι η βιωσιμότητα και η ευμάρεια των εταιρειών ενέργειας της χώρας μας  εξαρτάται από το πόσο καλά λειτουργούν οι αγορές ενέργειας και  τι ρευστότητα θα έχουν . Προς το παρόν, και με το επίπεδο διασυνδεσιμότητας στο 10% (ενώ για παράδειγμα η Ουγγαρία έχει 50%, το Βέλγιο 24%, η Αυστρία 15%, η Φινλανδία 29%, η Τσεχία 26%, η Ολλανδία 15% και η Σουηδία 26%) η χώρα δεν διαθέτει: 

α) επαρκείς διασυνδέσεις που να επιτρέπουν την εξισορρόπηση τιμών μεταξύ των αγορών 

β) επαρκείς διασυνδέσεις  με ώριμες και με ρευστότητα αγορές 

γ) ιδία προθεσμιακή αγορά με ρευστότητα και δεν αναμένεται να την αποκτήσει σε μεσοπρόθεσμα διότι όλοι οι συμμετέχοντες στην παραγωγή Η.Ε είναι καθετοποιημένοι και στην προμήθεια .

 Συνεπώς οι μη καθετοποιημένες εταιρείες προμήθειας θα πρέπει να μετακυλούν τους κινδύνους ( όσο αυτοί οι κίνδυνοι μπορεί να προβλεφθούν ) στους πελάτες τους με ανάλογη τιμολογιακή πολιτική. Η πρακτική αυτή εμπεριέχει βέβαια τον κίνδυνο σε περιόδους με αυξητική τάση τιμών να δυσαρεστήσουν και να απωλέσουν μεγάλο μέρος της πελατειακής τους βάσης.  Η σημερινή  πραγματικότητα αναμένεται να αλλάξει, αλλά αυτό δεν θα γίνει αύριο. Θα γίνει με ορίζοντα το 2030. Κι ως τότε η λιανική αγορά στην Ελλάδα θα είναι ένα δύσκολο άθλημα.

----------------------------   

*Ο κ. Γιώργος Κούβαρης είναι Πρόεδρος της ΗΡΩΝ και Πρόεδρος του ΕΣΑΗ

Το άρθρο εντάσσεται στο αφιέρωμα του energypress για το 2021

 

 

23 Δεκεμβρίου 2020

energypress