Η βιομηχανία ανεμογεννητριών θα έπρεπε να ανθεί. Γιατί δεν συμβαίνει;

07 06 2023 | 06:38Energypress

Με δεδομένο τον πολιτικό καιρό, οι δυτικοί κατασκευαστές ανεμογεννητριών θα έπρεπε να πετούν στα ουράνια. Ο αμερικανικός Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού είναι γεμάτος με καλούδια για όλα τα είδη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Στα τέλη Απριλίου οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεσμεύτηκαν να αυξήσουν την υπεράκτια αιολική ισχύ της Βόρειας Θάλασσας σε 300 GW έως το 2050, από περίπου 100 GW σήμερα και διπλασιάζοντας μια προηγούμενη δέσμευση. Αυτό έμμεσα δηλώνει ότι κατασκευαστές ανεμογεννητριών θα έχουν πολύ δουλειά στο μέλλον. Μακάρι οι βραχυπρόθεσμες προβλέψεις να ήταν εξίσου καλές.

Οι τέσσερις μεγαλύτεροι δυτικοί κατασκευαστές ανεμογεννητριών – GE Renewable Energy, Nordex, Siemens Gamesa και Vestas- προμηθεύουν περίπου το 90% της αγοράς εκτός Κίνας. Μαζί πραγματοποίησαν έσοδα 42 δισ. ευρώ (46 δισ. δολάρια) το 2022. Ωστόσο, ενώ οι φορείς εκμετάλλευσης αιολικών πάρκων επωφελήθηκαν τα μάλα από τις υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο, οι κατασκευαστές ανεμογεννητριών «χτύπησαν κόκκινο» και οι προμηθευτές τους έβγαλαν ελάχιστα χρήματα (βλ. διάγραμμα).

Πέρυσι, οι τέσσερις μεγάλες εταιρείες εμφάνισαν συνδυασμένες καθαρές ζημίες ύψους σχεδόν 5 δισ. ευρώ. Τις τελευταίες εβδομάδες η GE Renewable Energy, η Nordex και, στις 15 Μαΐου, η Siemens Gamesa, ανακοίνωσαν περισσότερες ζημίες το πρώτο τρίμηνο του έτους. Παρόλο που η Vestas, η μεγαλύτερη από αυτές, πέτυχε ένα ισχνό καθαρό κέρδος 16 εκατ. ευρώ σε πωλήσεις 2,8 δισ. ευρώ, ο διευθύνων σύμβουλός της, Henrik Andersen, παραδέχτηκε ωστόσο ότι οι συνθήκες εξακολουθούν να είναι «δύσκολες».

Ο αγώνας των εταιρειών κατασκευής ανεμογεννητριών να βγάλουν χρήματα είναι αποτέλεσμα των δυνάμεων της αγοράς που κινούνται προς αντίθετες κατευθύνσεις. Από τη μία πλευρά, οι τιμές που μπορούν να επιτύχουν οι ανεμογεννήτριες μειώνονται. Τα τελευταία χρόνια η Vestas και οι ανταγωνιστές της έσπευσαν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον κατασκευάζοντας ολοένα και μεγαλύτερες ανεμογεννήτριες που προσφέρουν όλο και φθηνότερη ισχύ στους κατασκευαστές αιολικών πάρκων, μια ομάδα που περιλαμβάνει μεγάλες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και ιδιώτες επενδυτές υποδομών. Από την άλλη, η όρεξη αυτών των αγοραστών για νέο κιτ έχει κάπως παγώσει από τη δυσκολία εξασφάλισης των αδειών που απαιτούνται για την εγκατάστασή του. Η μέση τιμή πώλησης ανά μεγαβάτ, το προτιμώμενο μέτρο του κλάδου, μειώθηκε από σχεδόν 1 εκατ. ευρώ στα μέσα της δεκαετίας του 2010 σε περίπου 700.000 ευρώ το 2020.

Ο χρόνος που μεσολαβεί από την υπογραφή σύμβασης με τους κατασκευαστές αιολικών πάρκων έως την ανέγερση των ανεμογεννητριών και την πληρωμή τους είναι κατά μέσο όρο τρία χρόνια για τα χερσαία έργα και πέντε για τα υπεράκτια, εκτιμά ο Endri Lico της εταιρείας συμβούλων Wood Mackenzie. Επειδή οι όροι είναι ως επί το πλείστον κλειδωμένοι κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, αυτό εκθέτει τους κατασκευαστές ανεμογεννητριών σε οποιεσδήποτε ιδιοτροπίες της αγοράς. Τον τελευταίο καιρό αυτά έχουν συνδυαστεί σε μια «τέλεια καταιγίδα», σύμφωνα με τα λόγια του κ. Lico: ανατροπές στην εφοδιαστική αλυσίδα, έλλειψη πρώτων υλών και εξαρτημάτων, πληθωρισμός, υψηλότερα επιτόκια και γεωπολιτικές εντάσεις.

Ο αγώνας για την ανάπτυξη μεγαλύτερων ανεμογεννητριών μπορεί να στοιχειώσει τη βιομηχανία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, λέει ο Thomas Cobet της AlixPartners, μιας άλλης εταιρείας συμβούλων. Οι μεγαλύτερες μηχανές δεν αποτελούν ακόμη ώριμη τεχνολογία. Για τους κατασκευαστές η συντήρηση αυτών των ανεμογεννητριών θα μπορούσε να αποδειχθεί δαπανηρή. Αυτό, με τη σειρά του, θα έπληττε τα περιθώρια κέρδους του μεγαλύτερου πλεονεκτήματος των κατασκευαστών: τα συμβόλαια παροχής υπηρεσιών, στα οποία οι φορείς εκμετάλλευσης τους πληρώνουν μια προκαθορισμένη αμοιβή για τα πάντα, από ανταλλακτικά μέχρι πλήρη προγράμματα λειτουργίας.

Η βιομηχανία θα ήθελε επίσης να αποφύγει τη μοίρα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας ηλιακών πάνελ, η οποία έχασε νωρίς το προβάδισμα από τους φθηνότερους, επιδοτούμενους από το κράτος, Κινέζους ανταγωνιστές της. Οι κατασκευαστές ανεμογεννητριών της Κίνας αναπτύσσονται γρήγορα – και κερδοφόρα. Η μεγαλύτερη τέτοια εταιρεία στον κόσμο είναι πλέον η Goldwind, η οποία εγκατέστησε 12,5 γιγαβάτ ισχύος το 2022, ξεπερνώντας για πρώτη φορά τη Vestas, ενώ παράλληλα παράγει ετήσια καθαρά κέρδη περίπου 340 εκατ. δολαρίων. Παρόλο που οι κινεζικές εταιρείες απευθύνονται κυρίως στην εγχώρια αγορά τους, στην οποία δεν δίνεται η δυνατότητα στις δυτικές εταιρείες να ανταγωνίζονται, έχουν επίσης στο στόχαστρό τους ξένους πελάτες, ιδίως σε χώρες κατά μήκος της κινεζικής πρωτοβουλίας Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος για έργα υποδομής.

Εν μέσω των αυξανόμενων σινοδυτικών εντάσεων και της ευρύτερης προστατευτικής διάθεσης που χαρακτηρίζει τόσο την Ουάσιγκτον όσο και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, οι Κινέζοι κατασκευαστές είναι όλο και πιο ανεπιθύμητοι στην Αμερική και την Ευρώπη. Ειδικά οι Ευρωπαίοι, που έχουν καεί από την εξάρτηση από το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο αφότου ξέσπασε ο πόλεμος στο κατώφλι τους, δεν θέλουν να βασίζονται σε φθηνές κινεζικές ανεμογεννήτριες, λέει η Harriet Fox της Ember, μιας ακόμα συμβουλευτικής εταιρείας. Αλλά αν η Vestas και άλλες δυτικές εταιρείες ανεμογεννητριών πρόκειται να κάνουν το καθήκον τους αναφορικά με την απεξάρτηση της ηπείρου από τον άνθρακα, πρέπει πρώτα να επιστρέψουν στην κερδοφορία.

Στις σημερινές δυσμενείς συνθήκες της αγοράς, αυτό μπορεί να καταστήσει αναγκαία την ανάληψη κυβερνητικής δράσης. Τον Απρίλιο η ΕΕ συμφώνησε να διευκολύνει την έκδοση αδειών για νέα αιολικά πάρκα και συναφείς υποδομές, επιτρέποντας, για παράδειγμα, τη δημιουργία «περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», όπου τα έργα μπορούν να εγκριθούν σε ένα έτος ή και λιγότερο. Αυτό είναι μια αρχή. Παρόλα αυτά, υποστηρίζει ο Phuc-Vinh Nguyen του Ινστιτούτου Jacques Delors, ενός κέντρου μελετών στο Παρίσι, η ΕΕ πρέπει να κάνει περισσότερα για να μειώσει την αβεβαιότητα για τους κατασκευαστές ανεμογεννητριών και τους κατασκευαστές αιολικών πάρκων – κάτι που ο Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού κάνει πολύ καλύτερα από ό,τι οι ισχύοντες κανόνες της Ευρώπης. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα περισσότερα δημόσια χρήματα. Είναι γεγονός ότι η Ευρώπη καθυστερεί από την έλλειψη συγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων για επενδύσεις και σαφών κανονισμών. Χωρίς αυτά, οι προβλέψεις για τους δυτικούς κατασκευαστές ανεμογεννητριών θα παραμείνουν ασταθείς.

(Economist, powergame.gr)

 

σ