Δεν αρκεί ένα “mea culpa” στην ενέργεια
«Αποτύχαμε στη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού, στο οποίο περιλαμβάνεται και η Ρωσία» ανέφερε ο Γερμανός πρόεδρος Σταϊνμάιερ. «Η προσήλωσή μου στον Νord Stream 2 ήταν λάθος» συνέχισε, αναφερόμενος στην περίοδο, που όντας υπουργός εξωτερικών της Μέρκελ υπέγραφε τον νέο αγωγό που θα διπλασίαζε το εισερχόμενο ρωσικό αέριο (και την εξάρτηση) στην Γερμανία και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Εκείνη την εποχή πολλοί είχαν προειδοποιήσει έναντι του ρωσικού επεκτατισμού και του κινδύνου «οπλοποίησης» του φυσικού αερίου. Μάταια όμως. Αναφέρθηκε επίσης ο Σταϊνμάιερ στο λάθος της διαχρονικής γερμανικής “Οστπολιτίκ” που προέβλεπε την προσέγγιση και την εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσία.
Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι.
Πράγματι, o σοσιαλδημοκράτης ηγέτης Βίλι Μπραντ ήταν ο θεμελιωτής της αποκαλούμενης “Neue Ostpolitik”, της πολιτικής δηλαδή ανοίγματος της Δύσης στη Σοβιετική Ένωση που εφάρμοσε μάλιστα στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και του απέφερε το Νόμπελ Ειρήνης το 1971, επειδή συνέβαλε στη βελτίωση των σχέσεων με την ΕΣΣΔ. Μόνο που η πολιτική του Βίλι Μπραντ δεν είχε καμία σχέση με την εφαρμοζόμενη πολιτική που ακολούθησαν οι επόμενοι ηγέτες, και αφορούσε βασικά σε κοινές επιχειρηματικές συμφωνίες εταιριών και όχι σε κοινές συμφωνίες των λαών των χωρών. Από το “Ostpolitik” του Βίλι Μπραντ στο “business as usual” του Σρέντερ και της Μέρκελ είναι ένα μακρύς δρόμος από τον θρίαμβο στον όλεθρο.
Μνημειώδες παράδειγμα της λανθασμένης στρατηγικής ήταν πράγματι η απόφαση για την έναρξη κατασκευής του Nord Stream 2 ένα χρόνο μετά την εισβολή του Πούτιν στην Κριμαία το 2014. Ο αγωγός ολοκληρώθηκε και παραμένει αχρησιμοποίητος, θυμίζοντας πώς οι πρόσφατες ηγεσίες της Γερμανίας πρόσδεσαν την χώρας τους και ένα μεγάλο κομμάτι της Ευρώπη στο άρμα του Πούτιν. Όμως, ακόμα και τώρα δεν έχουν προχωρήσει σε σημαντικές δράσεις αντιμετώπισης της κρίσης, καθώς μπλοκάρουν αποφάσεις που έχουν να κάνουν με τον έλεγχο και την ενιαία αντιμετώπιση των αγορών, μοιάζοντας παραζαλισμένες από τα αδιέξοδα που δημιούργησαν και τις εσωτερικές τους σκοπιμότητες. Ο Πολ Κρούγκμαν το προχώρησε περισσότερο με έναν ενδιαφέροντα παραλληλισμό σε πρόσφατη συνέντευξη του. Τόνισε πως «ενώ η Γερμανία ήταν πρόθυμη να επιβάλει οικονομική και κοινωνική καταστροφή σε χώρες που ισχυριζόταν ότι ήταν ανεύθυνες στον δανεισμό τους, ήταν απρόθυμη να επιβάλει πολύ μικρότερο κόστος στον εαυτό της παρά την αναμφισβήτητη ανευθυνότητα των προηγούμενων ενεργειακών πολιτικών της». Είναι άλλωστε γνωστό πως οι προειδοποιήσεις για την λανθασμένη, μονομερή εξάρτηση της Γερμανίας και συνεπαγόμενα όλης της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο ήταν πολλές. Σίγουρα δε πολύ περισσότερες φορές από τις προειδοποιήσεις της χώρας μας για τον προ κρίσης δανεισμό της.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Η τρομακτική αύξηση του κόστους της κατανάλωσης ενέργειας που εκτινάσσει τον πληθωρισμό, πιέζει αφόρητα όλη την Ευρώπη και ιδίως τα φτωχά νοικοκυριά και τις οικονομικά αδύναμες χώρες. Για την Ελλάδα που, καθημαγμένη και εξουθενωμένη από την δεκαετή κρίση, πάλευε να σταθεί στα πόδια της μετά και την 2ετή πανδημία αυτές οι συνέπειες μπορεί να αποβούν μοιραίες.
Για αυτό και η δράση πρέπει να είναι άμεση.
«Προτιμούμε την ειρήνη ή να έχουμε αναμμένο κλιματιστικό; Αυτή είναι η ερώτηση που πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας» τόνιζε ο Πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι σε πρόσφατη συνέντευξη τύπου. Η λύση όμως δεν θα προκύψει (μόνο) από την εξοικονόμηση ενέργειας των πολιτών. Άλλωστε, οι πολίτες έχουν δείξει εμπράκτως την αλληλεγγύη τους στο παρελθόν, θυσιάζοντας μέρος της ευημερίας τους. Ως πότε όμως θα ρωτήσουν; Δεν μπορεί να σχεδιαστεί η διάσωση του παρόντος με ορίζοντα το μέλλον;
Η πραγματική ερώτηση εν τέλει απευθύνεται σε άλλους, στους αποφασίζοντες.
Είναι έτοιμοι οι τελευταίοι να αναλάβουν το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί και να προχωρήσουν στις απαραίτητες πολιτικές (ενεργειακής) αυτονομίας; Δεν μπορεί να χαθεί (πάλι) χρόνος μέσα σε δόλιες υπεραπλουστεύσεις και σε επικοινωνιακές ελπίδες για θαμμένους ορυκτούς θησαυρούς που θα λύσουν ως δια μαγείας όλα τα προβλήματα. Ο τρόπος ζωής που εξαρτιόταν από τα ορυκτά καύσιμα είχε φτάσει πριν από τον πόλεμο στα οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά του όρια.
Η επιτυχία των ευρωπαϊκών ηγεσιών θα κριθεί από την γενναιότητα και αποτελεσματικότητά τους να προχωρήσουν με ταχύτητα τις πολιτικές ανεξαρτησίας από τα παιχνίδια υπερ-κερδοσκοπίας και γεωπολιτικής ισχύος των ορυκτών καυσίμων και των αγορών τους. Οι λόγοι δεν είναι μόνο ηθικοί και περιβαλλοντικοί. Είναι κατά βάση υπαρξιακοί.
Χρόνο για να σπαταλήσουμε άλλη ενέργεια δεν έχουμε.
(TO BHMA της Κυριακής, 23/4/2022)