ΑΠΕ / Υπερπροσφορά ενέργειας χωρίς αντίκρισμα

Με ταξίδι δίχως πυξίδα μοιάζει η υπόθεση της ενεργειακής μετάβασης στην Ελλάδα, καθώς, παρά τις επιφυλάξεις και τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί, η ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό και χωρίς σχέδιο.

 

Σε ρεπορτάζ της ΑΥΓΗΣ έχει επισημανθεί το πρόβλημα της μεγάλης προσφοράς ενέργειας από ΑΠΕ σε αντίθεση με την ελάχιστη ζήτηση. Τα στοιχεία, όμως, δείχνουν πως η αγορά της ενέργειας δεν έχει λάβει τα σήματα. Όπως αναφέρει η δεξαμενή σκέψης Green Tank (Τάσεις στην ηλεκτροπαραγωγή, Απρίλιος 2024), το πρώτο τετράμηνο του 2024 οι ΑΠΕ ξεπέρασαν για πρώτη φορά την παραγωγή και των τριών ορυκτών καυσίμων μαζί (ορυκτό αέριο, λιγνίτης και πετρέλαιο) και το μερίδιό τους θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο αν δεν υπήρχαν περικοπές. «Σύμφωνα με τις προβλέψεις της διαδικασίας του ενοποιημένου προγραμματισμού που δημοσιεύει καθημερινά ο ΑΔΜΗΕ, περικόπηκαν 308 GWh ΑΠΕ συνολικά το πρώτο τετράμηνο του έτους». Μάλιστα, οι περικοπές που έγιναν τον Απρίλιο ξεπέρασαν τις συνολικές απορρίψεις του 2023.

Εχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις για τις περικοπές. Κάποιοι τις θεωρούν αναγκαίες, άλλοι πως γίνονται με άδικο τρόπο. Σε αντίθεση με τον Ανεξάρτητο Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) που διαθέτει εργαλεία τηλεδιαχείρισης, ο Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ) δεν έχει, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει, όπως τονίζουν φορείς της αγοράς, ισοκατανομή στις περικοπές. Σαν να μην έφτανε αυτό το πρόβλημα, υπάρχουν και κάποιοι «παίκτες»… που περνάνε στο δίκτυο όση ενέργεια δεν έχουν διαθέσει στην αγορά επόμενης ημέρας (DAM). Αυτό συμβαίνει από παραγωγούς ενέργειας μονάδων που εκπροσωπούνται από Φορείς Σωρευτικής Εκπροσώπησης. Με άλλα λόγια, κάποιοι καταφέρνουν να αποκομίζουν κέρδη, βάζοντας σε «μπελάδες» και το ενεργειακό σύστημα της χώρας, καθώς αυξάνεται έτσι η αδιάθετη ενέργεια, άρα και οι περικοπές.

Είναι, πάντως, γεγονός πως στη χώρα μας κατασκευάζονται έργα για να καταναλώσει ενέργεια τουλάχιστον ακόμα μία Ελλάδα, χωρίς τις αναγκαίες υποδομές αποθήκευσης και τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις που θα στείλουν την πλεονάζουσα ενέργεια στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα στο τέλος να περικόπτεται. Σύμφωνα με το Προκαταρκτικό Σχέδιο του Δεκαετούς Προγράμματος Ανάπτυξης (ΔΠΑ) του ΑΔΜΗΕ για την περίοδο 2025-2034, οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις ΑΠΕ μαζί με όσα έργα έχουν κατοχυρώσει το δικαίωμα να συνδεθούν στο δίκτυο υπολογίζονται σε 28 GW. Αυτό το μέγεθος υπερβαίνει ήδη τον καταγεγραμμένο στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) στόχο για το 2030 (15,1 GW) και επιτυγχάνει τον στόχο για ΑΠΕ ισχύος 23,5 GW στην ηλεκτροπαραγωγή, όπως αποτυπώνεται στο προσχέδιο της αναθεωρημένης έκδοσης του εθνικού σχεδιασμού. Με άλλα λόγια, η χώρα μας ήδη έχει πετύχει τους στόχους για την ενσωμάτωση έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο σύστημα μέχρι το 2030. Δεν φαίνεται, πάντως, να ιδρώνει το αυτί κανενός και αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός πως κάθε μήνα αυξάνονται οι αιτήσεις για νέα έργα ΑΠΕ.

Μέσα σε αυτό το τοπίο εκδηλώνονται και οι αντιθέσεις και οι διαφορετικές προσεγγίσεις σε σχέση με τον τρόπο ανάπτυξης των ΑΠΕ. «Τους στόχους μας δεν μπορούμε να τους πιάσουμε με βιώσιμο τρόπο βασιζόμενοι μόνο σε φωτοβολταϊκά. Οι σκέψεις για “φρένο στην αδειοδότηση ΑΠΕ”, ακόμα και αν έχουν κάποια βάση στα φωτοβολταϊκά, είναι λάθος για τα αιολικά. Εκεί, αντιθέτως, πρέπει να πατήσουμε γκάζι» τόνισε πρόσφατα ο πρόεδρος της Ελληνικής Επιστημονικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας Παναγιώτης Λαδακάκος σε εκδήλωση με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Αιολικής Ενέργειας. Χαρακτήρισε «καυτό» το θέμα με τις περικοπές και υπογράμμισε πως θα πρέπει το συντομότερο η Πολιτεία να καταλήξει σε ένα ξεκάθαρο, δίκαιο, διαφανές και προβλέψιμο πλαίσιο.

Ανεξάρτητα, πάντως, από τις διαφορετικές προσεγγίσεις, φαίνεται πως το οικοδόμημα της ενέργειας έχει αρκετές στρεβλώσεις και μέσα σε αυτό το περιβάλλον εξελίσσεται η ανάπτυξη των έργων ΑΠΕ. Το ερώτημα είναι αν θα αποτελέσει αυτή η ανάπτυξη μια «φούσκα» με απρόβλεπτες συνέπειες ή θα υπάρξει κάποια ορθολογική διαχείριση. Ζητούμενο δε αποτελεί η ενεργειακή μετάβαση να έχει στο επίκεντρο τον πολίτη και την αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων, όπως η ενεργειακή φτώχεια. Ένα πολύ σημαντικό μέρος της κοινωνίας δεν μπορεί να θερμάνει επαρκώς το σπίτι του τον χειμώνα και να το κρατήσει δροσερό τους καλοκαιρινούς μήνες. Τα προγράμματα επιδότησης δράσεων ενεργειακής εξοικονόμησης δεν έχουν φτάσει στα πιο αδύναμα οικονομικά τμήματα της κοινωνίας, οπότε το πρόβλημα μεγεθύνεται. Θα χρειαστούν αρκετά προγράμματα στήριξης για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος.

 

σ