2020: Έτος ευθύνης για τη δίκαιη μετάβαση.
Πριν από λίγες μέρες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την πρότασή της για τον Μηχανισμό της Δίκαιης Μετάβασης, ο οποίος επί της ουσίας αποτελεί το χρηματοδοτικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Ο μηχανισμός περιλαμβάνει το Ταμείο της Δίκαιης Μετάβασης με προϋπολογισμό 7,5 δισεκ. € και πρόβλεψη για 100 δισεκ. € από άλλους χρηματοδοτικούς πόρους (InvestEU και Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων), με στόχο τη στήριξη ενός νέου και βιώσιμου παραγωγικού μοντέλου για τις υψηλής έντασης άνθρακα βιομηχανικές περιοχές της Ευρώπης.
Η κατανομή των κονδυλίων του ταμείου δεν είναι εύκολη: καθορίζεται από έναν πολύπλοκο μαθηματικό τύπο, σύμφωνα με τον οποίο η Πολωνία θα λάβει 2 δισεκ. €, η Γερμανία 877 εκατ.€, η Ρουμανία 757 εκατ. €,η Τσεχία 581 εκατ. €,η Βουλγαρία 581 εκατ. € ακόμη και η Γαλλία 402 εκατ. €, χώρα η οποία δεν εξαρτάται από το κάρβουνο για την ηλεκτροπαραγωγή της. Η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι αποφάσισε την εμπροσθοβαρή απολιγνιτοποίηση με στόχο την απόσυρση 4,4 GW εγκατεστημένης λιγνιτικής ισχύος σταδιακά μέχρι το 2023, θα λάβει μόλις 294 εκ.€, τα οποία με τη μόχλευση θα ανέλθουν περίπου στο ποσό των 4 δισεκ.€, ποσό που εξακολουθεί να θεωρείται ιδιαίτερα χαμηλό, δεδομένου του βαθμού εξάρτησης της χώρας μας από τον λιγνίτη και του περιορισμένου χρόνου που έχει για να πετύχει την πλήρη απολιγνιτοποίηση.
Για την εκταμίευση των κονδυλίων θα πρέπει τα κράτη μέλη να καταθέσουν στην Κομισιόν στρατηγικά σχέδια μετάβασης, τα οποία θα πρέπει να είναι συμβατά με τα Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα. Πρόκειται δηλαδή για μια νέα αρχιτεκτονική που αφορά την ευρύτερη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πλήρη απανθρακοποίηση της οικονομίας της μέχρι το 2050. Ωστόσο, δεν επιβάλλει συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα απανθρακοποίησης ή και τα αφήνει στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών.
Από μια πρώτη ανάγνωση, φαίνεται πως το ταμείο από τη μια μεριά, ενισχύει χώρες που δεν έχουν υιοθετήσει φιλόδοξους κλιματικούς στόχους, με σκοπό την ήπια ώθησή τους να μπουν στην ίδια πορεία με τις υπόλοιπες που ήδη έχουν δεσμευτεί για κλιματική ουδετερότητα. Επιπλέον, από την άλλη μεριά, φαίνεται πως αυτή η πριμοδότηση δεν επιβραβεύει όπως θα έπρεπε χώρες, όπως η Ελλάδα, με φιλόδοξο σχεδιασμό για την απολιγνιτοποίηση.
Σε κάθε περίπτωση, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η δίκαιη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή δεν αφορά μόνο τους εργαζόμενους και τους κατοίκους των λιγνιτικών περιοχών. Είναι μια εθνική οφειλή προς τις κοινωνίες που τόσες δεκαετίες θυσίαζαν την υγεία και την οικονομική ευρωστία τους στον βωμό του εξηλεκτρισμού της χώρας. Παράλληλα, αποτελεί μια εθνική πρόκληση που απαιτεί ευρεία κινητοποίηση πόρων, μιας και αφορά το ενεργειακό, οικονομικό και περιβαλλοντικό μέλλον της Ελλάδας.
Η Ελλάδα και οι νέες προκλήσεις
Το 2020 αποτελεί μια χρονιά με πολλά ορόσημα, κρίσιμες διαπραγματεύσεις και προκλήσεις τόσο για την Ευρώπη, όσο και για την Ελλάδα, με μεγαλύτερη την απολιγνιτοποίηση. Η χώρα μας, και κυρίως οι περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας, εγκλωβίστηκαν για δεκαετίες στη μονοκαλλιέργεια του λιγνίτη, ενώ η εμμονή της Ελλάδας στα ορυκτά καύσιμα επέφερε ένα κόστος πολύ μεγαλύτερο από αυτό που αναγράφεται στους λογαριασμούς της ΔΕΗ.
Τα νούμερα μάς το επιβεβαιώνουν:
- Μόνο για το 2019 σύμφωνα με έκθεση του διεθνούς ινστιτούτου Carbon Tracker, οι ζημιές της ΔΕΗ από τη λιγνιτική δραστηριότητα ανήλθαν στα 596 εκατ.€.
- Τα τελευταία περίπου 15 χρόνια, και σύμφωνα με έκθεση του WWF Ελλάς, η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή έλαβε πάνω από 5 δισεκ.€ σε άμεσες και έμμεσες επιδοτήσεις, ενώ την ίδια ώρα το φυσικό αέριο ενισχύθηκε με περίπου 4,3 δισεκ. €.
- Εκτός όμως από τις επιδοτήσεις, πληρώσαμε και τη ρύπανση. Η ατμοσφαιρική ρύπανση που προκαλείται από τις υπερβάσεις των ορίων εκπομπών των υφιστάμενων λιγνιτικών σταθμών, σύμφωνα με τη μεθοδολογία του Παγκόσμιου Οργανισμού Περιβάλλοντος, προκαλεί κάθε χρόνο οικονομικές ζημιές που εκτιμώνται σε 92-583 εκατ. € .
- Την ίδια στιγμή, η απολιγνιτοποίηση του χαρτοφυλακίου της ΔΕΗ αποτελεί το στοίχημα της επόμενης ημέρας που πρέπει να κερδηθεί. Ήδη από την ανακοίνωση της απολιγνιτοποίησης, η μετοχή της δημόσιας επιχείρησης κατέγραψε το τελευταίο εξάμηνο του 2019, για πρώτη φορά και μετά από αρκετά εξάμηνα ζημιών, κερδοφορία που ξεπερνάει το 120%, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο, ποιο είναι το ενεργειακό μέλλον.
Το 2020 είναι η χρονιά που θα κρίνει το μέλλον των λιγνιτικών περιφερειών. Με ορόσημα την ολοκλήρωση του τριλόγου (τριμερείς διαπραγματεύσεις Ευρωκοινοβουλίου, Επιτροπής και Συμβουλίου) για τον κανονισμό για τον Μηχανισμό Δίκαιης Μετάβασης, των διαπραγματεύσεων για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, της αρχιτεκτονικής της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, αλλά και τη Συνδιάσκεψη για το Κλίμα (COP 26), η χώρα μας έχει την ευκαιρία να κάνει τη μετάβαση πραγματικά δίκαιη και να φέρει ζωντάνια και καινοτομία στις ταλαιπωρημένες λιγνιτικές περιφέρειες. Θα πρέπει να διεκδικήσει και να εξασφαλίσει περισσότερα κονδύλια για τις λιγνιτικές περιοχές, να παρουσιάσει πιο φιλόδοξους στόχους και να προωθήσει την καθαρή ενέργεια, αναπτύσσοντας ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο μακριά από τα ορυκτά καύσιμα.
Είναι γεγονός ότι η ανακοίνωση της απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων το 2023 χωρίς να έχει προηγηθεί η εκπόνηση ενός στρατηγικού σχεδίου για τη μετάβαση, μπορεί να εκτροχιάσει τη συζήτηση από το βασικό ζητούμενο που είναι η άρση του οικονομικού, κοινωνικού και περιβαλλοντικού αδιεξόδου που προκαλεί ο λιγνίτης. Ωστόσο, οι επόμενοι μήνες θα κρίνουν το μέλλον των λιγνιτικών περιφερειών. Εδώ δεν χωρούν διχαστικές λογικές, αλληλοπεριχαράκωση και άρνηση της πραγματικότητας. Απαιτείται από όλους μας ομοψυχία και συστράτευση για τη διεκδίκηση περισσότερων πόρων, τεχνικής βοήθειας και οργανωτικής υποδομής, έτσι ώστε η μετάβαση να είναι πραγματικά δίκαιη και να επιτρέψει στις λιγνιτικές περιφέρειες να σχεδιάσουν το μέλλον τους με οδηγό τη βιώσιμη ανάπτυξη.
28 Ιανουαρίου 2020
WWF