Δούκας: Στάσεις και Συμπεριφορές στη Χάραξη Πολιτικής.

18 11 2020 | 08:18

Οι φορείς χάραξης πολιτικής αντιλαμβάνονται ολοένα και περισσότερο τη σημασία της ψυχολογίας στις αποφάσεις και στην επιτάχυνση (ή επιβράδυνση) των αναγκαίων αλλαγών. Η ανάγκη κατανόησης του δυναμικού της είναι ιδιαίτερα κρίσιμη στις σημερινές συνθήκες της πανδημίας, όπου οι δράσεις των πολιτών βασίζονται περισσότερο στην επίδραση του συναισθήματος.

Ο κρίσιμος ρόλος της ψυχολογίας έχει διατυπωθεί πολύ νωρίς από τους Smith (1759), MacKay (1841) και Keynes (1936) στα κοινωνικά και οικονομικά συστήματα. Μάλιστα, η απονομή των βραβείου Νόμπελ οικονομικής επιστήμης τα τελευταία χρόνια στους Thaler (2017), Shiller (2013) και Kahneman (2002) έχει στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας στα λεγόμενα συμπεριφορικά οικονομικά (behavioural economics). Σε αυτά τεκμηριώνεται πως το αναπτυξιακό μας μοντέλο για πολλές δεκαετίες στηρίχθηκε στην εσφαλμένη υπόθεση της αποτελεσματικής αγοράς και της ύπαρξης καθόλα ορθολογικών «παιχτών». Ενώ, στην πραγματική ζωή, η διαδικασία απόφασης βασίζεται εν πολλοίς σε αυθορμητισμούς, σχέσεις, παρορμήσεις και συναισθήματα.

Ουσιαστικά, τα συμπεριφορικά οικονομικά χρησιμοποιούν ευρήματα της ψυχολογίας για να «εξανθρωπίσουν» το νεοκλασικό μοντέλο της οικονομικής συμπεριφοράς, που συνίσταται στην εγωιστική μεγιστοποίηση του οφέλους. Και αναλύουν γιατί η αξία μίας επιχείρησης δεν μπορεί να προσμετράται μυωπικά, μόνο από την μεγιστοποίηση των κερδών των μετόχων της. Αλλά πρέπει να συνυπολογίζει τη μεγιστοποίηση των κερδών όλων των ενδιαφερομένων μερών (υπαλλήλων, πελατών) και την προστασία του περιβάλλοντος.

Στις μέρες μας, ακούμε συνέχεια για τη σημασία της κοινωνικά υπεύθυνης συμπεριφοράς. Πόσο εύκολο είναι σήμερα οι πολίτες, σε καθεστώς φόβου και ανασφάλειας, να περιορίσουν την επίδραση του συναισθήματος; Να υποστείλουν δηλαδή τα βραχυπρόθεσμα ατομικά τους συμφέροντα, για να προάγουν το κοινό συμφέρον και τη συνεργασία;

Από τον Αυστριακό οικονομολόγο Fehr εκτιμήθηκε ότι μόλις το ένα τέταρτο του κόσμου συμβάλλει θετικά με την συμπεριφορά του στο κοινό καλό, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Υπάρχει ένα αντίστοιχο ποσοστό που βάζει σαν πρώτη προτεραιότητα το ατομικό συμφέρον. Και το υπόλοιπο ποσοστό, κοντά στο 50%, είναι «υπό προϋποθέσεις συμβάλλοντες».

Πώς μπορούν οι τελευταίοι να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους για το κοινό καλό; Χρειάζεται – ειδικότερα για αυτούς, αλλά χωρίς κανείς να εξαιρείται – να εμπεδωθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης, σύνδεσης των επιστημονικών ευρημάτων και των σχεδιαζόμενων πολιτικών με τις πραγματικές τους ανάγκες. Να αισθανθούν όλοι ότι αποκτούν έλεγχο επί των αποφάσεων που επηρεάζουν τις ζωές τους.

Διαφορετικά, ο ψυχολογικός μηχανισμός αντίδρασης στο στρες και στην αγωνία τους είναι η άρνηση της πραγματικότητας. Και η ευκολία της καταφυγής στην ατομικότητα και στην κατανάλωση φανταχτερών σκουπιδιών.

Ίσως η σημερινή δυστοπία είναι μία μοναδική ευκαιρία να επανατοποθετηθούμε. Όχι κυριαρχικά και πατερναλιστικά, λέγοντας στους πολίτες μόνο «τί πρέπει να κάνουν».

Αλλά συνεργατικά, ενδυναμώνοντας τους δεσμούς μεταξύ της φορέων χάραξης πολιτικής, της ερευνητικής κοινότητας και όλων των ενδιαφερομένων μερών.

Για να αντιμετωπίσουμε τις πολλαπλές κρίσεις στην υγεία, την οικονομία και το περιβάλλον με δίκαιο και βιώσιμο τρόπο χρειαζόμαστε ανοιχτά και συμπεριληπτικά συστήματα διακυβέρνησης. Ώστε ο σχεδιασμός πολιτικών να παρέχει την δυνατότητα κατανόησης των απαιτούμενων αλλαγών, διαμόρφωσης νοημάτων και καθημερινών πρακτικών και τελικά διαχείρισης των συναισθημάτων μας.

Και οι «υπό προϋποθέσεις συμβάλλοντες», ή ακόμη και αρνητές, να μετατραπούν σε συν-διαμορφωτές, για να ανοικοδομήσουμε καλύτερα (Build Back Better) την μετά την πανδημία εποχή.

* Αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ

 

 

18 Νοεμβρίου 2020