Μαθήματα από την ενεργειακή κρίση: Οι Βρυξέλλες πρέπει να ξαναπιάσουν τα μολύβια τους

Φθάνουμε στο τέλος του 2021 και παρακολουθούμε την ευρωπαϊκή - κατά κύριο λόγο - ενεργειακή κρίση να προκαλεί ισχυρές δονήσεις στον κλάδο της βιομηχανίας και της παγκόσμιας οικονομίας. 

Χρονικά, η ενεργειακή κρίση ακολουθεί την προηγούμενη κρίση λόγω της πανδημίας και εξελίσσεται σε ένα διεθνές περιβάλλον σημαντικής ανάκαμψης της ζήτησης την οποία προσπαθεί να ακολουθήσει ασθμαίνοντας η πλευρά της παραγωγής. 

 

Η απότομη αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου (Φ.Α.) και των δικαιωμάτων εκπομπών CO2 και η συνεπαγόμενη εκτόξευση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας σε πρωτοφανή και απρόσμενα επίπεδα επηρεάζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την οικονομία και την κοινωνία όλης της Ευρώπης. Ο βαθμός επηρεασμού κάθε χώρας εξαρτάται από το ενεργειακό της μείγμα, αλλά και από το πόσο καλά αυτή είναι διασυνδεδεμένη με την υπόλοιπη Ευρώπη. 

Είναι αξιοσημείωτο ότι η ενεργειακή κρίση συνέβη με τα πρώτα βήματα της ενεργειακής μετάβασης - της σημαντικής αυτής διαρθρωτικής αλλαγής προς ένα νέο ενεργειακό σύστημα όπου η ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές αντικαθιστά σταδιακά την ενέργεια που παράγεται από ορυκτά καύσιμα, εκτοπίζοντας αρχικά τον άνθρακα και στην συνέχεια το φυσικό αέριο. 

Τη στιγμή μάλιστα που όλη η υφήλιος αποφάσισε σχεδόν ομόφωνα να επιταχύνει την ενεργειακή μετάβαση ως ισχυρό αντίδοτο ανάπτυξης μετά την πανδημία και η Ευρώπη επεξεργάζεται μέτρα και πολιτικές για τη διασφάλιση της πορείας απανθρακοποίησης της έως το 2050, στο πλαίσιο του “Fit For 55”, η τελευταία φαίνεται να ξεχνά και να αδιαφορεί μυωπικά για τον προφανή και σημαντικό ρόλο που πρέπει να καλύψει στην εποχή της μετάβασης το φυσικό αέριο, αφού η μία μετά την άλλη οι ανθρακικές μονάδες παραγωγής παροπλίζονται και οι ζωτικής σημασίας επενδύσεις σε υποδομές φυσικού αερίου (μεταφορά, αποθήκευση, παραγωγή ηλεκτρισμού, κλπ.) κρίνονται ως επενδύσεις μη ελκυστικές για χρηματοδότηση (EU taxonomy).

Δεν υπολόγισαν σωστά

Η ενεργειακή μετάβαση είναι σίγουρα ο μονόδρομος για τον περιορισμό των εκπομπών CO2 και την υπερθέρμανση του πλανήτη αλλά αναρωτιέμαι, μήπως η Ευρώπη την προώθησε πολύ γρήγορα και πολύ δυνατά;

Εκ του αποτελέσματος ένα είναι σίγουρο, η Ευρώπη δεν υπολόγισε σωστά το ισοζύγιο ενέργειας στα πρώτα βήματα της ενεργειακής μετάβασης, δηλαδή είτε υπερτίμησε την ταχύτητα υλοποίησης των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές και την διαθεσιμότητα των πόρων του φυσικού αερίου είτε υποτίμησε την ζήτηση φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού, είτε και τα δύο.

Διότι μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι οι αποθήκες φυσικού αερίου στην Ευρώπη δεν γέμισαν το καλοκαίρι και οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) κατά τους καλοκαιρινούς μήνες μειωθήκαν στο 1/3 των ιστορικών μέσων όρων, ενώ ταυτόχρονα αυξήθηκε κατακόρυφα η εισαγωγή Αμερικανικού LNG προς την Κίνα της οποίας η παραγωγή επανερχόταν στα προ covid επίπεδα.

Ταυτόχρονα διαφαίνεται ότι η Ευρώπη αμέλησε την προσαρμογή των μηχανισμών ενίσχυσης της τιμής των δικαιωμάτων CO2, που είχαν τεθεί σε εφαρμογή ήδη πριν την πανδημία, υπό το φως του νέου πλαισίου ανάκαμψης της ζήτησης και, κυρίως, επιτάχυνσης της ενεργειακής μετάβασης.

Δημιουργήθηκε έτσι ένα εκρηκτικό μείγμα θετικής ανάδρασης μεταξύ των τιμών δικαιωμάτων CO2 και των τιμών φυσικού αερίου. Συγκεκριμένα, όταν η τιμή του φυσικού αερίου άρχισε να αυξάνει σταθερά, άρχισε να κλείνει και η ψαλίδα του κόστους παραγωγής έναντι των ακριβότερων ανθρακικών και λιγνιτικών μονάδων. Αυτό με τη σειρά του προκαλούσε την άνοδο της τιμής των δικαιωμάτων CO2, λόγω της αναμενόμενης αύξησης παραγωγής από τις (περισσότερο ρυπογόνες) ανθρακικές / λιγνιτικές μονάδες και άρα αύξησης της συνολικής ζήτησης δικαιωμάτων CO2. H αύξηση ωστόσο της τιμής των δικαιωμάτων CO2 οδηγούσε σε σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής των ανθρακικών / λιγνιτικών μονάδων, αποκαθιστούσε τη διαφορά κόστους με τις φθηνότερες μονάδες φυσικού αερίου και έδινε χώρο για περαιτέρω αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου. Η συνδυασμένη και ταυτόχρονη άνοδος των τιμών των δύο αυτών μεγεθών συνεχίζεται αμείωτη μέχρι και σήμερα.

Οι μηχανισμοί

Οι τιμές της ενέργειας στη χώρα μας είναι μεν υψηλές, αλλά ακόμη θεωρούνται προσιτές αν συνυπολογίσουμε τα άμεσα αντανακλαστικά της κυβέρνησης και τις κρατικές επιδοτήσεις που χορήγησε στους τελικούς καταναλωτές. Όμως, ο χειμώνας του ‘22 είναι μπροστά μας όπως και πολλοί ακόμα χειμώνες μέχρι την ολοκλήρωση της ενεργειακής μετάβασης, η ολοκλήρωση της οποίας προβλέπεται δύσκολη και δαπανηρή. 

Ελπίζω, λοιπόν, στις  Βρυξέλλες να ξαναπιάσουν τα μολύβια τους και να επανεξετάσουν το ευρωπαϊκό ισοζύγιο ενέργειας και τους μηχανισμούς τεχνητού «φουσκώματος» της τιμής των δικαιωμάτων CO2, να εντοπίσουν τα ελλείματα και να πάρουν άμεσα τα απαραίτητα μέτρα, χωρίς οι αποφάσεις τους να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του εφοδιασμού, να υπονομεύσουν τις νέες επενδύσεις σε τεχνολογίες (απόκριση ζήτησης και μπαταρίες) που βοηθούν στην εξομάλυνση της μεταβλητότητας που εισάγουν οι ΑΠΕ ή να καταστρατηγήσουν την έννοια της ενιαίας αγοράς δίνοντας τη δυνατότητα σε χώρες - μέλη να επιβάλουν τη λογική μιας «δίκαιης τιμής» η οποία όμως αποθαρρύνει το διασυνοριακό εμπόριο και την σύζευξη των αγορών και οδηγεί τελικά σε χειρότερο συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα. 

Οι Βρυξέλλες θα πρέπει επιτέλους να καταλάβουν ότι οι μηχανισμοί ισχύος θα πρέπει να ενσωματωθούν στις ενεργειακές αγορές ως μηχανισμοί της αγοράς οι οποίοι λειτουργούν αφ’ ενός υπέρ της ασφάλειας του εφοδιασμού και αφετέρου ως μέσο συγκράτησης του ενεργειακού κόστους ακριβώς σε αυτές τις περιόδους σπανιότητας του αγαθού.

Η Ελλάδα μετά από χρόνια κατάφερε να λειτουργεί σε σύζευξη με τις ευρωπαϊκές αγορές ως μία χώρα της ενιαίας εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Βιώνει λοιπόν και αυτή την ενεργειακή λαίλαπα και δοκιμάζεται από τις υψηλές τιμές που θα δημιουργήσουν πληθωριστικές τάσεις σε μια εύθραυστη οικονομία και καταπονημένα νοικοκυριά. 

Παρά τις προβλέψεις για σχετική μόνο αποκλιμάκωση των τιμών τον Απρίλιο του 2022 οι υψηλές τιμές θα ταλαιπωρούν τις οικονομίες έως ότου ολοκληρωθεί η ενεργειακή μετάβαση και αν δεν ληφθούν οι κατάλληλες ρυθμιστικές αποφάσεις είναι πιθανό οι κρίσεις τιμών να πολλαπλασιαστούν τα επόμενα χρόνια και το κυριότερο να συνοδευτούν τελικά και από προβλήματα επάρκειας ενέργειας, ιδίως αν η Ευρωπαϊκή διοίκηση συνεχίσει να ποντάρει (χωρίς να δίνει ισχυρά κίνητρα) στην ευπρόσδεκτη αλλά εντελώς αβέβαιη ταχεία ωρίμανση μέσων αποθήκευσης (μπαταριών) μακράς διάρκειας και αδιαφορεί για την στήριξη νέων επενδύσεων στο φυσικό αέριο ως μεταβατικό καύσιμο. Έτσι αναμένεται τα επόμενα χρόνια μεγάλη μεταβλητότητα με κορύφωση τιμών σε περιόδους μεγάλης ζήτησης.  

Η ελληνική αγορά

Πώς επηρεάζει όμως όλη αυτή η μεταβλητότητα τον τελικό καταναλωτή; Στην Ελλάδα - όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες - παρατηρείται μεγάλη συσχέτιση μεταξύ των τιμών της λιανικής αγοράς και των ημερήσιων μεταβολών της χονδρεμπορικής. Στη χώρα μας μέχρι τα μέσα του 2021 η μικρή μεταβλητότητα των τιμών, οι χαμηλές τιμές (σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα) ενέργειας, ταυτόχρονα με τη βεβαιότητα πολλών προμηθευτών και μεγάλων καταναλωτών ότι η τιμή της ενέργειας θα βρίσκεται πάντα σε λογικά επίπεδα με μια μεταβλητότητα της τάξεως του 20% λειτούργησε αποθαρρυντικά στη σύναψη μακροχρόνιων προθεσμιακών συμβολαίων. 

Σε μια contango αγορά με ημερήσια τιμή  60 με 70 ευρώ/MWh και μελλοντική / προθεσμιακή αγορά έτους 65 με75 ευρώ/MWh ελάχιστοι μεγάλοι καταναλωτές (εμπορικοί ή βιομηχανικοί) έκλεισαν μακροπρόθεσμα κλειστά συμβόλαια σταθερής τιμής, για δε PPA με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που θα τους επέτρεπαν να έχουν μια σταθερή τιμή (κατά πολύ ανταγωνιστικότερη της ημερήσιας ή και της μελλοντικής αγοράς) για μέρος της κατανάλωση τους ούτε λόγος. 

Οι εξελίξεις όμως και η νέα πραγματικότητα των τιμών ενέργειας άλλαξε άρδην την αγορά. Πολλές επιχειρήσεις (πρώτες οι πολυεθνικές) ζητούν σταθερές τιμές ενέργειας και υπογράφουν PPA με τους προμηθευτές τους, με όποιους μπορούν να τους τα προσφέρουν, ενώ άλλες εμφανίζονται ακόμη διστακτικές θεωρώντας το φαινόμενο των υψηλών τιμών παροδικό και το PPA πολύ δεσμευτικό. Ο χρόνος θα δείξει ποιος θα δικαιωθεί.

Πάντως η ευρωπαϊκή πρακτική προτείνει ως μέσο αντιμετώπισης του ενεργειακού κόστους τη σύναψη μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών διμερών συμβολαίων παράδοσης ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές διάρκειας από επτά έως και δέκα έτη. 

Στη χώρα μας η κυβέρνηση έχει συμπεριλάβει στα μέτρα πολιτικής της την ενίσχυση των PPAs, με τη χρήση πόρων από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης. Συνεπώς αναμένουμε όλοι με αγωνία να δούμε πώς οι εθνικές αποφάσεις σε συνδυασμό με τις αποφάσεις των Βρυξελλών θα οδηγήσουν σε μια ασφαλή και αποδοτική ενεργειακή αγορά χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. 

Αισθάνομαι αισιόδοξος και αναμένω μετά από τόσα χρόνια δραστηριοποίησής μου στον συναρπαστικό τομέα της ενέργειας να διαπιστώσω και στην πράξη τα οφέλη της ένταξης της χώρας μας στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά μηδενικών εκπομπών. 

---------------------

*Ο κ. Γεώργιος Κούβαρης είναι Πρόεδρος της ΗΡΩΝ

Το άρθρο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα του energypress για τις προκλήσεις, τους φόβους και τις προσδοκίες ενόψει του 2022

1