Η ελληνική πλευρά της ενεργειακής κρίσης

Η παγκόσμια αγορά ενέργειας ήταν πάντα ολιγοπωλιακή. Λίγες οι μεγάλες εκμεταλλεύσιμες πηγές ενεργειακής προσφοράς, λίγες οι μεγάλες εταιρείες, που έχουν αναλάβει την εκμετάλλευσή τους.

Η αγορά αυτή ήταν πάντα ευμετάβλητη στις διακυμάνσεις της διεθνούς οικονομικής και πολιτικής συγκυρίας.

Η σημερινή κρίση, που έχει ξεκινήσει από την περασμένη άνοιξη, είναι άγνωστο πότε θα τελειώσει.

Αμυντικά μέτρα, όπως η απελευθέρωση στρατηγικών αποθεμάτων από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες, λαμβάνονται, αλλά διατυπώνονται φόβοι ότι οι τιμές του πετρελαίου μπορεί να κινηθούν σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα, ενισχύοντας τις πληθωριστικές πιέσεις. Δεδομένου ότι οι τιμές του φυσικού αερίου συνδέονται άμεσα με τις τιμές του πετρελαίου (στις συμβάσεις προμήθειας φυσικού αερίου υπάρχει σχετική ρήτρα αναπροσαρμογής), οι προοπτικές για τους καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος, ιδιαίτερα στις χώρες, όπως η Ελλάδα, με μεγάλο βαθμό εξάρτησης από ξένες πηγές ενεργειακής προσφοράς, είναι άσχημες. 

Εκτιμάται ότι, εάν ξεπεραστεί ο κίνδυνος της πανδημίας και η αγορά ανοίξει πραγματικά και πλήρως, μπορεί να δούμε ένταση των πληθωριστικών πιέσεων και αύξηση του ποσοστού των νοικοκυριών, που θα πρέπει να επιδοτούνται για να μπορούν να πληρώνουν τους "φουσκωμένους" λογαριασμούς ρεύματος.

Αυτή τη φορά, δεν θα είναι δυνατόν να απαιτηθεί από τις ιδιωτικές εταιρείες παραγωγής και εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας, να συνεχίζουν την προμήθεια ρεύματος σε πελάτες που δεν πληρώνουν τους λογαριασμούς. Αυτό  έγινε κάποιες φορές, στο παρελθόν, με τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, τροφοδοτώντας τον μύθο της δήθεν "χρεοκοπημένης" ΔΕΗ. 

Αναλυτές υποστηρίζουν ότι, η "πολιτική επίθεση" που δέχτηκαν τα ορυκτά καύσιμα τα τελευταία χρόνια, μείωσε τα κίνητρα για επενδύσεις στον τομέα, παρότι, όπως επισημαίνεται, το 84% της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης τον περασμένο χρόνο, καλύφθηκε από ορυκτά καύσιμα.

Υπενθυμίζουμε ότι, ένας από τους θεμελιακούς στόχους της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, που πανηγυρικά είχε εξαγγελθεί τη δεκαετία του '90, ήταν η μείωση της εξάρτησης των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από ξένες πηγές ενεργειακής προσφοράς. Τα τελευταία χρόνια έδειξαν ότι κινούμαστε μάλλον σε αντίθετη κατεύθυνση.

Μετά την επιβολή του βαρύτατου φόρου με την κομψή ονομασία "αγορά ρύπων" και τον πρόωρο, όπως αποδεικνύεται, εξοβελισμό από την ευρωπαϊκή ενεργειακή σκηνή του άνθρακα/ λιγνίτη, που επί 150 και πλέον χρόνια ήταν ένα από τα κύρια στηρίγματα της ευρωπαϊκής οικονομικής ανάπτυξης, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η χώρα μας,  βρέθηκαν απροετοίμαστες.

Υπερεκτίμησαν τις δυνατότητες της σημερινής τεχνολογίας στον τομέα των δυνατοτήτων και του πραγματικού κόστους της ενέργειας που παράγεται από Ανεμογεννήτριες και ηλιακά πάρκα.  

Χωρίς γενναίες επιδοτήσεις, οι επιχειρήσεις ΑΠΕ δεν θα ήταν οικονομικά βιώσιμες.

Σε ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι  εγκρίσεις επενδύσεων στις ΑΠΕ χορηγούνται με ανοικτούς διαγωνισμούς και όχι με απευθείας αναθέσεις, ανακοινώνονται οι τιμές και  οι καταναλωτές γνωρίζουν ότι το πραγματικό  κόστος της μεγαβατώρας, που παράγεται από τις πηγές αυτές, είναι πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο κόστος της ενέργειας που παράγεται από ανθρακικούς/λιγνιτικούς σταθμούς. 

Εκτός όμως  από την υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων των ΑΠΕ, στην Ελλάδα υπήρξε  και μία άλλου είδους υπερεκτίμηση.

Υπερεκτιμήθηκαν οι κίνδυνοι από τις εφαρμογές της πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς και ιδιαίτερα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Βασιζόμενοι ίσως στα μεγάλα αποθέματα φθηνού λιγνίτη, που μας εξασφάλιζαν την παραγωγή χαμηλού κόστους ηλεκτρικής ενέργειας, είπαμε ΟΧΙ στην εγκατάσταση πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, όταν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είπαν ΝΑΙ.

Λέγεται ότι έγιναν αναφορές στο σεισμογενές της χώρας. Πιο πιθανό φαίνεται να είναι ότι, στη λήψη της απόφασης, βάρυνε η εκτίμηση πως θα υπήρχε αντίθεση της κοινής γνώμης. Δεν γνωρίζουμε αν υπήρχαν τότε εταιρείες  δημοσκοπήσεων και αν διενεργήθηκαν σχετικές δημοσκοπήσεις.

Ας μην κατηγορούμε λοιπόν "τους άλλους". 

Οι επιλογές ήταν και είναι δικές μας.

Εμείς, μαζί  με τους εταίρους μας,  αποφασίσαμε, και χαρούμενοι ανακοινώσαμε, ότι βάζουμε στο περιθώριο τώρα και όχι αργότερα, τον μοναδικό σημαντικό ενδογενή ενεργειακό πόρο της χώρας, για να μην αυξηθεί κατά ένα και μισό βαθμό κελσίου, όπως διακηρύσσεται, η θερμοκρασία του πλανήτη κατά τα επόμενα 80 ,100 ή 150 χρόνια.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Β. Γιωτόπουλος είναι τ. Γενικός Διευθυντής Οικον. της ΔΕΗ, τ. Πρόεδρος της ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ CEEP (ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ, ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ), τ. Διευθύνων Σύμβουλος ΤΡΑΜ Α.Ε.

(capital.gr)

1