Αρθούρος Ζερβός: Δεν πιάνονται οι στόχοι του 2020 στις ΑΠΕ - Διασυνδέσεις και έξυπνα δίκτυα κρίσιμες παράμετροι

Απιαστο στόχο χαρακτηρίζει τον εθνικό στόχο συμμετοχής των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε ποσοστό 18% στην συνολική κατανάλωση ενέργειας της Ελλάδας έως το 2020, ο πρόεδρος του Παγκόσμιου Δικτύου Πολιτικής για τις ΑΠΕ (REN 21), Αρθούρος Ζερβός.

Συνομιλώντας με δημοσιογράφους, με αφορμή την επανεκλογή του στη συγκεκριμένη θέση, ο κ. Ζερβός μετέφερε χθες την εκτίμηση ότι μόνο με θαύμα θα καταστεί δυνατό να επιτευχθεί στο διάστημα που απομένει ως το 2020 ο στόχος των ΑΠΕ, παρά τα όσα υποστηρίζει το υπουργείο Ενέργειας ότι δηλαδή η χώρα πηγαίνει πολύ καλά σε ότι αφορά τη συμμετοχή τους στο ενεργειακό σύστημα.

“Στην ουσία, έπειτα από μια ραγδαία άνοδο μεταξύ των ετών 2008 - 2013, έκτοτε έχουμε μείνει εντελώς στάσιμοι όσον αφορά το ποσοστό των ΑΠΕ στη συνολική κατανάλωση ενέργειας”, όπως ανέφερε ο κ. Ζερβός, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους αυτό έχει συμβεί. 

Συγκεκριμένα, τα επίσημα στατιστικά δείχνουν ότι το ποσοστό των ΑΠΕ στη συνολική κατανάλωση ενέργειας αυξήθηκε στην Ελλάδα από μόλις 8% το 2008, σε 15% το 2013 για τρεις βασικούς λόγους. Πρώτον λόγω της ραγδαίας αύξησης των φωτοβολταικών και αιολικών, δεύτερον λόγω της ύφεσης, και τρίτον εξαιτίας της αύξησης της στερεάς βιομάζας.

Στα πιο δύσκολα χρόνια της ελληνικής κρίσης, η κατανάλωση ενέργειας, δηλαδή ο παρονομαστής της εξίσωσης, μειώθηκε κατά 25%, όσο περίπου και η απώλεια του ΑΕΠ της χώρας. Ταυτόχρονα η κατακόρυφη αύξηση της χρήσης καυσόξυλων για θέρμανση, τα οποία και αντικατέστησαν παραδοσιακές μορφές, όπως το πετρέλαιο θέρμανσης, αύξησε τη στερεά βιομάζα στο 35%. Οσο δηλαδή και αν ηχεί παράδοξο, ταυτόχρονα με την αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ, αυξάνονταν και η ρύπανση του περιβάλλοντος.

Σύμφωνα με τον κ. Ζερβό, από το 2013 και μετά, ναι μεν σταθεροποιήθηκε η πτώση της κατανάλωσης και περιορίστηκε η χρήση της στερεάς βιομάζας, ωστόσο ανακόπηκε η δυναμική της αγοράς ΑΠΕ των προηγούμενων ετών. Νέα έργα έπαψαν να προστίθενται με τον ίδιο ρυθμό της περίοδου 2008-2013, με χαρακτηριστικά τα στοιχεία για το 2016 που δείχνουν ότι το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ως προς τη συνολική κατανάλωση ενέργειας, ανέρχονταν μόλις στο 15,2%, είχε δηλαδή παραμείνει στάσιμο. Σε αυτό το μοτίβο κύλησε και το 2017, ενώ το 2018 εντάχθηκαν περίπου 300 μεγαβάτ. 

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κ. Ζερβού έως το 2020, τα παραπάνω ποσοστά δεν αναμένεται να αλλάξουν σημαντικά, θεωρώντας ότι θα διαμορφωθούν τελικά στα επίπεδα του 16%, και προσθέτοντας ότι “ειδικά σε τομείς όπως οι μεταφορές και η ψύξη - θέρμανση δεν έχει γίνει το παραμικρό, επικρατεί ο απόλυτος εφησυχασμός”.

Στην ίδια λογική κινούνται και παλαιότερα στοιχεία της Ελληνικής Επιστημονικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ), η οποία υπολογίζει ότι για την επίτευξη του στόχου, θα έπρεπε μέσα στην τριετία 2018 - 2020 να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, πάνω από 3.700 MW νέων ΑΠΕ, μέγεθος που κάθε άλλο παρά είναι εφικτό.

Εάν ωστόσο τα πράγματα προχωρούν με τόσο αργό ρυθμό, και η χώρα αδυνατεί να πιάσει το στόχο του 2020, αποτελεί ερώτημα πως θα επιτύχει το στόχο του 2030, που απαιτεί διπλάσια από τη σημερινή συμμετοχή των ΑΠΕ με ποσοστό 32% στην συνολική κατανάλωση ενέργειας. Δηλαδή προβλέπει να έχουν ενταχθεί στην Ελλάδα σχεδόν τόσα έργα ΑΠΕ, όσα ακριβώς έχουν εγκατασταθεί μέχρι σήμερα (15%), επίδοση αδιανόητη για τα ιστορικά δεδομένα της χώρας.

Χωρίς διασυνδέσεις, έξυπνα δίκτυα, νομοθεσία για την αντλησιοταμίευση, κίνητρα για ηλεκτρικά αυτοκίνητα, αλλά και μείωση του κόστους κεφαλαίου που στην Ελλάδα παραμένει μακράν το υψηλότερο στην Ευρωζώνη, οι παραπάνω στόχοι είναι απλώς ουτοπικοί, σύμφωνα με τον πρόεδρο της REN 21. 

 

 

20 Φεβρουαρίου 2019

Πηγή: energypress