Μελέτη SE3T.net: Όσο αργότερα καταργείται ο λιγνίτης τόσο περισσότερο κοστίζει- Η περίπτωση Ελλάδας, Βουλγαρίας και Ρουμανίας.

Κεφάλαια ύψους 3,7 δις. ευρώ θα χρειαστούν για την ανάπτυξη των ανθρακικών περιοχών τριών χωρών της ΝΑ Ευρώπης, δηλαδή της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και της Ελλάδας, σύμφωνα με νέα μελέτη του Southeast Europe Energy Transition Network στην κατάρτιση της οποίας από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν και συνυπογράφουν οι Δρ. Δημήτρης Λάλας και Νίκος Γάκης από την FACETS. Η μελέτη παρουσιάστηκε χθες σε διαδικτυακή συνέντευξη τύπου.

Σύμφωνα με τους συντάκτες, οι επενδύσεις αυτές μπορούν να καλυφθούν από το μηχανισμό δίκαιης μετάβασης που έχει προτείνει η Κομισιόν, συνολικού ύψους 100 δις. ευρώ. Παράλληλα, τονίζεται ότι οι τρεις χώρες αυτές αντιστοιχούν στο 9% της ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα στην Ε.Ε. και αυτό το ποσοστό ενδεχομένως θα αυξηθεί μελλοντικά καθώς η απόσυρση των μονάδων έπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Ελλάδα είναι επί του παρόντος υπεύθυνες για περισσότερο από το 9% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα και λιγνίτη στην ΕΕ. Και αυτό το ποσοστό μεριδίου μπορεί να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, εάν ο ρυθμός απανθρακοποίησης παραμένει συνολικά βραδύτερος από ό, τι στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η Βουλγαρία και η Ρουμανία δεν σκοπεύουν να εφαρμόσουν τη σταδιακή κατάργηση του λιγνίτη παρά το γεγονός ότι οι απώλειες λιγνιτικών μονάδων κοστίζουν στους φορολογούμενους αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως μέσω επιδοτήσεων. Λόγω αυτών των υψηλών ενισχύσεων που απαιτούνται για τη διατήρηση της λειτουργίας λιγνιτικών μονάδων, οι οικονομικές απώλειες θα είναι υψηλότερες εάν η σταδιακή κατάργηση συμβεί αργότερα.

Και οι τρεις χώρες μπορούν να καταργήσουν τον λιγνίτη χωρίς συνέπειες για την ασφάλεια του εφοδιασμού, με λίγους μόνο σταθμούς παραγωγής ενέργειας από άνθρακα να παραμένουν στο σύστημα - σύμφωνα με τη μελέτη. Οι δυσκολίες έγκειται στην απώλεια θέσεων εργασίας και στην αύξηση των τιμών των τελικών χρηστών, οι οποίες είναι και οι δύο πολιτικά ευαίσθητες συνέπειες της σταδιακής απανθαρκοποίησης.

Η επίδραση στις τιμές αναμένεται να είναι ακόμη πιο περιορισμένη τα πρώτα χρόνια λόγω της χαμηλότερης ζήτησης  εξ αιτίας της επιδημίας COVID. Επιπλέον, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και στις τρεις χώρες μπορούν να μειώσουν περαιτέρω τον αντίκτυπο της σταδιακής κατάργησης στις τιμές, εφαρμόζοντας μέτρα βελτιωσης της ενεργειακής απόδοσης στο επίπεδο της τελικής χρήσης.

Μια επένδυση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορεί να περιορίσει περαιτέρω την αύξηση των τιμών χονδρικής που προκύπτει από την κατάργηση του λιγνίτη και να θέσει τις χώρες σε μια πορεία προς μηδενικές εκπομπές. Σε αντίθεση με την (παραπλανητική) εικόνα ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ακριβές εναλλακτικές λύσεις, το μοντέλο δείχνει ότι το επίπεδο υποστήριξης που απαιτείται για την αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ είναι,κατά μέσο όρο μεταξύ 2021 και 2030, κάτω από το 1,5% των τιμών χονδρικής στην περίπτωση της Βουλγαρίας, κάτω του 2,5% στην Ελλάδα και κάτω του 5,5 % στη Ρουμανία.

Με βάση τα δεδομένα επιπέδου NUTS2 και NUTS3 που χρησιμοποιήθηκαν για τη μελέτη, οι απώλειες θέσεων εργασίας απαιτούν σημαντική κρατική παρέμβαση στις τρεις χώρες. Αν και η κατάσταση διαφέρει μεταξύ τους, ωστόσο η οικονομική και κοινωνική πρόκληση είναι διαχειρίσιμη, με την υποστήριξη κοινοτικών πόρων. Αυτό μπορεί να επιβαρύνει τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης μέσω υψηλότερων ποσοστών πρόωρης συνταξιοδότησης και υψηλότερων πληρωμών ανεργίας, ωστόσο, το κλείσιμο των λιγνιτικών και ανθρακικών μονάδων θα απελευθερώσει εθνική ενίσχυχη στο εύρος των 200-900 εκατ. Ευρώ ανά χώρα ετησίως, η οποία θα μπορούσε να κατευθυνθεί προς τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης καθώς και σε επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ενεργειακής απόδοσης ή προς μείωση της ενεργειακής φτώχειας.

Το μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε δείχνει ότι το επίπεδο στήριξης για τις ΑΠΕ από το 2021 ως το 2030 θα είναι 2,5% χαμηλότερο από τις τιμές χονδρεμπορικής στην Ελλάδα, 1,5% στη Βουλγαρία και 5,% στη Ρουμανία.

Αύξηση της τιμής χονδρεμπορικής στην Ελλάδα και πτώση των εισαγωγών

Συγκεκριμένα για την Ελλάδα στο σενάριο αναφοράς προβλέπεται να φτάσουν οι ΑΠΕ τα 18,2 γιγαβάτ το 2030 με προσθήκες 7,1 γιγαβάτ σε οριζοντα δεκαετίας, με τα μισά εξ αυτών να είναι φωτοβολταϊκά. 

Στο ίδιο σενάριο, η τιμή χονδρεμπορικής αναμένεται να αυξηθεί στα 65 ευρώ ανα μεγαβατώρα το 2020 και στα 75 ευρώ μετά το 2028 υπό τις αυξημένες τιμές CO2 και φυσικού αερίου στο μέλλον. Επίσης, τονίζεται ότι η πρώιμη απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων περιλαμβάνει μια αύξηση 10-15 ευρώ στην τιμή αυτή.

Η άνοδος της τιμής προβλέπεται να έχει διάφορες επιδράσεις στο σύστημα, αφού από τη μια μεταφράζεται σε υψηλότερο κόστος για τον καταναλωτή, αλλά και ενθαρρύνει τις επενδύσεις στις ΑΠΕ. Ως μέσο για το μετριασμό της αύξησης της χονδρεμπορικής τιμής προτείνεται η μείωση της ζήτησης για ηλεκτρισμό.

Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα προβλέπεται να περιοριστούν μελλοντικά σε σχέση με τα υψηλά τωρινά επίπεδα, ενώ η χώρα μας θα εξάγει ενέργεια στη Βουλγαρία από το 2025 ως αποτέλεσμα του αυξημένου μεριδίου των ΑΠΕ.

Όσον αφορά την ενεργειακή μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών, τονίζεται ότι θα χρειαστούν επενδύσεις 1,6 δις. ευρώ για την αντιστάθμιση των οικονομικών απωλειών ως αποτέλεσμα της απολιγνιτοποίησης. Επίσης, γίνεται λόγος για την κατασκευή του φωτοβολταϊκού 200 μεγαβάτ της ΔΕΗ στην Κοζάνη και για την πιθανή κατασκευή μονάδας φυσικού αερίου.

 

 

5 Μαϊου 2020

energypress