Θέλουμε πράσινη ενέργεια;

Είχαν τεθεί υψηλοί στόχοι, να βρεθούμε στην πρώτη γραμμή των ευρωπαϊκών χωρών στην ανάπτυξη των ΑΠΕ. Η αλήθεια είναι ότι το μεγάλο βάρος είχε δοθεί στο κλείσιμο λιγνιτικών μονάδων, θέσαμε στόχους μπροστά κι από τη Γερμανία σε αυτό το πεδίο, έγινε αντιληπτό στη συνέχεια ότι οι στόχοι ήταν υπερβολικοί, ήρθε η ενεργειακή κρίση, μετά ήρθε κι ο πόλεμος και η σχετική συζήτηση άλλαξε δραματικά: το θέμα δεν είναι πόσο γρήγορα θα φύγουμε από τα ορυκτά καύσιμα και δη το φυσικό αέριο, αλλά πόσο γρήγορα θα βρεθούν επαρκείς ποσότητες από αυτά.

Οπως είναι γνωστό μάλιστα, τα τελευταία χρόνια η ενεργειακή εξάρτησή μας από το φυσικό αέριο –είτε το ρωσικό είτε σε υγροποιημένη μορφή (LNG)– μεγάλωσε. Η χρήση φυσικού αερίου έχει αυξηθεί 25 φορές τα τελευταία οκτώ χρόνια, αυξήθηκε επιπλέον 30% μεταξύ 2019 και 2020 κι άλλο 25% από τον περυσινό Σεπτέμβριο έως σήμερα. Φέτος, το πρώτο εξάμηνο, ενώ μειώθηκαν 21,3% οι εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία, αυξήθηκαν 46,3% οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου.

Σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν 9 GW έργα ΑΠΕ και προσφέρεται σύνδεση για άλλα 11 GW, σύνολο 20 GW. Μέχρι το 2030 έχει προγραμματιστεί να βρίσκονται σε λειτουργία έργα ΑΠΕ συνολικής δυναμικότητας 25 GW, που ίσως αυξηθούν σε 28 GW. Το επενδυτικό ενδιαφέρον είναι μεγάλο, σύμφωνα με πληροφορίες εκκρεμούν αιτήσεις για άλλα 25 GW. Υποτίθεται ότι βιαζόμαστε να αναπτύξουμε την ηλεκτροπαραγωγή από ανανεώσιμες πηγές. Στην πράξη, ραθυμία και μια κακή γραφειοκρατία εμποδίζουν την προσπάθεια. Αν θέλαμε να αξιοποιηθεί το ζωηρό επενδυτικό ενδιαφέρον, θα έπρεπε να προστεθούν μονάδες αποθήκευσης και να επεκταθεί το δίκτυο διανομής της παραγόμενης ενέργειας. Σήμερα τα δίκτυα, ειδικά του ΔΕΔΔΗΕ, δεν επαρκούν – μπορείς να παράγεις ρεύμα από ανανεώσιμες πηγές, αλλά δεν υπάρχουν δίκτυα για να το διανείμεις στις πόλεις. Για να γίνουν μονάδες αποθήκευσης και δίκτυα απαιτούνται τρία πράγματα: λεφτά, ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και ταχείες διαδικασίες αδειοδότησης.

Θα έπρεπε να κάνουμε ό,τι δυνατόν για την ταχύτερη ανάπτυξη και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Οσον αφορά τα κεφάλαια, το Ταμείο Ανάκαμψης δεν αφιερώνει στα δίκτυα παρά ελάχιστα ποσά. Οσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό, τόσο ο ΔΕΔΔΗΕ όσο και ο ΑΔΜΗΕ αντιμετωπίζουν τεράστιες δυσκολίες: η κεντρική κυβέρνηση τους υποχρεώνει (σε αντίθεση με τη ΔΕΗ) να δίνουν πολύ χαμηλούς μισθούς για ειδικευμένο προσωπικό (μισθούς που κυμαίνονται περίπου στο 1/3 των μισθών της αγοράς…), με αποτέλεσμα όχι μόνο να δυσκολεύονται να βρουν ανθρώπους, αλλά να χάνουν εξειδικευμένα στελέχη, που φεύγουν για άλλες ιδιωτικές εταιρείες ή για το εξωτερικό.

Το τρίτο και πλέον βλακώδες εμπόδιο είναι η διαδικασία αδειοδότησης: χρειάζονται περίπου δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί η περιβαλλοντική αδειοδότηση, άλλα δύο για τις απαλλοτριώσεις κι ένας χρόνος για τα υπόλοιπα – δασαρχεία, άδειες εγκατάστασης και λοιπά. Σύνολο, πέντε χρόνια για κάθε έργο! Εχουν διατυπωθεί προτάσεις σύντμησης του χρόνου χωρίς να θίγεται η ουσία της διαδικασίας, αλλά το υπουργείο Ενέργειας δεν θεωρεί ότι πρέπει να ασχοληθεί με το θέμα. Παρότι αν δεν λυθεί αυτό το πρόβλημα δεν θα επιτευχθεί ούτε ο στόχος για 25 ή 28 GW το 2030. Αλλά τότε θα είναι άλλος ο υπουργός, σε κάποια άλλη κυβέρνηση…

 | H Kαθημερινή