Δούκας: Δημοκρατία και Πολιτικές για την Πράσινη Ανάκαμψη.

15 02 2021 | 15:21Χάρης Δούκας

Η αναπτυξιακή κατεύθυνση σε παγκόσμιο επίπεδο είναι βαθιά συνδεδεμένη με τον ενεργειακό μετασχηματισμό και την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.

Ειδικότερα στην Ευρώπη, η «πράσινη μετάβαση» είναι ο βασικότερος άξονας των χρηματοδοτήσεων από το Ταμείο Ανάκαμψης, προσεγγίζοντας το 40% του συνόλου των χρημάτων που θα δοθούν.

Μάλιστα, τα κράτη μέλη συμφώνησαν να μετατρέψουν την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων σε Τράπεζα Κλίματος της Ένωσης, για να υποστηρίξουν στο μέγιστο βαθμό αυτή την προσπάθεια της πράσινης ανάκαμψης, με στόχο την ενεργοποίηση 1 τρις ευρώ την επόμενη δεκαετία.

Όμως, η πορεία της μετάβασης σε μία οικονομία μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου δε μπορεί να λογίζεται απλώς σαν ένας αγώνας ταχύτητας, για την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών, όπως ανανεώσιμων, υδρογόνου, ηλεκτρικών οχημάτων κ.ά. Πρέπει να αποτελεί ένα διαρκή αγώνα σύνθεσης, μέσα από ανοιχτά συστήματα «συν-διαμόρφωσης».

Πώς υλοποιείται μία τέτοια προσπάθεια στην πράξη;

Ας πάρουμε το παράδειγμα της μετάβασης στην μεταλιγνιτική εποχή στη χώρα μας. Σύμφωνα και με τη διεθνή εμπειρία, προϋπόθεση για την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι η ενεργός συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας, τόσο κατά τη φάση κατάρτισης του σχεδίου της μετάβασης, όσο και κατά την υλοποίησή του.

Αντί όμως της ουσιαστικής συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών για την διαμόρφωση ενός προωθητικού και δίκαιου σχεδίου, η προσπάθεια περιορίστηκε σε μία τυπική διαβούλευση. Έτσι, το περίφημο «master plan» που αναπτύχθηκε δεν διατυπώνει κανένα όραμα για την επόμενη μέρα στις λιγνιτικές περιοχές. Αποτελεί απλά ένα άθροισμα επενδυτικών σχεδίων, που δεν θεραπεύουν το άμεσο και πιεστικό πρόβλημα της επιβίωσης των κατοίκων των περιοχών. Ταυτόχρονα, η Κυβέρνηση, έχοντας μία βιασύνη να απεμπλακεί από τις πολύ σοβαρές κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις της απολιγνιτοποίησης, αμέλησε να προχωρήσει οργανωμένα στις απαραίτητες εξειδικεύσεις, μέσα από τα εδαφικά σχέδια δίκαιης μετάβασης, που αποτελούν το βασικό όχημα πρόσβασης στις σχετικές χρηματοδοτήσεις. Σύμφωνα με τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης (του χρηματοδοτικού μέσου στήριξης των περιοχών αυτών), τα εδαφικά σχέδια καταρτίζονται μαζί με τις αρμόδιες αρχές των οικείων εδαφών, και αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση χρηματοδότησης. Πόση σημασία δόθηκε αλήθεια σε αυτά και ποιος είναι ο βαθμός συμμετοχή των τοπικών αρχών; Η απάντηση μάλλον θα μας δυσαρεστήσει.

Το ίδιο πρόβλημα συναντάται και στις ανανεώσιμες πηγές. Η προώθησή τους έχει ως στόχο να μετασχηματίσει το ενεργειακό μας σύστημα, και να καταστήσει τον απλό καταναλωτή σε αυτοπαραγωγό ενέργειας. Ο ρόλος των ανανεώσιμων άλλωστε, λόγω του αποκεντρωμένου χαρακτήρα τους, είναι από τη φύση του μεταρρυθμιστικός. Αντί όμως για αυτό, επιλέγεται τελικά η εγκαθίδρυση ενός μοντέλου Σαχάρας/ Ασίας (ερημοποίησης/ υποβάθμισης εργασιακών δικαιωμάτων) στους μέχρι τώρα λιγνιτικούς Δήμους, και η προώθηση φαραωνικών έργων δισεκατομμυρίων στην υπόλοιπη επικράτεια. Επιχορηγούμενα μάλιστα και από το Ταμείο Ανάκαμψης, με μονοπώλιο τεχνολογιών και επενδυτών, χωρίς τη συμμετοχή τοπικών κοινωνιών.

Αυτός άλλωστε είναι ένας βασικός λόγος που υπάρχουν τόσο σημαντικές αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες. Οι κάτοικοι των περιοχών είναι «αποκλεισμένοι», όχι μόνο από αυτές τις μεγάλες επενδύσεις στις ανανεώσιμες, αλλά και από τις μικρότερες, καθώς τα δίκτυα χαμηλής και μέσης τάσης είναι κορεσμένα σχεδόν σε όλη χώρα, αδυνατώντας να απορροφήσουν την παραγόμενη καθαρή ενέργεια. Την ίδια ώρα, τα μεγάλα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα συνδέονται κανονικά στην υψηλή τάση και προχωράνε με ταχύτητα. Η αύξηση του διαθέσιμου ηλεκτρικού χώρου, μέσα από τον εκσυγχρονισμό των δικτύων, και η δυνατότητα πρόσβασης σε αυτόν από όλους τους πολίτες, είναι θεμελιώδες ζήτημα ενεργειακής δημοκρατίας.

Ένα άλλο, άμεσα συναρτώμενο πρόβλημα, είναι η «ενεργειακή φτώχεια», που προσδιορίζεται διεθνώς ως η αδυναμία πρόσβασης σε βασικές ενεργειακές υπηρεσίες, όπως είναι ο ηλεκτρισμός, το φυσικό αέριο, η θέρμανση, η ψύξη κ.ά. Είναι ένα πρόβλημα που εντάθηκε στην οικονομική κρίση. Περίπου 11% του πληθυσμού της Ευρώπης (πάνω από 50 εκατομμύρια πολιτών) πλήττεται από την ενεργειακή φτώχεια, με το ποσοστό μάλιστα εκείνων που αδυνατούν να κρατήσουν το σπίτι τους ζεστό να ανέρχεται στο 7%. Στη χώρα μας το ποσοστό αυτό φτάνει στο 18%, και μας κατατάσσει στις περισσότερο ευάλωτες χώρες.

 

Στις στρατηγικές κατευθύνσεις του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που πρόσφατα παρουσιάστηκε, δεν υπάρχει πρόβλεψη για μία εθνική στρατηγική πρόληψης και καταπολέμησης της ενεργειακής φτώχειας, σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση. Η μοναδική δράση που εφαρμόζεται είναι η επιδότηση του πετρελαίου θέρμανσης για τους οικονομικά ασθενέστερους συμπολίτες μας, εγκλωβίζοντάς τους στην ενεργειακή επαιτεία. Αντίθετα, η Πολιτεία πρέπει να έχει ως κύρια επιλογή την εξοικονόμηση ενέργειας και την παροχή δωρεάν φωτοβολταϊκών πάνελ ή μεριδίων σε ενεργειακές κοινότητες, για να παράγουν οι ίδιοι οι ενεργειακά ευάλωτοι πολίτες την καθαρή ενέργεια που καλύπτει τις ανάγκες τους.

Δράσεις που προωθούν στην πράξη την ενεργειακή δημοκρατία, καταπολεμούν την ενεργειακή φτώχεια και προωθούν την ανανεώσιμη κοινωνική πολιτική, αντί να επιδοτούν τα ορυκτά καύσιμα. Δράσεις που στηρίζουν συμμετοχικά σχήματα, μπορούν να δημιουργήσουν πολιτισμικό, κοινωνικό και οικονομικό πλούτο και μας αφορούν όλους.

Οι πολιτικές κινητοποίησης της κοινωνίας, για το σχεδιασμό και την υλοποίηση τέτοιων δράσεων, είναι αυτές που θα κυριαρχήσουν την επόμενη μέρα.

*Χάρης Δούκας: Αν. Καθηγητής, Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, ΕΜΠ

(Βήμα της Κυριακής, 14/2/2021)

 

 

 

14 Φεβρουαρίου 2021